Το νομοσχέδιο «Αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και μετονομασία του σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων, ίδρυση ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «Μουσείο-Ελαιοτριβείο Βρανά» στον Δήμο Λέσβου, προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς στο εξωτερικό, ρυθμίσεις για το ιστορικό μουσείο Κρήτης και το μουσείο «Φοίβος Ανωγειανάκης» και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού», το οποίο συζητείται στη Βουλή, δεν είναι μόνο ένα νομοθέτημα που θέτει νέο θεσμικό πλαίσιο για το ΤΑΠΑ, αλλά ένα κατασκεύασμα που αναδιατάσσει τη σχέση του κράτους με την πολιτιστική κληρονομιά.
Ενα πόνημα απολύτως ευθυγραμμισμένο στις κατευθύνσεις που θέτει η Ε.Ε. για την μετατροπή του πολιτιστικού αγαθού σε «προϊόν», συνεπές με τα μέχρι σήμερα δείγματα πολιτικής γραφής της κυβέρνησης (βλ. αρχαία στο Μετρό Θεσσαλονίκης, Ανώνυμες Εταιρείες για τη διαχείριση αρχαιολογικών χώρων) και προανάκρουσμα που στρώνει το δρόμο για τη διακηρυγμένη από τον πρωθυπουργό μετατροπή των αρχαιολογικών μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δηλαδή την υπαγωγή τους σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας και δράσης.
Φυσικά, η πρωτοφανής και απαράδεκτη ρύθμιση που παρέχει την δυνατότητα εξαγωγής αρχαίων για 25 + 25 χρόνια, δηλαδή 50 (ξεκίνησαν από 100!) δίνει τον τόνο, αφού τόσο η σύλληψή του και πολύ περισσότερο μελλοντική υλοποίηση του, που δεν είναι δανεισμός, αλλά κανονική εκχώρηση για μισό αιώνα τουλάχιστον, αποκαλύπτει όχι μόνο την χυδαία αγοραία σχέση των συντακτών του νομοσχέδιου με την πολιτιστική κληρονομιά, αλλά και την αντίληψη ότι είναι κάτοχοι και ιδιοκτήτες αυτού του κατά τ’ άλλα κοινωνικού πλούτου.
Η αιφνιαστική ανατροπή της μουσειακής πολιτικής της χώρας, η οποία συμβαίνει με μία διάταξη σε ένα νομοσχέδιο, ακυρώνει και πετάει στον κάλαθο των αχρήστων την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τους ειδικούς επιστήμονες (αρχαιολόγους, μουσειολόγους, συντηρητές), τον ισχύοντα Αρχαιολογικό Νόμο και εν τέλει τα ίδια τα αρχαία, τα οποία αντιμετωπίζονται ως «εμπορεύματα», που μπορούν να παραχωρούνται για να προωθήσουν το τουριστικό brand name. Διότι, ως εκεί φτάνει η σχέση τους με τον πολιτισμό!
Το Υπουργείο Πολιτισμού έφτασε δε στο αδιανόητο σημείο μέσω Δελτίου Τύπου να διερωτηθεί: «Είναι προτιμότερο τα κινητά μνημεία να μένουν «ξεχασμένα» στις αποθήκες των μουσείων μας, από το να αποτελούν τους πρέσβεις της Ελλάδας στο εξωτερικό; Είναι προτιμότερο, να μένουν αφανή και άγνωστα στις αποθήκες, από το να γίνονται αντικείμενα θαυμασμού και ψυχαγωγίας σε φίλιες χώρες λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού;»
Στο κείμενο, δε, του υπό ψήφιση νομοσχεδίου εισάγεται και η ανήκουστη, αδιανόητη στη σύλληψή της φράση «αντικείμενα που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την πολιτιστική κληρονομία της χώρας»! Συγκεκριμένα στο εδάφιο δ’ της παραγράφου 12 του άρθρου 59 αναφέρεται ότι
«η ανταλλαγή αντικειμένων συλλογών αναγνωρισμένων μουσείων τα οποία δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για αυτές ή για την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας με αντικείμενα συλλογών μουσείων της αλλοδαπής που έχουν ιδιαίτερη σημασία, μπορεί να επιτραπεί κατ’ αξαίρεση με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου».
Αυτό κι αν είναι φτηνή και αρχοντοχωριάτικη αντίληψη για τα τεκμήρια της ιστορικής μνήμης, αλλά και απροκάλυπτα επικίνδυνη.
Πρώτον, διότι με αυτή την παράγραφο ποιά «ασήμαντα» αρχαία άραγε θα γίνουν ενδεχομένως το αντάλλαγμα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα;
Δεύτερον, διότι για τους επιστήμονες δεν υπάρχουν μη σημαντικά αρχαία, αλλά αρχαία που συνιστούν τεκμήρια της οργάνωσης μιας κοινωνίας. Και γι ‘αυτό ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ.
Και τρίτον, διότι τα μουσεία και τα κινητά αρχαία που φυλάσσονται σε αυτά, δεν είναι κράχτες για τουρίστες με κάθε αντίτιμο. Τα Μουσεία είναι χώροι που υποδέχονται την κοινωνία, που αλληλεπιδρούν μαζί της, που παρέχουν παιδεία και γνώση και βέβαια είναι χώροι έρευνας. Οι αποθήκες δεν είναι τα υπόγεια όπου πετιώνται τα «άχρηστα». Τα αρχαία των αποθηκών κάποτε βγαίνουν και στις αίθουσες, διότι τα μουσεία αναδιατάσσουν τις συλλογές τους, αποφασίζουν να δείξουν και άλλες πλευρές της ιστορίας, της καθημερινότητας, της τέχνης. Είναι ο τόπος στον οποίο μπαίνουν οι ερευνητές, διότι η γνώση είναι δημόσιο αγαθό και η παραγωγή γνώσης συνιστά αξία και κοινωνικό πλούτο.
Είναι προφανές, ότι η λυσσαλέα έφοδος σε ό,τι είναι δημόσιο και κοινωνικό κτήμα έχει σκοπό να σαρώσει ό, τι συγκροτεί μια κοινωνία, τη συνείδησή της και την ύπαρξή της χωρίς να ορρωδεί προ ουδενός… ούτε προ των υπογείων και των αποθηκών.
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr