Του Παύλου Τσίμα
Δύσκολοι καιροί για την πολιτική.
Κι όχι μόνο στην Ελλάδα.
Από τη μια, οι πολιτικοί έχουν τις «αγορές» να τους σέρνουν από τη μύτη. Και να τους δείχνουν διαρκώς τα δόντια τους - όπως το έκαναν δύο φορές αυτές τις ήσυχες ημέρες του Αυγούστου.
Πρώτα στην Αμερική, όπου άφησαν Δημοκρατικούς και...
Ρεπουμπλικανούς να τσακώνονται επί μέρες για το όριο χρέους και, όταν ο συμβιβασμός επετεύχθη, μια προειδοποιητική τορπίλη, με τη μορφή της υποβάθμισης από τον οίκο S&P, ήρθε να σκάσει όλα τα μπαλόνια της γιορτής.
Κι έπειτα στην Ευρώπη, όπου οι «αγορές» έπαιξαν τόσο με τα ιταλικά και τα γαλλικά ομόλογα, όσο να υποχρεώσουν τον Σαρκοζί να χαλάσει τις διακοπές του με την Κάρλα και να βάλουν τον Μπερλουσκόνι να τρέχει καλοκαιριάτικα πίσω από πακέτα λιτότητας, αντί ανήλικων πορνοστάρ.
Στο μεταξύ, ο μεγάλος ευρω-συμβιβασμός της 21ης Ιουλίου θεωρείται ήδη παρελθόν.
Από την άλλη, οι πολιτικοί βλέπουν τις κοινωνίες τους να γλιστρούν προς την άβυσσο μιας γενικής δυσπιστίας και δυσθυμίας, που αγγίζει τα όρια της εξέγερσης.
Ο πλούσιος ευρωπαϊκός Βορράς βρέχεται από τα κύματα μιας συντηρητικής εξέγερσης, σαν το «τσάι πάρτι» να μετακόμισε στην απ' εδώ όχθη του Ατλαντικού, ξενοφοβικό και αντι-ευρωπαϊκό.
Και στον Νότο - αλλά και στα βρετανικά νησιά, όπου η λιτότητα βαθαίνει ένα ήδη μεγάλο χάσμα κοινωνικών ανισοτήτων - η απελπισία των αποκλεισμένων (των νέων κυρίως) συναντά την αγανάκτηση μικρο- και μεσο-αστικών στρωμάτων, που ζουν με τον τρόμο της κοινωνικής πτώσης, για να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά εύφλεκτο μείγμα, που απειλεί να κάψει ευρωπαϊκές πόλεις, όπως τα αυτοκίνητα που καίγονταν τις βερολινέζικες νύχτες του Αυγούστου.
Είναι φανερό ότι η Πολιτική πληρώνει μια διπλή, διαλυτική διαδικασία που συντελείται, τριάντα χρόνια τώρα, με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Η μια όψη είναι, ότι η αγορά του χρήματος, η βιομηχανία των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, χάρις στην πλήρη απορρύθμισή της, μετατράπηκε από υπηρέτιδα της παραγωγικής οικονομίας, σε δυνάστη της. Ενα «τέρας», όπως το ονόμασε ένας παλιός τραπεζίτης, με ένστικτα «αγέλης λύκων».
Το τέρας κουλουριάστηκε στα πόδια των πολιτικών πριν από τρία χρόνια, όταν η πτώση της Lehman απείλησε τις αγορές με αφανισμό, σώθηκε χάρις στη γενναιοδωρία των δημόσιων θησαυροφυλακίων κι έπειτα, αφού οι πολιτικοί άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να του περάσουν μια αλυσίδα στον λαιμό, όσο το είχαν στα πόδια τους, αφέθηκε ελεύθερο να τρέφει τα βασικά του ένστικτα, προετοιμάζοντας μια δεύτερη καταστροφή - χειρότερη από του 2008, όπως πολλοί φοβούνται.
Η κεντρική ιδέα της μεταπολεμικής συναίνεσης - να εξασφαλιστεί με κάθε κόστος μια στέρεη σύνδεση των αξιών και των συμφερόντων των μεσοαστικών στρωμάτων με τους δημοκρατικούς θεσμούς, ώστε να μην ξαναζήσει ο κόσμος τις συνέπειες της στρατολόγησής τους από τον φασισμό του μεσοπολέμου - ξεχάστηκε.
Το τίμημα ήταν, πρώτα, η πολιτική αδιαφορία, η απόσυρση από τα κοινά, και τώρα πια, η αγανάκτηση κατά των πολιτικών, τα κινήματα της μούντζας, η μετατροπή των α-πολιτικών σε αντι-πολιτικούς.
Αν η ανάλυση αυτή είναι σωστή, τότε είναι φανερό ότι τα βάσανα της Πολιτικής δεν είναι πρόσκαιρα, εφήμερα, δεν τα γεννά η συγκυρία, ούτε συνδέονται με τα λειψά προσόντα του εν ενεργεία πολιτικού προσωπικού, που τόσο αγαπάμε να περιφρονούμε.
Συνδέονται με προκλήσεις που έχουν βάθος δεκαετιών και η υπέρβασή τους απαιτεί τομές αντίστοιχου βάθους.
Είναι ώρα να θυμηθούμε τον Μαξ Βέμπερ που, σε μια αντίστοιχη εποχή αναταραχής, έλεγε πως:
η πολιτική είναι σαν να τρυπάς, με το χέρι, μια σκληρή σανίδα με καρφί, χρειάζεται σχέδιο, πάθος και υπομονή, θέλει ηγέτες «με ψυχική στερεότητα, ώστε να αψηφούν ακόμη και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους».
ΠΗΓΗ: tanea.gr