Γράφει η Ζέζα Ζήκου
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με οδύνη συνειδητοποιεί ότι έχει συρθεί σε δημοσιονομικά «λασπώδη νερά», αγοράζοντας κρατικά ομόλογα από υπερχρεωμένες χώρες, όπως... η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία και δεν μπορεί να απεμπλακεί.
Ολα αυτά κάνουν την ΕΚΤ να θέλει ακόμη περισσότερο να διακηρύξει τον ρόλο της ως πολέμιας του πληθωρισμού, οπότε έχει ήδη σπεύσει χωρίς καθυστέρηση να αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ.
Ανεξαρτήτως, πάντως, των επιχειρημάτων της, η ΕΚΤ με μια νέα αύξηση επιτοκίων, όχι σήμερα αλλά ενδεχομένως τον Ιούνιο, θα επιδεινώσει το διογκούμενο χάσμα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης με τα σθεναρά δημόσια οικονομικά και εκείνων της περιφέρειας, οι οποίες έχουν επωμιστεί πολύ υψηλά χρέη.
Στη Γερμανία, η αύξηση δεν θα σημάνει τίποτε. Στην Ισπανία, θα πλήξει τα νοικοκυριά με τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου και στην Ελλάδα θα κλονιστούν σχεδόν τα πάντα.
Oτι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει κατάσταση εφιαλτικής ανάγκης είναι μια αλήθεια διακηρυγμένη από την πραγματικότητα.
Οταν οι δανειστές μας, και όχι εμείς, καθορίζουν τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται η χώρα, είναι σαφές ότι έχουν κάθε λόγο να βάζουν κακούς βαθμούς στη φερεγγυότητα του ελληνικού Δημοσίου, ανεβάζοντας έτσι το κόστος δανεισμού.
Ωστόσο, τώρα ευθέως αμφισβητείται και η ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να υποκαταστήσουν τη χρηματοδότηση που ώς τώρα απολαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ηδη έχουν ενεργοποιηθεί τα γνωστά κερδοσκοπικά κεφάλαια και τα αδίστακτα επενδυτικά Funds -ευρωπαϊκά και αμερικανικά- τα οποία προβαίνουν σε σφοδρές κερδοσκοπικές επιθέσεις εις βάρος των ελληνικών τίτλων και των τραπεζικών μετοχών.
Οταν η ΕΚΤ άνοιξε την κάνουλα των ευρώ ούτε η εσωτερική μας ζήτηση έπεφτε όσο αλλού, ούτε οι ελληνικές τράπεζες είχαν κλονιστεί όπως άλλες. Καθώς επιδίωκε όμως την ανάσχεση της διεθνούς κρίσης στην Ευρωζώνη, διευκόλυνε την κυβέρνηση Καραμανλή να συνεχίσει να δανείζεται υπέρογκα.
Χωρίς αυτήν την «παρενέργεια» των έκτακτων μέτρων της ΕΚΤ, η χώρα μας θα είχε εξαναγκαστεί πολλούς μήνες νωρίτερα να περιορίσει τον δημόσιο δανεισμό και το κόστος του.
Κυρίως, όμως, εξυφαίνεται μια συνεχής κινδυνολογία στον διεθνή Τύπο που τροφοδοτεί την κερδοσκοπία. Ο καταιγισμός των δημοσιευμάτων για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους, έχει ενταθεί ξανά. Δεν χωρεί όμως αμφιβολία ότι η τάση του κόστους του δανεισμού θα είναι εφεξής ανοδική.
Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη να μειωθούν τα ελλείμματα, να μπουν οι βάσεις για να αρχίσει να μειώνεται το χρέος είναι πια επιτακτική, αν θέλουμε να περισσέψουν πόροι για δημόσιες πολιτικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές, περιβαλλοντικές.
Αλλά αυτό συνεπάγεται αφαίρεση εισοδήματος τώρα, μέσα από τη φορολογία και μέσα από συμπίεση των δημοσίων δαπανών, αλλιώς δεν γίνεται.
Αν δανεισμός σήμαινε να ξοδεύουμε σήμερα αυριανό εισόδημα, μείωση του χρέους σημαίνει, αντίστροφα, ότι για να το αποπληρώνουμε αφαιρούμε ένα μέρος από το σημερινό μας εισόδημα.
Ο δανεισμός, σωστή πρακτική όταν διοχετεύεται σε επενδύσεις που βελτιώνουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, αυξάνει την απασχόληση και το παραγόμενο εισόδημα από το οποίο αποπληρώνεται, δεκαετίες τώρα σε εμάς μάλλον καταναλωτικές ανάγκες κάλυπτε και σωρευόταν. Από εδώ προκύπτει η τωρινή δυσκολία.
Το καίριο ερώτημα είναι πού θα αναζητηθεί - ξανά εκ νέου - το προς αφαίρεση εισόδημα, μέσα από ποιες ανακατανομές στην κοινωνία.
Εύλογα, αφού κοινωνία και κράτος συγκροτούνται από αντιτιθέμενα συμφέροντα.
Αν δεν προταθούν συγκεκριμένες ανακατανομές εισοδημάτων και πόρων, τότε θα μείνουν οι συγκρούσεις.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr