8 Οκτ 2020

Ποιοι και τι φοβήθηκαν από την αντιφασιστική συγκέντρωση


Αδάμ Γιαννίκος

Όπως δείχνουν τα σχετικά βίντεο, πέρασαν σαράντα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που ο εκφωνητής ανακοίνωσε στο συγκεντρωμένο πλήθος την απόφαση του...

δικαστηρίου για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και η Ελληνική Αστυνομία ξεκίνησε να διαλύει τη συγκέντρωση, χτυπώντας στο κέντρο της με χρήση αντλιών νερού κι εν συνεχεία με δακρυγόνα, χωρίς να έχουν γίνει επεισόδια.

Ο πολύς κόσμος που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα αλλά δεν ήταν παρών, έχει μείνει με την εντύπωση, ότι η παρέμβαση της αστυνομίας έγινε αρκετή ώρα από την ανακοίνωση της απόφασης, κι αυτό επειδή έγιναν (υποτίθεται) επεισόδια.

Ούτε ένα λεπτό δεν άντεξε ο κυβερνητικός μηχανισμός της ΝΔ, για να διαλύσει κάθε έννοια τείχους της δημοκρατίας.

Μάλιστα, στο διάγγελμά του λίγη ώρα μετά ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέχισε να στηρίζει με επιμονή τη θεωρία των δύο άκρων, την οποία είχε επαναφέρει χτες αιφνιδιαστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στον δημόσιο διάλογο.

Σήμερα, ο πρωθυπουργός επισημοποίησε την κυβερνητική γραμμή για την ιστορική δίκη. Τοποθέτησε ξανά στο ίδιο κάδρο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή και ερμήνευσε για άλλη μια φορά τον φασισμό, ως φαινόμενο το οποίο «ανέθρεψε ο λαϊκισμός στις πλατείες του τυφλού μίσους και της βίας».

Βγάζει μάτι πια, ότι τέτοια τσιτάτα είναι προϊόν εντατικών σεμιναρίων στον επιτελικό μικρόκοσμο, (όπως γινόταν με τα περίφημα σεμινάρια του ΔΝΤ). Μπορεί να προορίζονται για μιντιακή κατανάλωση και να απευθύνονται σε κοινό περιορισμένης ευθύνης, αλλά μέχρι στιγμής καταφέρνουν να επαναπλαισιώνουν τον κυρίαρχο λόγο και να δίνουν υλικό πολέμου στους πρόθυμους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, όπως έκαναν με τον εκφασισμό του δημόσιου λόγου, που γιγάντωσε δημοσκοπικά τους νεοναζί.

Βλέπουμε, λοιπόν, για άλλη μια φορά το σύστημα εξουσίας, που αυτή τη φορά έχει ως εντολοδόχο έναν άλλο μεγαλοαστό γόνο, να εκπαιδεύει το νεοσυντηρητικό κοινό του με ανιστόρητα αφηγήματα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, από την εποχή που οι υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής έκαναν ότι ήθελαν, έχοντας τζάμπα διαφημιστική προβολή από το μιντιακό σύστημα, ο κυβερνητικός λόγος αποσυνδέει τον φασισμό από τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την ιστορικά καταγεγραμμένη υποστήριξη που τα εν λόγω ιδεολογήματα διαχρονικά λαμβάνουν από μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης, με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες.

Αλλά, και κάτι ενδεχομένως σοβαρότερο. Προσπάθησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης (σ' αυτήν την ιστορική ημέρα, όπου η δικαστική εξουσία μετά από χρόνια κατάφερε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων) να διεκδικήσει όλους τους επαίνους για τον εαυτό του, επιχειρώντας να κλέψει την όποια δόξα από τους δικαστικούς λειτουργούς για λογαριασμό της εκτελεστικής εξουσίας (του). Στα λεγόμενά του η Δικαιοσύνη ήρθε δεύτερη. Πρώτη κινητοποιήθηκε η ΝΔ, που «έθεσε ως στρατηγικό στόχο την πολιτική και κοινωνική περιθωριοποίηση της Χρυσής Αυγής». «Δεν συνέπλευσε ποτέ», είπε, «σε πολιτικές επιλογές και κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες».

