17 Απρ 2011

Η μυστική διπλωματία των... δανειστών. Του Χρ. Ζιώτη

Μετά την αποτυχία της κυβέρνησης να πείσει τις αγορές ότι θα καταφέρει να αντιμετωπίσει το «θηρίο» του δημόσιου χρέους, πολλοί σπεύδουν να... προεξοφλήσουν ως μονόδρομο τη «διπλωματία των δανειστών».

Είναι αυτό που συνήθως αποκαλείται συναινετική αναδιάρθρωση του χρέους. Η επιλογή αυτού του δρόμου γίνεται πάντα σε συνεννόηση και συμφωνία με τους δανειστές του κράτους. Εξαιρέσεις στον κανόνα υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η αναδιάρθρωση του χρέους στην Αργεντινή, ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο φαίνεται να έχει αποκλειστεί για την περίπτωση της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, επισήμως διαψεύδει κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο.
Οι αγορές, όμως, φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο, με αποτέλεσμα οι όροι δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο να επιδεινώνονται καθημερινά. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου στη δευτερογενή αγορά ξεπέρασε κάθε προηγούμενο την περασμένη εβδομάδα, σκαρφαλώνοντας μια ανάσα από το 14%!
Η «βοήθεια», που προσέφερε η Ε.Ε. στις δύο συνόδους κορυφής του περασμένου μήνα, αποδεικνύεται πλέον ότι ήταν από ανεπαρκής έως ανύπαρκτη... Μάλιστα, με την απόφαση της 25ης Μαρτίου, η Ε.Ε. έβαλε πρώτη φορά στο «τραπέζι» το εργαλείο της αναδιάρθρωσης του χρέους, δίνοντας όμως τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να το χρησιμοποιήσουν μετά το 2013.

Ο νέος μηχανισμός διάσωσης (ESM), που θα τεθεί σε λειτουργία από αυτή τη χρονιά, δεν είναι αυτονόητο ότι θα προσφέρει «αφειδώς» τη στήριξη που χρειάζεται η Ελλάδα, για να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος της. Τα κεφάλαια που απαιτούνται για το σκοπό αυτόν δεν είναι ουδόλως ευκαταφρόνητα, καθώς οι δανειακές ανάγκες της χώρας την τριετία 2012-2015 φθάνουν τα 224,3 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 201,4 δισ. ευρώ τα οφείλουμε στους δανειστές μας για την αποπληρωμή του χρέους. Ετσι, μόνο η εξυπηρέτησή του, χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλες ανάγκες της δημόσιας διοίκησης και της λειτουργίας του κράτους, προκαλούν στη χώρα ασφυξία.

Ο νέος μηχανισμός, δημιουργεί έναν «οδικό χάρτη», που επιτρέπει στα κράτη-μέλη, προτού ενταχθούν σε αυτόν, να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του χρέους τους. Ομως, το 2013 είναι ακόμη πολύ μακριά, αν ληφθεί υπόψη ότι η χώρα μας -για να εξυπηρετήσει το χρέος της- πρέπει να αντλήσει από τις αγορές μόνο το 2012 περίπου 40,3 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 13,6 δισ. ευρώ μπορεί να τα αντλήσει με εκδόσεις εντόκων γραμματίων, όπως σήμερα. Απομένουν όμως άλλα 26,7 δισ. ευρώ, τα οποία με τις συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες στην αγορά, είναι μάλλον απίθανο ότι θα μπορέσει να τα δανειστεί από αυτές.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνεννόηση με τους δανειστές της χώρας προβάλλει ως αναπόδραστη. Η λύση αυτή μπορεί να πάρει δύο μορφές:
Η πιο δραστική αφορά στο λεγόμενο «κούρεμα» των ομολόγων, δηλαδή στη μείωση της ονομαστικής αξίας τους.
Η πιο ήπια μπορεί να λάβει τη μορφή του «reprofiling» των κρατικών τίτλων. Η δεύτερη αυτή επιλογή γίνεται, είτε με αλλαγή του επιτοκίου, είτε με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής τους.

Και στις δύο περιπτώσεις, η χώρα -αν αποκλείσουμε το ενδεχόμενο στάσης πληρωμών κατά το υπόδειγμα της Αργεντινής- πρέπει προηγουμένως να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές της, οι οποίοι θα δεχθούν να ανταλλάξουν τα ομόλογα που έχουν, με τα νέα που θα εκδώσει η χώρα.

