11 Δεκ 2012

Μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα...


Ήθελα να γράψω εδώ και καιρό κάτι, για όλους τους πρώην κεντρώους που κατέληξαν απ’ το 2008 και μετά απολογητές (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) κάθε δεξιού ή αντιδραστικού επιχειρήματος, αλλά όλο σκέφτομαι τον ΚΚΜοίρη και κάτι που έγραψε για τα φάρμακα τις προάλλες.


Επιβιώνουμε (όσοι επιβιώνουμε) εύκολα ή δύσκολα και ακροβατούμε μεταξύ θυμού, αμηχανίας, παγώματος και κάπου κάπου δημιουργικού χάους. 
Κάνουμε αστεία για την οικονομική μας κατάσταση, βγαίνουμε αρκετά λιγότερο ή πίνουμε λιγότερο όταν βγαίνουμε, ανταλλάσουμε σχολιάκια για το πόσοι απ’ την παρέα είμαστε ανασφάλιστοι ή τί θα επιλέξουμε να μην πληρώσουμε. 
Ψιλοσυνηθίσαμε την κουβέντα και την κάνουμε πότε πότε με μια ελαφρότητα. Ή απλά με έναν ρεαλισμό που μοιάζει περισσότερο με κυνισμό ή με μια σκληρότητα που με τη σειρά της, δεν μοιάζει αλλά είναι απάνθρωπη. Συνηθίσαμε και μετράμε, πού θα βοηθήσουμε και πόσο. Έναν άστεγο, μια δομή για παιδιά που κλείνει, έναν μετανάστη στο φανάρι. Κι έπειτα δανεικά εγώ από αυτόν, αυτός απ’ τον άλλο κι αντίστροφα ανάλογα το μήνα και τις υποχρεώσεις. Κι όλα αυτά κοροϊδεύοντας και γελώντας και λέγοντας ένα κάρο μαλακίες.

Όμως, καλά όλα αυτά και το χιούμορ και η ελαφρότητα και η διάθεση να μην μας πάρει από κάτω και το δε γαμιέται, δεν θα πεθάνουμε κιόλας. 
Αλλά το αστείο περί ανασφάλιστης παρέας κρατάει, όσο κρατάει ο από μέσα ψίθυρος, το «μην τυχόν και». 
Το χιούμορ περί αφραγγίας κρατάει, όσο να σου πει δικός σου άνθρωπος δεν έχω για φάρμακα. 
Η ελαφρότητα κρατάει, μέχρι να σε πιάσει η καρδιά σου απ’ το πόσους άστεγους/ζητιάνους/παιδιά ναι παιδιά έχεις προσπεράσει σε μια διαδρομή με τα πόδια. Σήμερα ένας σήκωσε το πατζάκι του παντελονιού του να μου δείξει το πόδι του, ενώ ήμουν σταματημένος στο φανάρι. Σήκωσε το πόδι του στο τζάμι, να το δω. Αργότερα κάποιοι ψάχναν, σε ότι είχε απομείνει απ’ τους πάγκους στη λαϊκή. Ζήλεψα που δεν πιστεύω, να πω ένα βοήθα παναγιά μου, να το πω και να το πιστεύω μέσα μου όσο μπορεί κανείς να το πιστεύει.

Κι όλα αυτά γίνονται ακόμη χειρότερα, κι ας φανώ υπερβολικός, απ’ αυτή την αίσθηση ότι δεν υπάρχει ένα ίχνος ντροπής, απ’ αυτούς που επιμένουν να μιλάνε για θυσίες του λαού που πιάνουν τόπο και για μόνη εφικτή λύση και για χαμηλούς μισθούς που είναι αναγκαίοι για την ανταγωνιστικότητα. Η ανταγωνιστικότητα, τα 586€ και τα 410 και τα ακόμη λιγότερα. Μην τα αραδιάζω, πήγα να βάλω κάτω μόνο όσα ξέρω από πρώτο χέρι, να τα στείλω σε ένα φίλο που μένει έξω, μπας και αντιληφθεί τι γίνεται και κόλλησε το χέρι μου ύστερα από λίγο. Πώς να περιγράψεις τις ζωές των ανθρώπων όταν διαλύονται; Πώς να μιλήσεις για όλους αυτούς τους ανθρώπους;

Λίγη ντροπή, τίποτα άλλο, δε ζητούσα τίποτα. 
Ύστερα, γύρισα απ’ τη δουλειά κι είδα αυτή τη φωτογραφία απ’ το πολυκατάστημα του Φοκά στην Ερμού. Του καταστήματος που έχει, απ’ ότι ακούω, απλήρωτους εργαζόμενους απ’ τον Αύγουστο και που θέλει να υπαχθεί στο άρθρο 99. Αυτό το ίδιο πολυκατάστημα, οι διαφημιστές του, η διεύθυνσή του, πάει και βάζει αυτό το σλόγκαν στη βιτρίνα.

Και πεινασμένοι και θύματα λοιδορίας. 
Και να ζεις στο δρόμο και να ψάχνεις στα σκουπίδια και να μην σου φτάνουν τα χρήματα για τα φάρμακα και να σου λένε: Hungry but chic.

Αχώνευτες οι μέρες. Την οικονομική δυσπραγία θα την αντέξουμε. 
Ελπίζω όμως, να μην αντέξουμε άλλο την περιφρόνηση προς τους αδύναμους, τους τελευταίους, τους νεκροζώντανους του καιρού. 
Ελπίζω να μην αντέξουμε για πολύ ακόμη τον εξευτελισμό.

Ούτε πεινασμένοι, ούτε chic, ούτε τίποτα. 
Μας περιμένει μεγάλη μάχη, αν θέλουμε να γίνουμε άνθρωποι.

 

ΠΗΓΗ: Βυτίο