7 Οκτ 2010

ΟΙ ΚΑΦΕΤΖΟΥΔΕΣ ΤΗΣ ΤΖΟΥΛΙΑΣ ΡΟΜΠΕΡΤΣ


Το πρώτο colpo grosso της χειµερινής κινηµατογραφικής χρονιάς ακούει στο σύνθηµα «Εat Ρray Love». Και επί της ιδεολογικής και ουχί κινηµατογραφικής ουσίας, µοιάζει µε υπόγειο της «Καφετζούς» του Αλέκου Σακελλάριου και του 1956 µε την αείµνηστη και «πεντάµορφη» Georgia Vassiliadou. Διότι η µεν πανάσχηµη Γεωργία Βασιλειάδου έκανε πλάκα, η δε κούκλα Τζούλια Ρόµπερτς πήρε γκουρού και καφετζούδες στα σοβαρά!

Ολα άρχισαν πριν από τέσσερα χρόνια όταν µια διάσηµη (σήµερα) σαραντάρα αµερικανίδα δοκιµιογράφος και συγγραφέας µε το όνοµα Ελίζαµπεθ Μ. Γκίλµπερτ κατάφερε να τυπώσει την αυτοβιογραφική περιπλάνησή της σε Ιταλία, Ινδία και Μπαλί και να θριαµβεύσει, µετατρέποντας ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ονόµατα ινδών γκουρού παρέα µε συνταγές σπαγγέτι και ρύζι µε κάρι, σε µπεστ σέλερ και σε χρυσάφι. Οπως και λατινιστί. Ο Τempora, Ο Μores. Ω καιροί, ω ήθη. Τηρουµένων των αναλογιών, περίπου σαν η Σµαράγδα Καρύδη αγκαλιά µε διάσηµους σεφ και περιπλανώµενη από καφετζού σε καφετζού και από βραζιλιάνο γκουρού σε αφρικανό µάγο, να κάνει ταινία που να σκίσει στα παγκόσµια ταµεία. Α ρε Σµαράγδα. Αν έχεις χολιγουντιανόπαραγωγό διά βαινε και τον Λαζάρου σεφ περπάτει!

Τo Εat (φάε) πάει για τις τρατορίες στη Ρώµη. Το Ρray (προσευχήσου) για τους ινδούς φακίρηδες. Και το Love (αγάπη) φοριέται παντού. Οπως έλεγε ειρωνικά ο Μπεν Στίλερ στην ξεκαρδιστική κωµωδία «Τhe Ηeartbreak kid» («Εφτά µέρες φαγούρα»), «ναι όλο Love, Love, Love». Βρε δεν πας µέχρι τη γωνία να δεις αν έρχοµαι! Γιατί οι περίπου δυόµισι ώρες αυτής της ατελείωτης γυαλιστερής φλυαρίας θα χωρούσαν ως πνευµατώδης, σπινθηροβόλα πλάκα σε είκοσι _ το πολύ _ λεπτά κωµωδίας του Γούντι Αλεν. Και γιατί όλα αυτά που τόσο σοβαρά, τόσο δραµατικά και τόσο µανιοκαταθλιπτικά τα κουβαλάει πάνω της αυτή η τρανταφευγασαράντα πεντανόστιµη µεγαλοκοπέλα, για τον Γούντι Αλεν, τους αδελφούς Κόεν αλλά και τους αδελφούς Φαρέλι δεν είναι τίποτα περισσότερα παρά αφορµές να σαρκάσουν το µουρλοκοµείο της σηµερινής, ιδιαιτέρως της θηλυκής, δυτικής καλοπέρασης και αφασίας! Η Λιζ λοιπόν (η Τζούλια φυσικά) τα έχει όλα. Λεφτά, καριέρα και σύζυγο πιστό (Μπίλι Κράνταπ).

Παρεµπιπτόντως, ο Μπίλι µε εκείνη την κόµµωση όπως η πεθαµένη γραία µαµά του Αντονι Πέρκινς στο «Ψυχώ» του Χίτσκοκ και µε ύψος 1,74 µ. δίπλα στην Τζούλια µε το 1,75 µ. plus σαρκώδη χείλη και plus τακούνια µοιάζει µε κοντοπίθαρος λαθροµετανάστης ντυµένος µε κοστούµι Αrmani. Τέλος πάντων. Η Λιζ λοιπόν, αν και τα έχει όλα, τίποτα δεν την καλύπτει και τίποτα δεν την ενδιαφέρει. Γιατί «είµαστε δυστυχισµένοι και παριστάνουµε τους ευτυχισµένους». Ατάκα ό,τι πρέπει. Γιατί, λέει, «µέχρι σήµερα κανένα κοµµάτι της ζωής µου δεν είµαι εγώ». Και ποιος σου έφταιξε, κυρά µου; Ο Μπίλι; Βρε άντε από εδώ. Στο µεταξύ, τσουπ νάσου και ο πρώτος γκουρού από το Μπαλί. «Να κοιτάς µέσα από την καρδιά σου» της λέει. Σας είπα. Η κοινοτοπία πάει σύννεφο σε αυτή την ιστορία. Και συνεχίζει µε προφητεία. «Θα κάνεις δύο γάµους. Ενα µικρό και ένα µεγάλο. Και σε έξι µήνες θα χάσεις όλα τα λεφτά σου». Ποιος είσαι; Η Δοµή είσαι;

