Οταν θα γράφεται η ιστορία του χορού του 20ού αιώνα, η Μάγια Πλισέτσκαγια θα φιγουράρει στις πρώτες σειρές.
Ποδοσφαιρόφιλη (!), κομψή (ο Πιέρ Καρντέν παινευόταν ότι είναι ο προσωπικός μόδιστρός της), δυνατή, ακτιβίστρια, ταυτισμένη με τη ρωσική ψυχή και τα Μπολσόι, η σπουδαία... μπαλαρίνα ήρθε στην επικαιρότητα με τις αθηναϊκές παραστάσεις προς τιμήν της. Μαζί και η ιστορία της.
Η 86χρονη, σήμερα, χορεύτρια δεν δίστασε να τραντάξει τα θεμέλια του πρώην σοβιετικού μπαλετικού κατεστημένου με την αυτοβιογραφία της «Εγώ, η Μάγια», στην οποία περιέγραψε γλαφυρά τα σκάνδαλα στους κόλπους του.
«Περιποιήθηκε», δε, ακόμα και τον καλλιτεχνικό διευθυντή τους, Βλαντίμιρ Βασίλιεφ. «Ηταν ένας ακόμη απ' τους πολλούς δικτάτορες που είχαμε στο θέατρο. Σαν χορευτής ήταν εκπληκτικός, σαν χορογράφος μηδέν» έλεγε.
Σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο Ρολάν Πετί, χορογράφησαν μόνο για εκείνη. Ο ξεχωριστός ρώσος συνθέτης και σύζυγός της, Ροντιόν Στσεντρίν, της αφιέρωσε την περίφημη σουίτα «Κάρμεν», η οποία αποτελεί χορευτικό στοίχημα για τις νεότερες μπαλαρίνες.
Ακόμα και η φειδωλή σε φιλοφρονήσεις Σιλβί Γκιγέμ έχει πει: «Θαυμάζω την Πλισέτσκαγια. Αντιπροσωπεύει όλη τη μέθη, την τρέλα του χορού». Ενώ, στα 75α γενέθλιά της, ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανέβηκε στη σκηνή και της χάρισε μια ανθοδέσμη με ισάριθμα τριαντάφυλλα.
Γεννημένη το 1925 η -εβραϊκής καταγωγής- Πλισέτσκαγια γνώρισε πολύ νωρίς τη βαρβαρότητα.
«Η παιδική μου ηλικία συνυπήρξε με τον σταλινικό τρόμο. Ημουν μόλις 11 ετών όταν πήρανε τον πατέρα μου. Τον φυλάκισαν κι έπειτα τον σκότωσαν. Εμείς μάθαμε ότι είναι νεκρός το 1989. Ολες αυτές τις δεκαετίες ζούσαμε με αυτήν την αμφιβολία» μας λέει.
Ανάλογη τύχη είχε και η μητέρα της - ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου. «Τη στείλανε στη Σιβηρία, σε φυλακές όπου τοποθετούσαν τις γυναίκες των αντιφρονούντων. Εκείνη την εποχή, αν κάτι σε στιγμάτιζε, το σημάδι δεν έφευγε ποτέ. Εγώ για το καθεστώς ήμουν η κόρη του εχθρού του λαού. Τουλάχιστον γλίτωσα από τα περίφημα σοβιετικά ορφανοτροφεία, όπου ήθελαν να με στείλουν, ακολούθησα το επάγγελμα που αγαπούσα, χόρεψα στα μεγαλύτερα θέατρα και δεν τους επέτρεψα να μου καταστρέψουν τη ζωή» συνεχίζει.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, το θέατρο στο οποίο δοξάστηκε υπήρξε για χρόνια η καλλιτεχνική της φυλακή:
η KGB, έχοντας ως επιχείρημα το παρελθόν της οικογένειάς της, την καταδίωκε με κάθε ευκαιρία. Οταν, δε, τα Μπολσόι περιόδευαν στη Δύση, εκείνη έμενε πάντα πίσω, καθώς με διάφορες προφάσεις δεν της επέτρεπαν την έξοδο απ' τη Σοβιετική Ενωση. Και, για να δικαιολογηθούν, της ανέθεταν να χορεύει αμέτρητες φορές τη «Λίμνη των Κύκνων» για τα μάτια του Μάο ή του Αντενάουερ. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ατάκα που κάποτε της είπε ο Νικίτα Χρουστσόφ: «Δεν αντέχω να δω άλλη μία "Λίμνη των Κύκνων". Στα όνειρά μου βλέπω να με κυνηγούν άσπρες τουτού».
Εκεί, δε, που η διεύθυνση του μπαλέτου ανατρίχιαζε, ήταν όταν η Πλισέτσκαγια τους προέτρεπε να ξεφύγουν από το κλασικό ρεπερτόριο και να «μπολιάσουν» την παράδοση με σύγχρονα στοιχεία. «Σκεφτείτε πως, όταν ανέβασα "Κάρμεν", η Φούρτσεβα (υπουργός Πολιτισμού) είπε ότι πρόδωσα το μπαλέτο. Ο μόνος λόγος που μου επιτράπηκε ήταν γιατί ο χορογράφος ήταν απ' την Κούβα» είχε πει παλαιότερα.
Μα η τέχνη δεν είναι συνώνυμο της ελευθερίας; «Είναι. Ωστόσο, υπάρχουν άνθρωποι και καλλιτέχνες που ήρθανε στη ζωή για να ξεπερνούν τα φράγματα. Αυτοί καταφέρνουν να εκφράζονται με τον καλύτερο τρόπο ασχέτως ελευθεριών» μας λέει.
Στη ζωή της βέβαια θα υπάρξει μια μεγάλη αντίφαση για την οποία έχει ερωτηθεί εκατοντάδες φορές: Γιατί δεν εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ενωση; Γιατί δεν ακολούθησε τα βήματα του Νουρέγεφ;
«Στην αυτοβιογραφία μου υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο οποίο αναφέρω τους πολλούς λόγους που δεν επέλεξα τη Δύση. Θα μπορούσα απλώς να σας αναφέρω τους δύο πιο σημαντικούς:
ο ένας είναι ο άντρας μου, Ροντιόν Στσεντρίν. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτόν.
Ο δεύτερος είναι η απερίγραπτη οικειότητα που ένιωθα στη σκηνή του Θεάτρου Μπολσόι. Στον κόσμο ολόκληρο δεν υπάρχει μέρος σαν αυτό. Τίποτα δεν συγκρίνεται με την ευτυχία να χορεύεις στα Μπολσόι!»
Το 1998 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο στο πλαίσιο ενός τιμητικού γκαλά. Χόρεψε μόλις πέντε λεπτά. Αλλα τόσα, όρθιος ο κόσμος την αποθέωνε με χειροκροτήματα, σφυρίγματα και επιφωνήματα.
Αυτά ίσως είναι που την κρατούν ακόμα στη σκηνή. Γιατί άλλα κίνητρα παραδέχεται πως δεν έχει. «Δεν τίθεται θέμα κινήτρων. Ολα προκύπτουν από μια προσωπική εσωτερική ανάγκη μου να εκφράζομαι μέσα από τον χορό. Ούτε ο χρόνος με πτοεί. Αλλωστε σε όλα τα στάδια της ζωής υπάρχουν περιορισμοί. Οταν κάτι τελειώνει, κάτι άλλο ξεκινάει» λέει.
Υπάρχει τουλάχιστον κάποια χορεύτρια την οποία θα έχριζε διάδοχό της;
«Διαδόχους έχουν οι βασιλιάδες, οι βασίλισσες και οι γονείς. Οι καλλιτέχνες είναι μοναδικοί».
ΤΗΣ ΜΑΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗ (kusteni@enet.gr)
ΠΗΓΗ: enet.gr