Της Μαρίνας Παπαδοπούλου
-Μα ούτε για 10 λεπτά δεν έχεις καιρό, για να πιούμε ένα καφεδάκι;
-Καλέ μαμά πνίγομαι, αφού ξέρεις, δουλεύω... Θάρθω το βραδάκι.
Πνιγόμουνα , πάντα πνιγόμουνα...
Τόσα χρόνια, τόσο λίγος χρόνος που ποτέ δεν είχα. Πόσο ανόητη ήμουνα, πόσο ανεύθυνη, πόσο,.. πόσο...
Και Εκείνη, η Μάνα μου με τέσσερα παιδιά έβρισκε πάντα χρόνο για όλους μας. Πώς τα κατάφερνε Εκείνη; Και γιατί όχι, εγώ;
... Κι έτσι κύλησε η ζωή μου. Μία αδιάκοπη τρεχάλα για την δουλειά. ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΆ...
Και η ευθύνη; Δεν είχα εγώ τοοοσες ευθύνες στο κεφάλι μου;
- Μα έχεις κι ένα παιδί να μεγαλώσεις, να κοιτάξεις τον άντρα σου και το σπίτι σου...
- Αμάν βρε Μαμά, όλο ενοχές με γεμίζεις...
Έχω κι ένα παιδί να μεγαλώσω... Αλήθεια, γιατί έμεινα με ένα μόνο παιδί; Εγώ είχα τόσα όνειρα να κάνω παιδιά, να γεμίζει το σπίτι μου από την χαρούμενη φασαρία τους... Κι έμεινα με ένα παιδί, μόνο...
- Ναί, αλλά δουλεύω καλέ μαμά, του χρόνου που θα υπογραφεί η καινούργια Σύμβαση Εργασίας, θα ηρεμήσω και θα βάλω μπρός για ένα ακόμη παιδί...
- Και τί είναι " το παιδί " για να βάλεις μπρός; Αυτοκίνητο που δεν παίρνει μπροστά; Ε;
Έλεγε και ξανάλεγε η κυρά Ευγενία η Μάνα μου. Καλομεγαλωμένη, ευγενική, νοικοκυρά... Όλα τα καλά τα είχε, μόνο αυτή τη μουρμούρα να μην είχε... πιο καλή θα ήτανε...
Και πέρναγαν τα χρόνια, υπογραφόντουσαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, κι εγώ να λέω του χρόνου και του αντίχρονου.
Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια μεγάλωνε κι η μάνα μου. Μέναμε πια στο ίδιο σπίτι γιατί ήμουνα το τελευταίο από τα παιδιά της, κι έτσι πίναμε και το καφεδάκι μας που και πού, που το έφτιαχνε Εκείνη, γιατί εγώ, ως γνωστόν, δούλευα...
Κι έφυγε.
Μετάλαβε Των Αχράντων Μυστηρίων ... κι έφυγε...
Πήρα κι εγώ την Σύνταξή μου, μειωμένη κατά δέκα χρόνια - κι ας είχα δουλέψει τριάντα επτά - διότι ως γνωστόν και πάλι, ήμουνα θρασυτάτη και δεν ήθελα να με αδικούν και τα έβαζα με τους μεγάλους και απολύθηκα και ξαναπροσλήφθηκα και ξεσπιτώθηκα γιατί ακολούθησα τον άντρα μου στην μετάθεσή του που ήταν για έξι μήνες αλλά διήρκησε εννέα χρόνια...και ... και...
Και φτάσαμε στην Καραντίνα...
Μένουμε σπίτι.
Κι ανοίγουμε ντουλάπες, ντουλάπια, συρτάρια, κουτιά με ενθύμια...
Αχ! Ρε μάνα μου, πώς ξεπετάχτηκες έτσι μέσα από τις παλιές φωτογραφίες... Έτοιμη να μου μιλήσεις και να με κατσαδιάσεις γιατί η δουλειά τρώει τον αφέντη, γιατί η καλή νοικοκυρα είναι δούλα και κυρά, γιατί έμεινα με ένα παιδί, γιατί ήμουνα γλωσσού και απολύθηκα, έλα,.. πές κάτι, άρχισε την μουρμούρα σου που μούχει λείψει...
Και δεν θυμάμαι ρε μάνα αν σου είπα και πότε σου είπα ότι Σ'αγαπώ κι ότι σε όλα είχες δίκιο...
Αλλά φταίς κι Εσύ, Ναί φταίς κι Εσύ, αφού ήξερες ότι είμαι πεισματάρα και κομπλεξική γιατί με πίεζες ε;
- Α! Η γιαγιά μου, για να δώ....
Η κόρη μου ήρθε, και το κουτί με τις φωτογραφίες πέρασε στην επόμενη γενιά...
Αμάν πια αυτή η Καραντίνα...
Μέχρι και μια καπαρντίνα που νόμιζα ότι την είχα ξεχάσει στο καθαριστήριο την βρήκα. Μπροστά μου ήτανε... Είχε δίκιο η μάνα μου. Εμείς οι νέες νοικοκυρές δεν κάνουμε για σπίτι.
- Το κουτί στη θέση του μικρή. Άκουσες;
Όχι, που θα την αφήσω να γίνει σαν και μένα. Αυτό πρέπει να αλλάξει γιατί είναι σαν και μένα....