Ετσι, η Λιζ την κοπανάει από το κρεβάτι του περίλυπου Μπίλι Κράνταπ. Εγκαταλείπει την πολυτέλεια της Αµερικής, καταφθάνει και εγκαθίσταται στη Ρώµη και ορµάει σε µακαρονάδες, προσούτο και στην αγκαλιά του µικρότερού της Τζέιµς Φράνκο. Δηλαδή, όλα όσα φαντασιώνονται οι µεγαλοκοπέλες της υφηλίου συµβαίνουν στη Ρωµαϊκή Ανοιξη της Λιζ. «Εσείς οι Αµερικάνες στην Ιταλία το µόνο που χρειάζεστε είναι πάστα και λουκάνικο». Λέει _ ορθώς _ κάποιος Ιταλός. Πάστα το σπαγγέτι. Λουκάνικο ο Φράνκο. Οχι δεν το δείχνει, αλλά ο σκηνοθέτης Ράιαν Μέρφι καθώς και το χαµόγελο της Τζούλιας το υπονοούν. Τέλος πάντων. Εκεί λοιπόν ανακαλύπτει τη φιλοσοφία τη µεσογειακή.

Η γλύκα τού να µην κάνεις τίποτα. «Γιατί», συνεχίζει ο Ιταλός, «εσείς οι Αµερικανοί µε τη διασκέδαση, εµείς οι Ιταλοί µε την απόλαυση». Πάλι ορθώς. Οµως και πάλι δεν επουλώνονται οι εσωτερικές πληγές της. Το ανικανοποίητο εγώ της ο βρόχος στην υποµονή του θεατή. Τουλάχιστον του αρσενικού θεατή. Γιατί το µέλλον µε τον Φράνκο ποιο; Ενας µικρότερος από εµένα και µάλιστα ηθοποιός. Καλός στο κρεβάτι αλλά µέχρι εκεί. Στο µέλλον θα τον τσακώσω µε κάποια µικρή. Ετσι, αφού έχουν περάσει σαράντα πολύτιµα λεπτά της ώρας και ύστερα από κάµποσους µήνες µε άφθονες µακαρονάδες και άφθονα λουκάνικα Τζέιµς Φράνκο, εγκαταλείπει τη Ρώµη και προσγειώνεται Νέο Δελχί!

Ετσι για προθέρµανση και αυτοµαστίγωση αρχίζει να σφουγγαρίζει τα πατώµατα των γκουρού. Ετσι αφωνία, διαλογισµός και προσευχή. Ετσι µε κελεµπίες Ινδίας. Και έτσι πέφτει στον τρίτο αρσενικό της περιπλάνησής της (Ρίτσαρντ Τζένκινς). Οπαδός του γκουρού και αυτός, αλλά χωρίς λουκάνικο. Διότι µεγάλος. Και διότι ερείπιο σωστό. Γιατί, λέει, στο Τέξας, το χωριό του, είχε πάρει την κατηφόρα από το πολύ αλκοόλ. Σε τέτοιο σηµείο ώστε ένα βράδυ παραλίγο µε το αυτοκίνητό του να πάρει σβάρνα το παιδί του. Από προσευχή σε προσευχή, από σφουγγαρίστρα σε σφουγγαρίστρα και από γκουρού σε γκουρού, καταλήγει στο απόλυτο κενό. Τίποτα και εδώ, Είπαµε, ανικανοποίητη γκρινιάρα µε ένα εγώ king size σαν χάµπουργκερ αµερικανικό. Ολος ο κόσµος, το Σύµπαν ολόκληρο µόνο ο εαυτός της. Τέτοιο πράγµα δεν ξανάγινε. Τι να κάνει, φεύγει από την Ινδία και καταφθάνει στο Μπαλί. Οπου πέφτει πάλι στον ίδιο προφήτη που είχε προβλέψει τους δύο γάµους και την οικονοµική της χρεοκοπία. Τι να γίνει, παιδιά. Οι τριτοκοσµικές καφετζούδες βγάζουν µερικά φράγκα από τις βαρεµένες ψυχές της δυτικής καλοπέρασης. Μωρέ καλά µας κάνουν. Αντε και στα χειρότερα. Α ξέχασα. Εκεί στο Μπαλί πέφτει πάνω στον Χαβιέ Μπαρδέµ και καταβροχθίζει κάτι λουκάνικα µέχρι εκεί πάνω!

Δύο πράγµατα µαζί. Το πρώτο, η Τζούλια Ρόµπερτς του 1969. Σαράντα και ένα δηλαδή. Με εξαιρετική καριέρα σε ροµαντικές κοµεντί. Με το «Ρretty woman» που το 1990 της ανέβασε το κασέ στο ρετιρέ. Με ένα Οσκαρ για το «Εριν Μπρόκοβιτς» του 2001. Αλλά µε καµία µεγάλη, σπουδαία ταινία που θα αφήσει τα ίχνη της στην Ιστορία. Μoney να φάνε και οι κότες. Διασηµότητα µέχρι τον ουρανό. Αλλά διαδροµή, έτσι κι έτσι και ενίοτε γιουβέτσι. Το δεύτερο, το colpo grosso αυτής της ιστορίας. Με θηριώδες target group από τα στίφη των θηλυκών. Που ξεροσταλιάζουν σε ψυχαναλυτές, καφετζούδες και γκουρού. Πλάνη, αγαπηµένες µου. Το εσωτερικό κενό προέρχεται από το εξωτερικό κενό. Αλλά και διότι αδικείτε τον εαυτό σας. Η ευτυχία ή, τέλος πάντων, η προσπάθεια για ολοκλήρωση και αυτοεπιβεβαίωση βρίσκεται σε κάθε πολύτιµο λεπτό της ζωής σας.

Αντί για «Εat Ρray Love», κάτι άλλο.

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ on-line,Δημητρης Δανικας