16 Αυγ 2020

Εκεί όπου βρέχει


Καναβούρης Κώστας

Η βροχή στην Εύβοια δεν ήταν βροχή. Ήταν το τρομερό αποτέλεσμα της φρικτής στρέβλωσης περί τα ανθρώπινα και τις συντεταγμένες που τα καθορίζουν

Η βροχή στην Εύβοια, στον Ωρωπό, στο Δήλεσι δεν ήταν απ’ αυτές που παρηγορούν, απ’ αυτές που αγιάζουν το χώμα της ζωής μας.


Δεν ήταν από τις βροχές που κουβεντιάζεις μαζί τους από καταβολής κόσμου. Η βροχή στην Εύβοια δεν ήταν βροχή.

Ήταν το τρομερό αποτέλεσμα της φρικτής στρέβλωσης περί τα ανθρώπινα και τις συντεταγμένες που τα καθορίζουν. Μιας λογικής, ηθικής και αισθητικής στρέβλωσης σε ό,τι αφορά τους όρους και τα όρια της συμβίωσης και της συνείδησης του εαυτού ως «εγώ» και ως «άλλου».

Βλέπεις η γη δεν είναι για ορυμαγδό και φόνο, δεν είναι για να ρημάζει τους ανθρώπους. Αν κουβεντιάσεις μαζί της, θα το καταλάβεις. Η γη είναι για να παίρνεις τους ανθρώπους από το χέρι. Ιδίως όταν βρέχει. Αρκεί, να έχεις κουβεντιάσει μαζί της. Δηλαδή να έχεις κουβεντιάσει με κείνους τους ανθρώπους, που ξέρουν τι θα πει βροχή.

Γιατί ναι, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που, πώς να το πω, όταν κουβεντιάζεις μαζί τους, πάντοτε βρέχει. Δεν έχει σημασία το τι λες. Σημασία έχει, ότι πάντοτε βρέχει. Μιλάνε σχεδόν σαν να σιωπούν και ακούνε σχεδόν σαν να μιλούν, έτσι ώστε στο βάθος να ακούγεται εκείνη η μακρινή βροχή, που είναι τόσο απαραίτητη όχι μόνο για να καρπίσει η λύπη, όσο (κυρίως) για να μην μείνει άνυδρη η χαρά.

Και ξεραθεί γρήγορα μέσα στο γέλιο της, χωρίς ελπίδα να φυτρώσει ένα γαλήνιο στάχυ ή ένα αναμαλλιασμένο γαρύφαλλο. Σαν εκείνο που κρατούσε ο Μπελογιάννης, ας πούμε. Γιατί εκείνο το γαρύφαλλο, που κρατούσε ο Μπελογιάννης, δεν ήταν ένα κομμένο γαρύφαλλο, ήταν ένα γαρύφαλλο που φύτρωσε μέσα στη γη της φούχτας του και ρίζωσε για πάντα. Ένα κομμάτι από τη ρίζα του πήρε ο Πάμπλο Πικάσο και το μεταφύτευσε σ’ όλο τον χρόνο.

Θυμήσου το χαμόγελο του Μπελογιάννη. Θυμήσου τον Πικάσο και το ποίημα του Ρίτσου. Θυμήσου τη μαύρη ομοβροντία τα χαράματα του τότε, τις μαύρες ομοβροντίες από τότε μέχρι τώρα όπου γης, θυμήσου τα μαύρα κύματα που καταπίνουν τα παιδιά, θυμήσου ένα μέλλον που δεν θα προλάβεις να το θυμηθείς... δεν γίνονται χωρίς βροχή τέτοια πράγματα.

Γι’ αυτό υπάρχουν και οι άνθρωποι που, όταν τους μιλάς, πάντοτε βρέχει. Κι έχω την αίσθηση, πως, αν η βροχή που ακούγεται στο βάθος γίνει δάκρυ, θα είναι ένα δάκρυ από νοτισμένο χώμα. Εύπλαστο χώμα για να ξαναπλάσεις τον άνθρωπο από την αρχή: από τη μοναξιά που δεν θέλει να είναι μοναξιά, από το νεύμα που δεν θέλει να μείνει ανεπίδοτο κι από το βλέμμα που δεν θέλει να κοιτάζει προς το ανέγγιχτο ικρίωμα του εαυτού χρόνου.

Α, ναι. Ακούγεται πολλή βροχή, όταν κουβεντιάζεις με τέτοιους ανθρώπους. Αν είσαι μάλιστα καλός ακροατής, δηλαδή ένας εξαίσιος συζητητής, ακούς τη βροχή ακόμα κι όταν δεν κουβεντιάζεις. Ακόμα κι αν ο άλλος βρίσκεται στο χείλος του επόμενου δευτερολέπτου και δεν πρόκειται ποτέ να τον γνωρίσεις. Ακόμα κι αν ο άλλος βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Μερικές φορές είναι ακριβώς τότε, που ακούγεται πιο δυνατά η βροχή.

Και τότε ξέρεις, γιατί κάθε φορά οι γυναίκες με την ιθαγένεια της παγκόσμιας μάνας βγαίνουν στην Πλατεία του Μαγιού. Και γιατί τα παιδάκια στο μνημείο του Λίντισε μετακινούνται ελαφρά (στρεφόμενα προς τους «Αστούς του Καλαί»;) κι έρχονται πιο κοντά το ένα στο άλλο, έτσι που να μην κρυώνουν μέσα στον σφαγμένο τους θάνατο. Ξέρεις, είναι πάντοτε έξω τα παιδιά, σ’ όλα τα Λίντισε, είναι πάντοτε έξω όλες οι μανάδες στις πλατείες του Μαγιού. Κι εκεί έξω πάντοτε βρέχει.

Γι’ αυτό αξίζει να κουβεντιάζεις με τους ανθρώπους, που φέρνουν τον ήχο της βροχής στο ύψος των ανθρώπων. Και να τους ακούς. Κυρίως όταν φεύγουν. Και πηγαίνουν εκεί όπου τους χρειάζονται.  Ή εκεί όπου χρειάζεται να μείνουν μόνοι. Εκεί όπου βγάζουν τα ρούχα τους μαζί με το σώμα τους και κοιμούνται. Καρφώνοντας οι ίδιοι τα καρφιά στο κορμί τους, ώστε κανείς να μην έχει την χαρά της κατίσχυσης, αλλά μόνον οι ίδιοι κατάμονοι στο θαύμα μιας ήττας, που «οίδε ότι καλόν». Σε όλο το μήκος της ανθρωπότητας, σε όλο το μήκος της δημιουργίας.

Από τα εκτελεστικά αποσπάσματα μέχρι την μονήρη σιωπή μπροστά στην άβυσσο που τους κοιτάζει, βαθιά μέσα στα μάτια, χωρίς ελπίδα οριζόντων και με το ποίημα, όπως θα έλεγε και ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, παγωμένο σαν μοτοσυκλέτα παρατημένη μέσα στο άλλο ποίημα: το χαλασμένο. Εκείνο που ποτέ δεν θα καταφέρεις να το διορθώσεις.

Να κουβεντιάζεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους, που είναι αμείλικτα βρεγμένοι. Γιατί εκεί έξω πάντοτε βρέχει.

ΠΗΓΗ: avgi.gr