Μια ρομαντική γλυκεία και κατανυκτική αναπόληση των Παλιών Πάσχα, συνέλεξα γι αυτές τις φετινές ιδιόμορφες πασχαλιάτικες ημέρες του κορωνοϊού.Και δεν γνωρίζω εαν ο κόσμος, όπως συνηθίσαμε να λέμε, τότε ήταν αθώος, ήταν σίγουρα...
πιο αυθεντικός.
Η ατμόσφαιρα ήταν αλλιώτικη.
Ίσως οι μνήμες των παιδικών μας χρόνων,φαντάζουν πάντα πιο όμορφα απο το παρόν μας αλλά τούτες οι διηγήσεις που σμίγουν κάποιες απο τις αναμνήσεις μας, ανάλογα την ηλικία μοσχομυρίζουν τις μυρωδιές των αγαπημένων μας ανθρώπων.Δεν μπορούν να μην ονομάζονται λοιπόν, χρόνια αγάπης!
Όταν μεγάλωσα κατάλαβα πως το Πάσχα των παλαιοτέρων χρόνων, απο τις διηγήσεις των μεγάλων, ήταν ομορφότερο, ήταν πιο κατανυκτικό. Ήταν και η καλύτερη περίοδος ολόκληρου του χρόνου για τον παιδόκοσμο. Γιατί και σχολείο δεν υπήρχε και καλός καιρός για έξω ήταν.
Η αίσθηση της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού προσλάμβανε μια «εικόνα – σύμμειξη», ένα παλίμψηστο συνεχούς και εναλλασσόμενης γραφής πότε με τη γραφίδα της πραγματικότητας και πότε με τη γραφίδα της φαντασίας, στην οποία εικόνα τα όποια κενά υπήρχαν αντιμετωπίζονταν ως προσωρινά κενά – που θα συμπληρωθούν εν τω χρόνο – και γι’ αυτό δεν λογίζονταν ως κενά. Ήταν μια εικόνα μαγική που συνδιαμορφωνόταν αφενός με τις ξένες αλληλεπιδράσεις σε κάθε παιδί και αφετέρου με τις προσωπικές φαντασιώσεις σε μια μεταξύ τους ισορροπία πάντα ασταθή και ρευστή.
Θυμάμαι πως τα καταστήματα παιχνιδιών γέμιζαν με διαφορά πασχαλινά παιχνιδια.
Κοτοπουλάκια, Κοκοράκια, Λαγουδάκια πολύχρωμα πλαστικά αβγουλάκια.
Επίσης γέμιζαν με πλαστικά μπιστολάκια που δούλευαν με «τρακάκια» κάτι μικρά κόκκινα πραγματάκια που ηταν γεμάτα με λίγο μπαρούτι που έμπαιναν στα πιστολάκια και έκαναν ένα ήχο σαν «ΤΡΑΚ» για αυτό τα λέγαμε τρακάκια.
Τα ζαχαροπλαστεία γέμιζαν με σοκολατένια αβγουλάκια, τεράστιους σοκολατένιους κούνελους ή κόκορες.
Εκείνα που λάτρευα και εγώ ήταν τα φαναράκια
Μπορούσες να δεις να κρέμονται διαφόρων ειδών φαναράκια.. Σχεδόν όλα χάρτινα με όμορφες πασχαλινές παραστάσεις παντού.
Τα σουβλατζίδικα Και τα ουζερί έκλειναν και άνοιγαν ξανά το Μεγάλο Σάββατο μετά την πρώτη Ανάσταση.
Δεν έβρισκες με τίποτα κρέας να φας.
Στα σπίτια μας τρώγαμε σαλάτες, καλαμάρια κονσέρβα, μαυρομάτικα και όλο νηστίσιμα.
Όταν φτιάχνονταν τα κουλούρια της λαμπρής και πήγαιναν οι λαμαρίνες στον φούρνο όλη η γειτονιά μοσχομύριζε.
Το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο κλασσική μουσική,όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Τίποτα άλλο δεν άκουγες, από Μεγάλη Δευτέρα ως το Μεγάλο Σάββατο πρωί. Και τις Ακολουθίες.