1. «Κούρεμα» ομολόγων

Στην περίπτωση λοιπόν που προκριθεί η λύση αυτή, οι δανειστές πρέπει να συμφωνήσουν για το «μέγεθος του κουρέματος». Αν, για παράδειγμα, το κούρεμα είναι ύψους 25%, σημαίνει ότι οι επενδυτές που έχουν σήμερα στα χέρια τους 10ετή ομόλογα, των οποίων η τιμή είναι στις 65 μονάδες βάσης (δηλαδή, αν πουλήσουν τον τίτλο στη δευτερογενή αγορά θα πάρουν 65 ευρώ, ενώ η ονομαστική του αξία ήταν 100 ευρώ, χάνοντας έτσι 35 ευρώ, αν τον είχαν αγοράσει στην ονομαστική του αξία), θα το ανταλλάξουν με νέα ομόλογα, αλλά με σχέση 75 προς 100. Δηλαδή, ανά 75 ευρώ παλαιών ομολόγων ο επενδυτής θα λαμβάνει ένα καινούργιο, το οποίο θα έχει ονομαστική αξία 100. Με τον τρόπο αυτό, ο επενδυτής θα χάσει μόνο 25 ευρώ από το κεφάλαιό του. Αν το «κούρεμα» είναι 10%, θα χάσει 10 ευρώ κ.ο.κ.

Η λύση αυτή είναι η πλέον δραστική, γιατί μειώνει ονομαστικά το συνολικό χρέος κατά το ποσοστό του «κουρέματος». Για παράδειγμα, αν το «κούρεμα» ήταν 25%, το χρέος θα υποχωρούσε από τα 340 στα 260 δισ. ευρώ (τα έντοκα ύψους 20 δισ. ευρώ εξαιρούνται).
Ταυτοχρόνως, όμως, αποτελεί και την πλέον επώδυνη λύση για τράπεζες, αλλά και ασφαλιστικά ταμεία. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν στα χαρτοφυλάκιά τους ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ύψους περίπου 40-50 δισ. ευρώ, με τη μερίδα του λεόντος (18 δισ. ευρώ) να τα κατέχει η Εθνική.

Στην περίπτωση που αποφασιστεί ένα «κούρεμα» 20%, οι τράπεζες θα υποστούν ζημιά περίπου 10 δισ. ευρώ. Την «τρύπα» αυτή, που θα προκληθεί στα κεφάλαια, μπορεί να την καλύψει με την προίκα που διαθέτει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το πρόβλημα όμως γίνεται οξύτερο, στην περίπτωση που το «κούρεμα» είναι μεγαλύτερο.
Ομως, ακόμη και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις τράπεζες και το πιθανότερο είναι ότι θα σπεύσει να αυξήσει τους πόρους του ταμείου.

Οι πληγές που θα προκαλέσει το «κούρεμα» στα ασφαλιστικά ταμεία είναι πολύ πιο δύσκολο να επουλωθούν.
Η ζημιά, την οποία θα υποστεί η περιούσια των ταμείων από τη μείωση της αξίας των ομολόγων που διαθέτουν στο χαρτοφυλάκιό τους (υπολογίζονται στα 20 δισ. ευρώ), σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, δεν μπορεί να καλυφθεί από κάποιο θεσμικό φορέα.

2. Ηπια αναδιάρθρωση

Μια τέτοια εκδοχή της αναδιάρθρωσης, η οποία φαίνεται να συγκεντρώνει και τη μεγαλύτερη αποδοχή, δεν προκαλεί ζημιά στους επενδυτές (οι οποίοι και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να συναινέσουν), αλλά ούτε μειώνει το μέγεθος του δημόσιου χρέους.
Δηλαδή, τα χρωστούμενα θα παραμείνουν αλώβητα στα 340 δισ. ευρώ., αλλά για τη χώρα το όφελος θα είναι ότι θα πετύχει μία αναπροσαρμογή του χρονικού ορίζοντα για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Ετσι, θα έχει στη διάθεσή της πόρους, οι οποίοι θα μπορούν να αξιοποιηθούν στην ανάπτυξη.

Η ήπια αναδιάρθρωση γίνεται συνήθως με επιμήκυνση του χρόνου λήξης του ομολόγου, η οποία μπορεί να συνοδεύεται και από μείωση του επιτοκίου του. Η λύση αυτή επηρεάζει ελάχιστα την αποτίμηση του ομολόγου, με αποτέλεσμα οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές να μην υποστούν απώλειες.

ΠΗΓΗ: enet.gr