Του Robert Skidelsky
Ο Αυστριακός οικονομολόγος Φρίντριχ φον Χάγιεκ, που πέθανε το 1992 σε ηλικία 93 ετών, είχε παρατηρήσει κάποτε, ότι για να έχει κανείς τον τελευταίο λόγο, πρέπει απλά να ζήσει για περισσότερο καιρό από τους αντιπάλους του...
Είχε την τύχη να ζήσει 50 χρόνια περισσότερα από τον Κεϊνς και να διεκδικήσει με αυτό τον τρόπο μια μεταθανάτια νίκη απέναντι στο μεγάλο του αντίπαλο, που όσο ζούσε τον είχε ταπεινώσει πνευματικά.
Η αναγνώριση του Χάγιεκ ήρθε στη διάρκεια της δεκαετίας του '80, όταν η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ αποφάσισε να δανειστεί σειρά αποφθεγμάτων από το βιβλίο του «Δρόμος προς τη Δουλεία» (1944), μια κλασική επίθεση ενάντια στον κρατικό παρεμβατισμό. Αλλά στην οικονομία δεν υπάρχουν ποτέ τελεσίδικες ετυμηγορίες.
Ενώ η υπεράσπιση του συστήματος της αγοράς από τον Χάγιεκ ενάντια στην αναποτελεσματικότητα του κρατικού παρεμβατισμού κέρδιζε συνεχώς έδαφος, η άποψη του Κέϊνς ότι τα συστήματα της αγοράς απαιτούν συνεχή κρατική «σταθεροποίηση» παρέμεινε ισχυρή σε υπουργεία οικονομικών και κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο.
Και οι δύο απόψεις, ωστόσο, επισκιάστηκαν από της «ορθολογικές προσδοκίες» της σχολής του Σικάγο, που κυριάρχησαν στα οικονομικά πράγματα τα τελευταία 25 χρόνια. Με τους «παίκτες» της οικονομίας να διαθέτουν, υποτίθεται, την υπέρτατη γνώση και την τέλεια πληροφόρηση για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, θα ήταν αδύνατο να οδηγηθούμε σε κρίση του συστήματος, εκτός αν ήταν αποτέλεσμα ατυχημάτων και εκπλήξεων που υπερβαίνουν τις δυνατότητες της οικονομικής θεωρίας.
Η παγκόσμια οικονομική κατάρρευση του 2007-2008 απαξίωσε την οικονομική επιστήμη των «ορθολογικών προσδοκιών», και έφερε ξανά τον Κέινς και τον Χάγιεκ σε μια μεταθανάτια διαμάχη. Οι λόγοι δεν έχουν αλλάξει και πολύ από την αρχή της διαφωνίας τους με αφορμή τα επιχειρήματά τους για τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930.
Τι προκαλεί την κατάρρευση των οικονομιών της αγοράς; Ποια είναι η σωστή αντιμετώπιση; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί μια εκ νέου κατάρρευση στο μέλλον;
Για τον Χάγιεκ, όπως το διατύπωσε τη δεκαετία το 1930, και για τους σημερινούς οπαδούς του, η «κρίση» προκύπτει από την υπερεπένδυση σε συνδυασμό με το χαμηλό απόθεμα καταθέσεων, ένα «κοκτέιλ» που καθίσταται δυνατό μόνο χάρη στην υπερβολική πιστωτική επέκταση. Οι τράπεζες δανείζουν με μικρότερα επιτόκια από αυτά που θα ζητούσαν οι πραγματικοί αποταμιευτές, κάνοντας ελκυστικά πάσης φύσεως επενδυτικά σχεδία.
Αλλά επειδή οι επενδύσεις αυτές δεν αποτυπώνουν την προτίμηση των οικονομικών δυνάμεων υπέρ της μελλοντικής, και όχι της τρέχουσας κατανάλωσης, οι απαραίτητες καταθέσεις για την ολοκλήρωση τους δεν είναι διαθέσιμες όταν πρέπει.
Οι επενδύσεις μπορούν να επιβιώσουν μόνο για ένα διάστημα με ενέσεις ρευστού από την κεντρική τράπεζα. Όμως, αυτοί που συμμετέχουν στην αγορά, συνειδητοποιούν τελικά πως δεν υπάρχουν αρκετές καταθέσεις για να συμπληρώσουν το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων. Σε αυτό το σημείο το «ράλι» γίνεται φιάσκο, και η φούσκα σπάει.
Κάθε τεχνητή φούσκα εμπεριέχει έτσι τους σπόρους για την ίδια της την καταστροφή. Η λύση απαιτεί ρευστοποίηση των κεφαλαίων που έχουν κατανεμηθεί λανθασμένα, μείωση της κατανάλωσης και αύξηση της αποταμίευσης.
Ο Κέινς - και οι σύγχρονοι Κεϊνσιανιστές - θα υποστήριζε ότι η αιτία της κρίσης προέρχεται από την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: η υποεπένδυση σε σχέση με το απόθεμα καταθέσεων, η οποία θα οδηγήσει σίγουρα σε κατάρρευση των προσδοκιών κέρδους. Και πάλι η κατάσταση μπορεί να σταθεροποιηθεί, προσφεύγοντας στη χρηματοδότηση του καταναλωτικού χρέους, αλλά αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική μόχλευση και τον περιορισμό των αγορών των καταναλωτών.
