Tης Mαριάννας Tζιαντζή
«Αν πεθάνει ο παππούς, τη βάψαμε», λέει με απελπισία μια μεσόκοπη κυρία. Δεν εννοεί, ότι όλη η οικογένεια θα βυθιστεί στο πένθος, αλλά ότι θα χαθεί η μοναδική πηγή εισοδήματος, αφού σε αρκετές περιπτώσεις μία (1) σύνταξη...
καλύπτει τουλάχιστον τα έξοδα της διατροφής μιας οικογένειας με δύο ή περισσότερους ανέργους.
Ενα κύμα στοργής πλημμυρίζει πολλά ελληνικά σπίτια και το αντικείμενό της είναι ο/η συνταξιούχος της οικογένειας, η γερασμένη χρυσοτόκος όρνιθα που, πάση θυσία, πρέπει να ζήσει για να ζήσουμε κι εμείς. Μπορεί ο παππούς ή η ηλικιωμένη μητέρα να είναι ανήμποροι, ακόμα και κατάκοιτοι, όμως η σύνταξη, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, τρέχει, έστω και ψαλιδισμένη.
Είναι τεράστια η διαφορά ανάμεσα στο «κάτι» και στο τίποτα.
Πέρασε ο καιρός που πολλοί πάρκαραν τους γέροντες γονείς σε κάποιον οίκο ευγηρίας ή έπαιρναν μια «γυναίκα» (ο όρος «κυρία» χρησιμοποιείται σπάνια) από τη Γεωργία ή τη Βουλγαρία για να τον προσέχει. Τώρα τα γηροκομεία αδειάζουν, τουλάχιστον αυτό λένε οι φήμες που δεν μπορούν να διασταυρωθούν, αφού καμία επιχείρηση δεν παραδέχεται ότι έχει αναδουλειές, ενώ πολλά ώριμα τέκνα συνταξιούχων αναγκάζονται να σουτάρουν την αλλοδαπή γηροκόμο / οικιακή βοηθό και να αναλάβουν αυτοπροσώπως τη φροντίδα ή μάλλον τη συντήρηση του ηλικιωμένου.
Να λοιπόν που η κρίση μάς φέρνει πιο κοντά και ίσως αυτό να εννοούν, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το Mνημόνιο δεν είναι συμφορά, αλλά μια ευκαιρία να αλλάξουμε, να ξεπεράσουμε τον κακό εαυτό μας.
Σχέσεις στοργής ή σχέσεις ανάγκης; Οι στατιστικές δείχνουν ότι σε περιόδους κρίσης τα διαζύγια μειώνονται, καθώς τα ζευγάρια συγκατοικούν, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και όχι γιατί δεν μπορεί να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλον. Το ίδιο ισχύει και για τους ώριμους γιους ή κόρες που επιστρέφουν στο πατρικό τους, όπου είτε ξαναβρίσκουν το εφηβικό τους δωμάτιο, είτε βολεύονται σε έναν καναπέ-κρεβάτι στο καθιστικό.
Ομως, τα κλειδιά της βασιλείας τα κρατάει ο συνταξιούχος.
Δεν πρέπει να τον κακοκαρδίζουμε, αλλά ούτε και να υποκύπτουμε σε εκείνες τις επιθυμίες του που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία του. (Οχι, μαμά, δεν θα φας παγωτό!).
Συχνά στα χρόνια της Κατοχής, οι οικογένειες δεν δήλωναν τον θάνατο κάποιου μέλους τους, το έθαβαν κρυφά μόνο και μόνο να μη στερηθούν το πολύτιμο δελτίο τροφίμων. Οι πεθαμένοι έτρεφαν τους ζωντανούς, όμως τώρα τους τρέφουν κάποιοι που βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου. Ενώ η ανεργία γενικά μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης, η κρίση ίσως εξασφαλίσει τη μακροζωία, τουλάχιστον για ορισμένες κατηγορίες ηλικιωμένων, διαψεύδοντας την κωμωδία «Πέτα τη μαμά από το τρένο».
Ασφαλώς, δεν γίναμε μια κοινωνία που ζει από το αίμα των γερόντων, ενώ παρατηρείται και το αντίθετο φαινόμενο, δηλαδή των παιδιών που βοηθούν οικονομικά τους γονείς τους, καθώς η σύνταξη των δεύτερων δεν επαρκεί για μια αξιοπρεπή ζωή.
Επίσης δεν γίναμε μια κοινωνία τρωκτικών, καθώς το άρμεγμα της σύνταξης μπορεί να συνυπάρχει με γνήσια αισθήματα αγάπης για τον τροφοδότη.
Ολα δοκιμάζονται στις μυλόπετρες της κρίσης.
Η ανιδιοτέλεια και η αλληλεγγύη, η καρτερία, η λύσσα για επιβίωση, η αυτο-επιβεβαίωση («το έλεγα εγώ!»), ο αυτοσεβασμός, η περηφάνια. Ο έρωτας, η οικογένεια, η φιλία δεν εξαιρούνται.
Το πόσο θα αντέξουμε, το πώς θα σταθούμε δεν εξαρτάται μόνο από τα ατομικά ψυχικά και ηθικά μας αποθέματα, αλλά και από τον άνεμο που φυσάει γύρω μας.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr