Κατέ Καζάντη
Το κογκνιταριάτο (από το cognitif - γνωσιακό), νεολογισμός των Νέγκρι-Μπουτάνγκ, περιλαμβάνει όλους εκείνους που διαθέτουν ως μόνο μέσο παραγωγής, όχι πια τα χέρια τους, αλλά το μυαλό, τη διάνοια και την κατάρτισή τους. Είναι, ας πούμε, χαρτογιακάδες...
μιας άλλης, πιο μοντέρνας κοπής, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που εργάζονται σε κυριλέ γραφεία, διατρίβουν σε κομψά καφενεία και, συνήθως, θεωρούν εαυτούς/ες μια παλάμη υψηλότερους/ες από τους λοιπούς εργάτες. Η δουλειά από την οποία βιοπορίζονται, τουτέστιν το ψωμάκι τους, ενίοτε ονομάζεται λειτούργημα -και όχι για καλό σκοπό. Όταν ακούς λειτούργημα, είναι διότι κάποιοι, κάπου, επιθυμούν να περικόψουν εργατικά δικαιώματα δίχως αντιδράσεις, ηθικοποιώντας τον μόχθο για το μεροκάματο και επιστρατεύοντας τον κοινωνικό αυτοματισμό. Αν οι κογκνιτάριοι αποφασίσουν να διεκδικήσουν, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, όποτε τη συμφέρει, η εκμεταλλεύτρια τάξη θα τους φερθεί όπως ακριβώς και στους λοιπούς προλετάριους: θα τους πετάξει ευκολότατα, ωσάν την τρίχα απ’ το συστημικό ζυμάρι, καταστρέφοντας ζωές, κλείνοντας σπίτια.Περίοπτη θέση στις επαγγελματικές ομάδες του κογκνιταριάτου, κατέχουν, φυσικά, οι δημοσιογράφοι–δημοσιολογούντες. Η θέση τους, κοντά στην πολιτική και στη οικονομική ελίτ, λειτουργεί παραμορφωτικά, προσδίδοντάς τους μια μοναχά επινοημένη και φανταστική εξουσία. Και καθώς στον υπαρκτό καπιταλισμό οι εργασιακές σχέσεις μεταρρυθμίζονται διαρκώς επί τα χείρω, η κατάσταση για τους εργάτες στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν είναι διαφορετική. Η δε εξαγορά, και στην Ελλάδα, των ΜΜΕ από το κατεξοχήν κεφάλαιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα -απευθείας ανάθεση της “αλήθειας” στα μεγάλα συμφέροντα κ.ο.κ.- προσδίδει, επιπλέον, έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον επαγγελματία–κογκνιτάριο: αφού, τρόπον τινά, υπενοικιάζει το ίδιο το μυαλό του στο αφεντικό, αφού λέγει και γράφει μόνον εκείνο που το αφεντικό επιθυμεί, η αλλοτρίωση που υφίσταται αποκτά νέα διάσταση. Ο διαρκής συμφυρμός με τα ιδεολογήματα του συρμού, τον αναβαπτίζει έτσι ώστε, ανεξαρτήτως των οικονομικών απολαβών, από εργάτης να γίνεται γενίτσαρος. Τοποθετεί εαυτόν υπεράνω των λοιπών επαγγελματιών και, ψοχονοητικά, αυτοεξαιρείται από τα κοινωνικά προβλήματα.
Το μείζον, δεν είναι φυσικά τα χρυσά συμβόλαια. Καμιά 50αρια άτομα, μονίμως στο πλευρό της εργοδοσίας, εργοδότες κάποτε κάποτε και οι ίδιοι, δεν θα αποτελούσαν ανάχωμα σε ενδεχόμενους κοινωνικούς αγώνες αν κάτω από αυτούς στην εργασιακή πυραμίδα δεν βρίσκονταν μερικές εκατοντάδες αναλώσιμων, ενίοτε υποαμειβόμενων, οι οποίοι, σε κατάσταση συνειδησιακής σύγχυσης, απέχουν από κάθε χειραφετιτική διαδικασία. Είναι εκείνοι οι “άριστοι υπάλληλοι”, των 800 ή των 1.500 ευρώ, που ταυτίζουν τη μοίρα τους με τη μοίρα του εργοδότη, που ενστερνίζονται τα φληναφήματα του νεοφιλελευθερισμού και του καλβινισμού περί εργατικότητας και αυταξίας, εύκολα θύματα σε κάθε μηχανισμό απεργοσπασίας.
Η παρούσα κυβέρνηση, με το νομοσχέδιο Πέτσα για τα ΜΜΕ, καταργεί την προηγούμενη νομοθετική πρόβλεψη σε κάθε κανάλι οι 400 εργαζόμενοι να είναι μισθωτοί, δίνοντας τη δυνατότητα το 30% από αυτούς να είναι εργαζόμενοι άλλων εταιρειών. Και ταυτόχρονα, στα δημόσια ΜΜΕ, απελευθερώνει τις αμοιβές για τα μεγαλοστελέχη στην ΕΡΤ και στο ΑΠΕ.
Το ζητούμενο σε τούτα δεν είναι μοναχά μία από τα πάνω αντίδραση των συνδικάτων. Είναι κυρίως η αφύπνιση όλως εκείνων των εργατών της φαντασιακής πραγματικότητας, που αντιλαμβάνονται τις αλυσίδες τους ωσάν μεταξωτές κορδέλες, στρεφόμενοι εναντίον του εαυτού τους και, εκ της θέσεώς τους, εναντίον της κοινωνίας.
Το πρόβλημα με το ν/σ Πέτσα δεν είναι, φυσικά, μια “κατάσταση εξαίρεσης” (Αγκάμπεν). Ακόμα κι αν δεν ισχύσει ως έχει, θα το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας, μέχρι οι είλωτες της δημοσιογραφίας ν’ αποφασίσουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τη θέση των εκδοτών–αφεντικών. Που, όμως, είναι μια πολυσύνθετη και μάλλον μακρόχρονη διαδικασία, υπόθεση όλων των προλετάριων.
ΠΗΓΗ: artinews.gr