Πράγματι, και οι δύο ερμηνείες για την προέλευση της κρίσης δε διαφέρουν και τόσο, ενώ βασικό ρόλο και στις δύο εκδοχές παίζει η υπερχρέωση. Αλλά τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι δύο θεωρίες είναι πολύ διαφορετικά.
Ενώ για τον Χάγιεκ η ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει ρευστοποίηση των υπερβολικών επενδύσεων και αύξηση των αποταμιεύσεων, για τον Κέινς η λύση συνίσταται στη μείωση της τάσης για αποταμίευση και αύξηση της κατανάλωσης, προκειμένου να στηριχθούν οι προσδοκίες κέρδους των εταιρειών.
Ο Χάγιεκ ζητά περισσότερη λιτότητα, ενώ ο Κέινς περισσότερες δαπάνες.
Σε αυτό το σημείο έχουμε ένα στοιχείο για να κατανοήσουμε, γιατί ο Χάγιεκ έχασε τη μεγάλη μάχη με τον Κέινς τη δεκαετία του '30. Η πολιτική της λιτότητας που ήταν εισηγήθηκε ήταν κάτι παραπάνω από πολιτικά καταστροφική: ουσιαστικά η θεωρία του έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας.
Όπως παρατήρησε ο Κέινς, αν όλοι, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών, των εταιρειών και των κυβερνήσεων, προσπαθήσουν ταυτόχρονα να εξοικονομήσουν χρήματα, δε θα υπάρχει μετά κανένας τρόπος να σταματήσει η οικονομία να φθίνει, μέχρις ότου οι άνθρωποι γίνουν τόσο φτωχοί, ώστε να μην μπορούν πλέον να αποταμιεύσουν.
Αυτό το αδύναμο σημείο της συλλογιστικής του Χάγιεκ εξηγεί γιατί οι περισσότεροι οικονομολόγοι εγκατέλειψαν το στρατόπεδο του και πήραν το μέρος του Κέινς, και των πολιτικών δημοσιονομικής τόνωσης που πρότεινε. Όπως έλεγε ένας οικονομολόγος, η θεωρία του Χαγιεκ «σου συστηνει να μην δώσεις κουβέρτα και λίγο τονωτικό καφέ η αλκοόλ σε έναν μεθυσμένο άνθρωπο, που έχει μόλις πέσει σε μια παγωμένη λίμνη, με το σκεπτικό πως έπαθε το ατύχημα επειδή είχε πυρετό»!
Αν δεν είσαι φανατικός οπαδός του Χάγιεκ, είναι προφανές ότι τα συντονισμένα παγκόσμια πακέτα τόνωσης του 2009 απέτρεψαν την πτώση σε μια νέα Μεγάλη Ύφεση.
Σίγουρα, το κόστος για τη διάσωση των τραπεζών και την επιβίωση των οικονομιών τους είχε ως αποτέλεσμα για πολλές κυβερνήσεις τον περιορισμό ή ακόμη και την καταστροφή της πιστοληπτικής τους ικανότητας.
Ωστόσο, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο από τους ειδικούς, ότι ο συνδυασμός λιτότητας στον δημόσιο τομέα με χαμηλές επενδύσεις στον ιδιωτικό οδηγεί σίγουρα σε χρόνια στασιμότητας, αν όχι σε περαιτέρω κατάρρευση.
Επομένως, η πολιτική θα πρέπει να αλλάξει. Για την Ευρώπη δε μπορούμε να ελπίζουμε και πολλά. Στη Αμερική, το ερώτημα είναι αν ο πρόεδρος Ομπάμα μπορεί να φανεί αντάξιος του προέδρου Ρούσβελτ.
Για την αποφυγή μια παρόμοιας κρίσης στο μέλλον, οι οπαδοί του Κέινς θα υποστήριζαν την ενίσχυση των εργαλείων της μακροοικονομικής διαχείρισης. Οι οπαδοί του Χάγιεκ δε θα είχαν τίποτα λογικό να προτείνουν, καθώς είναι ήδη πολύ αργά για κάποια από τις συνηθισμένες λύσεις τους, όπως η κατάργηση των κεντρικών τραπεζών, που υποτίθεται πως φταίνε για την υπέρ-χρηματοδότηση. Ακόμα και μια οικονομία χωρίς κεντρικές τράπεζες θα υπόκειται σε λάθη λόγω αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Και μια στάση αδιαφορίας για τις κοινωνικές συνέπειες αυτών των λαθών δεν είναι μόνο κακή πολιτική, αλλά και κακή ηθική στάση.
Συνεπώς, όσο κι αν διακρίθηκε σαν φιλόσοφος της ελευθερίας, ο Χάγιεκ άξιζε να χάσει τη μάχη από την Κέινς. Όπως αξίζει να χάσει και το επαναληπτικό ματς, τώρα που η διαμάχη τους αναβιώνει.
* Ο Robert Skidelsky είναι μέλος της Βουλής των Λόρδων και επίτιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Warwick.
ΤΟ ΒΗΜΑ/ The Project Syndicate