Tης Σώτης Τριανταφύλλου
Ακούω, αναγκαστικά, ραδιόφωνο – όλο το πρωί συνδικαλιστές και πολιτικοί ουρλιάζουν· προσπαθώ να καταλάβω, προσπαθώ να βγάλω άκρη.
Οι δημοσιογράφοι απευθύνονται σ’ εμάς, στο κοινό, όπως φαντάζομαι...
ότι απευθύνονται οι λιμενεργάτες σε άλλους λιμενεργάτες, ή οι νταλικέρηδες σε άλλους νταλικέρηδες («ρε παιδιά», «γαμώ το», «που να με πάρει και να με σηκώσει»).
Δεν έχω τίποτα εναντίον των λιμενεργατών και των νταλικέρηδων, έχω όμως εναντίον των δημοσιογράφων που, εκτός του ότι διψούν για αίμα, μεταχειρίζονται τον ακροατή σαν φιλαράκι τους με τον οποίον παίζουν σφαλιάρες.
Θα προτιμούσα, να καταργηθεί αυτή η οικειότητα που εμπνέεται από εκδηλώσεις όχλου·
οι δημοσιογράφοι, αντί να αντισταθμίζουν με νηφαλιότητα την επιρρέπεια στη βία, καλλιεργούν το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που υποφώσκει στην ελληνική κοινωνία από το 1949: χαϊδεύουν τα αυτιά του «λαού» επιδιδόμενοι σε υπερβολές, ψέματα, προτροπές και συνθήματα.
Το κεντρικό μας πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η σχέση μας με τους Ευρωπαίους, οι οποίοι συμπεριφέρονται σαδιστικο-υστερικά: οι λόγοι έχουν συζητηθεί· κι όσο περνάει ο καιρός και χάνονται οι ευκαιρίες της ολικής μεταρρύθμισης που κρίνεται απαραίτητη, η συμπεριφορά τους σκληραίνει περισσότερο.
Ποτέ δεν μας σέβονταν – τώρα μας περιφρονούν, παρότι είναι συνυπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει. Ίσως αν στη Γαλλία και στη Γερμανία υπήρχαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, να τυγχάναμε δικαιότερης και ηπιότερης αντιμετώπισης – όμως, ούτε στους σοσιαλδημοκράτες μπορούμε να αναθέσουμε τη σωτηρία μας.
Οφείλουμε να ενηλικιωθούμε και να σωθούμε μοναχοί μας: μεταρρυθμίζοντας την παιδεία και τον κρατικό μηχανισμό, δημεύοντας την εκκλησιαστική περιουσία, σταματώντας όλες τις αγορές οπλικών συστημάτων, αναγκάζοντας τους μεγαλοφοροφυγάδες να πληρώσουν τα χρέη τους. Και χρησιμοποιώντας ως διπλωματικό επιχείρημα έναντι των Ευρωπαίων, το ότι μπορούμε να ξηλώσουμε την ευρωζώνη σαν πλεχτό πουλοβεράκι...
Μέσα σ’ αυτή τη μολυσμένη ατμόσφαιρα έρχονται στην επιφάνεια τα χειρότερα χαρακτηριστικά «του λαού μας»: αιμοβόρα ένστικτα, νοσηρός ατομικισμός, αυτοκαταστροφικότητα, ανωριμότητα (τύπου Πίτερ Παν, Ζοζό και Όσκαρ Μάτσερατ), έλλειψη παιδείας.
Αντί, για παράδειγμα, να οργανωθεί μια ευρεία, χαμηλόφωνη αντίσταση που να συσπειρώνει τρία, τέσσερα, πέντε εκατομμύρια πολίτες με συγκεκριμένα αιτήματα και προτάσεις, δημιουργούνται πολλαπλές εστίες ζουγκλοποίησης οι οποίες δυσχεραίνουν τη συλλογική ζωή, δημιουργώντας, όπως λέμε, «χάος».
Σ’ αυτές τις εστίες δρουν οι καιροσκόποι, που καταπατούν κάθε υπόλειμμα κοινωνικού συμβολαίου, ώστε, όχι μόνο να μη χάσουν τα κεκτημένα, αλλά ενδεχομένως να κερδίσουν κάτι έξτρα.
Οι περισσότεροι Έλληνες φαίνονται, ως συνήθως, καθηλωμένοι στην παιδική ηλικία, επιπλέον όμως σήμερα αισθάνονται αποστερημένοι από έναν Πατέρα (έναν Καραμανλή senior, έναν Ανδρέα Παπανδρέου για να μην πούμε από έναν Γεώργιο Παπανδρέου).
Το αποτέλεσμα είναι η πεισματική-ιδεολογικοποιημένη ανομία και η επιρρέπεια σε φτηνιάρικες, βάναυσες και ολοκληρωτικές κοσμοθεωρίες. Μεγάλο μέρος των πολιτών φαίνεται έτοιμο για αιματοχυσία κάτω από πατριωτικά, προλεταριακά, φοιτητικά, «νεανικά», ακόμα και μαθητικά λάβαρα... Σε λίγο θα εμφανιστούν οι Κομσομόλοι...
Καταλύεται λοιπόν κάθε νομιμότητα στο όνομα μιας αμφίβολης αντίστασης: δεκαεξάχρονα παιδιά παίζουν με Καλάζνικοφ, ενώ καθηγητές, που κάποτε έβαζαν ως θέμα έκθεσης την καταραμένη «κοινωνία της κατανάλωσης», δεν αναρωτιούνται για τις αντιφάσεις τους: εφόσον παρακινούσαμε τα παιδιά να αποποιηθούν αυτή την κοινωνία, γιατί διαμαρτυρόμαστε τώρα για το τέλος της;
Θυμίζω, ότι παρόμοια ήταν η κατάσταση στη δημοκρατία της Βαϊμάρης από το 1919 μέχρι το 1933 κατά την οποία αναπτύχθηκε ο εθνικοσοσιαλισμός – ένα από τα μαζικότερα λαϊκά κινήματα στην ιστορία, που ενισχύθηκε και επιταχύνθηκε μετά την αποτυχημένη εξέγερση της ομάδας «Σπάρτακος».
Ο «λαός», για τον οποίον θρηνούν αδιαλείπτως η αριστερά, η «λαϊκή» δεξιά και μερίδα των δημοσιογράφων, είναι ικανός για εγκλήματα κατά του εαυτού του και της κοινότητας· μικρή απόδειξη το ότι η παραδοσιακή αριστερά παίρνει την πρωτοβουλία, στο σημερινό συγκείμενο, να «αποκαταστήσει» τον Νίκο Ζαχαριάδη και τον Άρη Βελουχιώτη: με τέτοια ινδάλματα, πρότυπα και ιστορικές αναφορές, είναι αναμενόμενη η αδιεξοδική εξαγρίωση – παρόμοια ψυχολογία και εκτίμηση των συσχετισμών οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49.
Αν αυτή είναι η προοπτική μας, αν εκεί θέλουμε να οδηγηθούν τα πράγματα, είμαστε απολύτως άξιοι της τύχης μας.
Και καθώς δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, εξαθλιωμένοι μετανάστες, περιθωριακοί κάθε είδους, εγκληματίες και κερδοσκόποι μπαίνουν στον ίδιο χορό με τους διεφθαρμένους συνδικαλιστές, επιδεινώνοντας μια κατάσταση που φαίνεται να μην επιδέχεται επιδείνωση.
Το κέντρο της Αθήνας συνθέτει τη μικρογραφία της κοινωνίας μας: αθλιότητα, ανομία, σύγχυση μεταξύ πολιτικής εξέγερσης και εγκληματικότητας.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες δεν έχουν ιερό και όσιο: ακούγοντας ραδιόφωνο (συνήθεια που ίσως με στείλει στον τάφο: καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό), μαθαίνω ότι προτείνουν φοροδάνεια, όπως παλιότερα πρότειναν δάνεια για διακοπές και αγορά gadgets!
Το χειρότερο είναι, ότι, δεδομένων των «μέτρων», δεν θα είναι λίγοι αυτοί που θα τα ζητήσουν αυτά τα φοροδάνεια... Ο μύθος του Σισύφου ζωντανεύει.
Ο άνθρωπος, ως ον γενικά, προσπαθεί να βάλει τάξη στο χάος, ώστε να ευτυχήσει.
Σήμερα, οι Έλληνες συμμετέχουν στη δημιουργία χάους: με ύφος και χειρονομίες επιθετικού θύματος αναδεικνύουν άτυπους ηγέτες (δημαγωγούς των trash μέσων ενημέρωσης, κραυγαλέους ψευτοεπαναστάτες εντός και εκτός κοινοβουλίου), που έχουν στόχο την πλήρη αποσύνθεση, την όξυνση των αντιθέσεων μέχρι το σημείο θραύσης.
Αυτό, συμπολίτες, δεν σημαίνει μόνο πείνα, σημαίνει πόλεμο.
ATHENSVOICE
ΠΗΓΗ: radar-gr