Τις εποχές της δεκαετίας του 1960 το ραδιόφωνο θα αποτελέσει τη μοναδική πηγή ειδήσεων και ψυχαγωγίας για την ελληνική επαρχία, το μοναδικό παράθυρο προς τον άλλο κόσμο.
Το λαϊκό τραγούδι αρχίζει να τραγουδιέται από τους νέους της εποχής και μαζί με το δημοτικό τραγούδι των παλιότερων έκλειναν τον κύκλο της λαϊκότροπης μουσικής.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, η κλασική μουσική – δεν ξέραμε φυσικά τότε ότι ήταν κλασική μουσική με τη σημασία του όρου – συνδέθηκε συγκυριακά από την Ελληνική Ραδιοφωνία και στη συνέχεια από τη σκέψη μας με την Μεγάλη Εβδομάδα και αφού η περίοδος αυτή ήταν περίοδος Παθών θεωρήθηκε και η κλασική μουσική ως κάτι το πένθιμο και ήταν σε αντιδιαστολή με τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια της Ανάστασης και της χαράς.
Και θα περιμέναμε χρόνια και χρόνια για να βρει τη θέση της και αυτή η μουσική στην ψυχή μας και στην καρδιά μας.
Στα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης προβάλονταν ντοκιμαντέρ με θέμα το Πάσχα και παλιές ταινίες με θέμα τα πάθη του Χριστού. Σταματούσαν όλα τα προγράμματα. Πρωινάδικα, μεσημεριανά τα πάντα. Απόλυτη κατάνυξη και απόλυτος θρησκευτικός σεβασμός.
Ακόμα και οι παρουσιαστές και παρουσιάστριες ήταν ντυμένοι με σοβαρότερα σκούρα ρούχα από ότι τις άλλες φορές.
Τα καφενεία δεν σέρβιραν σχεδόν τίποτα.
Μόνο νηστίσιμα.
Μπιλιαρδάδικα, Ποδοσφαιράκια κτλ κλειστά . Δεν το συζητάμε.. Μια εβδομάδα χωρίς ούτε ένα ποδοσφαιράκια ούτε ένα μπιλιάρδο.
Έβαζαν μια κορδέλα η ένα αυγό μεγάλο η καμία λαμπάδα πάνω στα τραπέζια του μπιλιάρδου η τα ποδοσφαιράκια …. Και που θράσος να παύει κάποιος να τα κουνήσει. Θα έπεφτε φωτιά να τον κάψει.
Μεγάλη Πέμπτη και οι νοικοκυρές ζύμωναν τις κουλούρες του Πάσχα.
Για τα παιδιά φτιάχνουν κουλούρες σε σχήμα πουλιών, ζώων ή ανθρώπων και τις στολίζουν με καρπούς και σχέδια από ζυμάρι.
Σε μερικές δίνουν, ως σήμερα, το σχήμα μιας κούκλας και τις ονομάζουν «κουτσούνες» ή «κούτσες».
Στο κέντρο της κοιλιάς τους βάζουν ένα κόκκινο αυγό και στο πρόσωπο ζυμαράκια για στόμα και μάτια.
Τις «κουτσούνες» τις έκρυβαν, τα πιο παλιά χρόνια, μέχρι το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και, όταν χτυπούσαν οι καμπάνες για την Ανάσταση, τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι των παιδιών λέγοντας:
«Ξύπνα, ήρθε η γριά η Λαμπρινή Και σου έφερε την κουτσούνα από το φουγάρο.»
Κάθε παιδί τύλιγε την «κουτσούνα» του σε ένα μαντίλι και την έπαιρνε μαζί του στην εκκλησία, όπου πήγαινε για να κοινωνήσει.
Όταν γύριζε στο σπίτι, την έκοβε και την έτρωγε. Σε μερικά μέρη ζυμώνουν για τα παιδιά «πουλάκια» και βάζουν στο ράμφος τους μια χρωματιστή κορδέλα.
Το βάψιμο των αυγών γινόταν και αυτό τη Μεγάλη Πέμπτη.
Κόκκινα αυγά βάφουν σ’ όλα τα σπίτια, εκτός από κείνα που πενθούν. Το αυγό είναι σύμβολο γονιμότητας.
Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών είναι από τα παλιότερα ελληνικά έθιμα και συμβολίζει την Ανάσταση του Χριστού. Το πρώτο αυγό που θα βάψουν έχει, λένε, θαυμαστές ιδιότητες και το βάζουν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Είναι το «αυγό της Παναγίας».