Λες και τα ακροδεξιά συλλαλητήρια για το μακεδονικό όλα αυτά τα χρόνια, απ' τα οποία παρήλασε σύσσωμη η ηγετική ομάδα της ΝΔ, οργανώνονταν από μόνα τους. Λες και δεν ταυτίστηκαν οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής με συναδέλφους τους τις ΝΔ σε ζητήματα που αφορούσαν μονοπωλιακά επιχειρηματικά συμφέροντα, πόσο μάλλον σε ξεκάθαρες ερμηνείες του μεταναστευτικού, των δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους. Λες και εξέφρασε ποτέ έναν υποστηρικτικό λόγο η ΝΔ για τον Παύλο Φύσσα, τους Αιγύπτιους ψαράδες ή τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ. Γιατί  (και αξίζει να το προσέξει κανείς), το να καταγγέλλεις τη Χρυσή Αυγή, τις πράξεις και τις ιδέες της είναι μια ανολοκλήρωτη θέση, αν δεν υποστηρίζεις ταυτόχρονα τα θύματα αυτών των πράξεων και ιδεών. Κι αυτό η Δεξιά το αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Αν το έκανε, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την ανιστόρητη θεωρία των δύο άκρων και τα φληναφήματα περί λαϊκισμού. Γιατί, όταν η ΝΔ καταγγέλλει τον λαϊκισμό, εννοεί όλους αυτούς, που βρίσκονται διαχρονικά στο στόχαστρο της ακροδεξιάς. Και δεν μπορείς να λες, ότι τη Χρυσή Αυγή ανέθρεψαν τα θύματά της.

Με αυτήν την πολιτικοϊδεολογική συγκρότηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δίστασε να υπονοήσει, ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής καθυστερούσε με ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης, «βάλτωνε επί τεσσεράμιση χρόνια», «διευκολύνθηκε και επιταχύνθηκε η διαδικασία» από τη δική του κυβέρνηση. Δηλαδή, χωρίς ΝΔ δεν υπάρχει Δικαιοσύνη, είπε ο Πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος κατά τ' άλλα αποφεύγει να σχολιάζει αποφάσεις της Δικαιοσύνης.

Δεν είναι τυχαίες εδώ οι οιμωγές του Αντώνη Σαμαρά περί «αμηχανίας της Δικαιοσύνης» επί των ημερών του, όσον αφορά στη δίωξη της Χρυσής Αυγής. Όπως έχει αποδειχτεί, οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της εξουσίας δεν διστάζουν να αδειάζουν τους δικαστικούς λειτουργούς, ανάλογα με την τροπή που παίρνουν οι υποθέσεις των. 

Αν μη τι άλλο, όλα εξαιρετικά δείγματα της πλήρους διαστρέβλωσης των κανόνων και μιας γκεμπελικού τύπου προπαγάνδας, που παρεπιδημεί στα ημιδημόσια ήθη της χώρας, με το απροκάλυπτο ψεύδος να σκηνοθετείται ως κοινή λογική και το κοίταγμα στον καθρέφτη να απευθύνεται ως μομφή προς τον όποιο πολιτικό αντίπαλο, ακόμα και της ίδιας πλευράς.

Δυστυχώς, εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, ότι ο μητσοτακισμός στη νέα του αγιογραφημένη μορφή είναι αμετανόητος, παρά τις κινήσεις καλής θέλησης απ' τα αριστερά του, παρά τη διάθεση συναίνεσης απ' την αντιπολίτευση στα μεγάλα και σοβαρά θέματα, παρά την εμπειρία της χρεοκοπίας, για την οποία το βαθύ κράτος και οι χορηγοί του επιμένουν, να μην λογοδοτούν. Και παρά, βεβαίως, την πρότερη μητσοτακική εμπειρία στις αρχές του '90, την πρώτη σοβαρή απόπειρα διαγραφής των δημοκρατικών τετελεσμένων της μεταπολίτευσης.

Είναι μια κουλτούρα εξουσίας βαθιά ριζωμένη σε προνεωτερικό έδαφος, σε πρωτόγονα κοινωνικά συμβόλαια αρπαγής και νομής της εξουσίας με αγελαίους κανόνες. Προσομοιάζει σε λατινοαμερικανικού τύπου αυταρχισμό. Και οι καταγωγικές της συγγένειες αυτής της κουλτούρας δεν μπορούν ανιχνευθούν στον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, που υποτίθεται ότι διαπνέει τη ΝΔ, όσο κι αν (ελπίζει να) ψάχνει κανείς.

Τολμώ να πω, ότι δεν είναι καν απότοκο πρωτίστως ενός αναχρονιστικού αντικομμουνισμού. Οποιαδήποτε απελευθερωτική ιδεολογία ή χειραφετητική πολιτική έβρισκε στον διάβα του, το σύστημα αυτό θα επιχειρούσε να τη συντρίψει. Πρόκειται για αντιδιαφωτισμό στον πυρήνα του, μια αποκατάσταση της (άλλοτε προβληματικής) κυριαρχίας του ηγεμόνα απέναντι στον (προβληματικό σήμερα) κυρίαρχο λαό, μια άρνηση της κοινωνικής εξέλιξης, μια ιστορική απαίτηση για πάγιους, σκληρούς ταξικούς διαχωρισμούς που να διασφαλίζουν και να αναπαράγουν συγκεκριμένα δίκτυα εξουσίας. Είναι μία αντίληψη για το ίδιο το έθνος ως κοινότητας απαλλαγμένης από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της δημοκρατικής συμμετοχής, μια απολιτική συνθήκη που απαντά στα υπαρκτά αδιέξοδα της νεωτερικότητας με την αναστολή της ίδιας της νεωτερικότητας: μέχρι νεωτέρας δεν υπάρχει κοινωνία και δεν νοείται η κοινωνική κινητικότητα, που πρακτικά σημαίνει, ότι δεν μπορείς να ζήσεις με νόμιμη εργασία.

Τι νοείται; Αυτό που παρατηρούμε σε αναπτυσσόμενες, τριτοκοσμικές χώρες: μια αδιαμόρφωτη μάζα οικογενειακών και συντεχνιακών δικτύων, μοναδικός ρόλος της οποίας είναι, να αιτιολογεί στα μάτια των επικυρίαρχων δυνάμεων την ανάγκη πολιτικής ηγεσίας και ηγεμονίας των λεγόμενων «δέκα οικογενειών που κυβερνούν τη χώρα». Ότι, δηλαδή, είδαμε να προκύπτει από τη διάλυση κυρίαρχων κρατών στην ευρύτερη περιφέρεια του δυτικού κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου κάποιοι λίγοι νομιμοποιούνται να διατηρούν με το αζημίωτο το προνόμιο της πολιτισμικής επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, απ' τον οποίο αιμοδοτούνται, έχοντας στο κατόπι τους τους ιθαγενείς να χειροκροτούν και να διαβιούν σε διαβαθμίσεις εύνοιας, πάντα με τη συνδρομή των απαραίτητων lifestyle γελωτοποιών της εξουσίας, που κάνουν πιο ανεκτική την απώλεια νοήματος.

Δεν το θέλουμε ένα τέτοιο μέλλον. Καμία κοινωνία δεν το θέλει. Αλλά, και καμία κοινωνία δεν φαίνεται να αναλαμβάνει την προγραμματική ευθύνη της αναδιοργάνωσής της με όρους συμπερίληψης και συναγωνισμού, έχοντας παραδοθεί στις νόρμες των κοινωνικών αποκλεισμών και του οικονομικού ανταγωνισμού. Οι δε συνθήκες που επιβάλλει η υγεινομική κρίση και η συνακόλουθη οικονομική, προμηνύουν δράματα. Ήδη, εταιρείες ερευνών έχουν αρχίσει να μετρούν δημοσκοπικά αντιδράσεις για το ενδεχόμενο ενός νέου μνημονίου το 2026 με κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Είναι ηλίου φαεινότερον, ότι αυτές τις ημέρες επιχειρείται ένας συγχρονισμός των γενεαλογιών Σαμαρά και Μητσοτάκη, εν όψει των δύσπεπτων, προειλημμένων αποφάσεων στα ελληνοτουρκικά και των κοινωνικών αντιδράσεων που αναπόφευκτα θα πυροδοτήσει η ύφεση και οι ευρωπαϊκές πιέσεις. Η ερμηνεία Σαμαρά-Μητσοτάκη για τη δίκη της Χρυσής Αυγής προετοιμάζει το έδαφος για πολιτικές διώξεις  (αφήνει μια τέτοια επιλογή ως λύση, έστω, έσχατης ανάγκης). Κι αν σε κάποιον ετούτο φαίνεται ακραίο σενάριο, ας αναλογιστεί, τη χαρακτηριστική ευκολία με την οποία το ίδιο σύστημα εξουσίας μετέτρεψε το σκάνδαλο Novartis σε υπόθεση σύστασης εγκληματικής οργάνωσης από έναν υπουργό Δικαιοσύνης με απειλές ακόμα και κατά του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Κι αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα.

Όσο η Αριστερά επιμένει στον φραξιονισμό, σε μετεμφυλιακές ματαιώσεις, σε δικά της οράματα περί τέλους της ιστορίας και την επιτελεστικότητα ενός ρομαντικού λόγου που έχει αποκοπεί από τα έργα, το δημοκρατικό μέλλον του τόπου, θα τεθεί υπό πρωτοφανή αμφισβήτηση.

Διέλυσαν μια ειρηνική συγκέντρωση πολιτών, οι οποίοι ενώθηκαν κατά του φασισμού, ένα λεπτό μετά την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης που καταδίκαζε τους φασίστες. Κάποια φερέφωνα είπαν, ότι οι πολίτες αυτοί αποπειράθηκαν να επηρεάσουν τους δικαστές. Αυτό που φοβήθηκαν τα φερέφωνα, είναι η προθυμία των πολιτών να χειροκροτήσουν όχι την εξουσία αλλά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Γιατί, κι αυτήν την έχουν στερηθεί.


Πηγή: Facebook

ΠΗΓΗ: tvxs.gr

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Jenny΄s world