Μέσα από την αποκρυπτογράφηση του DNA των φυτών, οι επιστήµονες έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν, ποιες ποικιλίες σπόρων έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ωφέλιµες ή επιβλαβείς ουσίες...
Σιτηρά και ρύζι χωρίς γλουτένη, για όσους έχουν δυσανεξία στη συγκεκριµένη πρωτεΐνη, φακές µε αυξηµένη περιεκτικότητα σιδήρου, για τους πάσχοντες από αναιµία, ντοµάτες µε χαµηλή περιεκτικότητα σε κάλιο και φώσφορο, που µπορούν να περιορίσουν τις αιµοκαθάρσεις των νεφροπαθών.
Αυτές είναι µόνο µερικές από τις «εξειδικευµένες» τροφές, που φιλοδοξεί να βγάλει στην παραγωγή το Ινστιτούτο Αγροβιοτεχνολογίας (ΙΝΑ), κάτω από την «οµπρέλα» ενός δικτύου (cluster), στο οποίο συµµετέχουν ερευνητικές µονάδες, παραγωγοί και επιχειρήσεις.
Η παραγωγή τροφίµων που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες συγκεκριµένων οµάδων καταναλωτών, όπως είναι οι νεφροπαθείς, οι διαβητικοί, οι παχύσαρκοι, οι υπερήλικοι, ακόµα και οι καρκινοπαθείς, που αποτελούν συνολικά µεγάλο ποσοστό του πληθυσµού, είναι πλέον εφικτή µε τη χρήση της γονιδιωµατικής τεχνολογίας.
Μέσα από την αποκρυπτογράφηση του γονιδιώµατος των φυτών οι επιστήµονες έχουν τη δυνατότητα, να γνωρίζουν ποιες ποικιλίες σπόρων έχουν αυξηµένη ή περιορισµένη περιεκτικότητα σε ωφέλιµες ή επιβλαβείς αντίστοιχα ουσίες, γεγονός που µπορεί να αποδειχτεί σωτήριο για χιλιάδες ανθρώπους µε συγκεκριµένα ιατρικά προβλήµατα.
Η λογική αυτή αντικατοπτρίζει και τη στροφή της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην πολιτική της παραγωγής από το «from farm to fork» (από τo χωράφι µέχρι το πιρούνι) στο αντίστροφο «from fork to farm».
«Μέχρι πρότινος όλοι οι κρίκοι της παραγωγικής διαδικασίας σχεδίαζαν χωρίς να λαµβάνουν υπόψη τούς τελικούς καταναλωτές. Τώρα η φιλοσοφία έχει αλλάξει, δηλαδή οι καταναλωτές καθοδηγούν όλους τους εµπλεκοµένους στην παραγωγή εξειδικευµένων ποιοτικών προϊόντων. ∆εν µιλάµε δηλαδή για αλλαγή, αλλά ανασυνδυασµό της παραγωγής. Κι αυτό δεν γίνεται µε µεταλλαγµένα τρόφιµα, αλλά µε τη σωστή αξιοποίηση των ποικιλιών που ήδη υπάρχουν», εξηγεί ο διευθυντής του ΙΝΑ, καθηγητής Γενετικής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Αθανάσιος Τσαυτάρης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα των ασθενών που πάσχουν από κοιλιοκάκη, οι οποίοι δεν µπορούν να αφοµοιώσουν τη γλουτένη που υπάρχει στο σιτάρι και άρα δεν µπορούν να καταναλώσουν αρτοσκευάσµατα και τροφές από αλεύρι που την περιέχουν.
«Υπάρχει ποικιλία σιταριού µε χαµηλή γλουτένη, η οποία καλλιεργείται εδώ και χρόνια. Ωστόσο, ανακατεύεται τυχαία µε τις υπόλοιπες, µε αποτέλεσµα η ποιότητα και η συγκεκριµένη αξία της να χάνεται στο τυχαίο µείγµα. Οµως, για τη συγκεκριµένη οµάδα των καταναλωτών, που αποτελούν περίπου το 5% του πληθυσµού, είναι εξαιρετικά σηµαντική. Και είναι διατεθειµένοι να την πληρώσουν ακριβότερα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν τα παράγωγα τρόφιµα», τονίζει ο κ. Τσαυτάρης.
ΠΗΓΗ: τα νεα on-line