Με αυτό σταύρωναν τα παιδιά όταν ήταν άρρωστα.
Η μυρωδιά από το ξύδι και το χρώμα ήταν υπεροχή. Σχεδόν μόνο Κόκκινα. Σπάνια άλλο χρώμα και αυτό αν υπήρχε δεν άρεσε. Θεωρούταν πολύ προχώ.
Μετά τα γυάλιζαν με λίγο λάδι για να γυαλίζουν και να φαίνονται ωραία και έβαζαν τα παιδάκια να κάλαμε τις Πασχαλινές χαλκομανίες που συνήθως δεν κολλούσαν με τίποτα. Μεγάλος μπελάς αλλά περνούσαμε όμορφα.
Η Μεγάλη Τέταρτη ήταν η ημέρα του ευχέλαιου.
Η Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή ήταν οι πιο κατανυκτικές ήμερες.Πένθιμες. Σοβαρές. Όλος ο κόσμος πενθούσε για τα πάθη του Χριστούλη.Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα όλη την ημέρα.
Στον Επιτάφιο δύσκολο ο κόσμος πολύς.. Συνήθως στα χωριά και στις γειτονίες γινόταν νωρίς το απόγευμα για να κατέβει ύστερα όλος ο πληθυσμός κάτω στην πλατεία για τα επιτάφια των μεγάλων εκκλησιών.
Το καλό ντύσιμο – που φάνταζε ως μια έξοδος από τη φτώχεια – θα αποτελέσει για όλη την πιτσιρικαρία ισχυρό σημείο αναφοράς και μαζί με τα βεγγαλικά που φώτιζαν τη νύχτα της Ανάστασης θα αποτελούν το σταθερό όνειρο κάθε μικρού παιδιού ότι θα έλθει και η δική του σειρά.
Η φτώχεια με ένα τόσο δα μικρό υλικό αγαθό, με ένα πλαστικό παιχνίδι, με ένα απλό και μόνο δώρο ρηγματωνόταν και θρυμματιζόταν τόσο εύκολα από το παιδικό όνειρο.
Οι μαρτυρίες των πιο παλιών λένε, πως αρκούσαν μόνο κάποια άσπρα πάνινα παπούτσια, οι περίφημες ελβιέλες – που δεν τα πατούσαν και εύκολα στο έδαφος για αρκετές ημέρες για να μη λερωθούν…
Που και που ακουγόταν βαρελότα και «τράκες» Η Αστυνομία κυνηγούσε άσχημα.. Μπορούσε να σου πάρει ακόμα και το ψεύτικο πλαστικό μπιστολάκι αν σε έπιανε.
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν η ημέρα που άνοιγαν όλα τα αγαπημένα μαγαζιά. Τα ποδοσφαιράκια, τα μπιλιάρδα, τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία τα σουβλάκια..
Επίσης ήταν η ημέρα που το βράδυ στην Ανάσταση θα δίναμε το «φιλί Της Αγάπης» ήταν ένα φιλί που το έδιναν οι αγαπημένοι μυστικά αμέσως μετά την Ανάσταση σαν ένδειξη ιερής και παντοτινής αγάπης.. Νεανικό έθιμο!
Τα βαρελότα αν και απαγορευόταν δεν σταματούσαν ποτέ.
Υπήρχαν οι λεγόμενες «σωλήνες¨ που παραγέμιζαν ένα σωλήνα με μπαρούτι και όταν αυτό έσκαγε ακουγόταν ένας υποχθόνιος βαρύς κρότος που σου έκοβε την ανάσα..
Την ανάσα σου έκοβε και η μυρωδιά από το μπαρούτι που ήταν μετά από λίγο στην ατμόσφαιρα..
Μετά την Ανάσταση συνήθως ο κόσμος εξαφανιζόταν. Όχι γιατί δεν ήθελε να μείνει στην εκκλησίααλλά γιατί ήθελαν να πάνε σπίτι να φάνε ξελιγωμένοι από την πεινά μιας εβδομάδας και βάλε νηστείας.
Περίμενε η μαγειρίτσα. Τα κουλουράκια και μερικά μπριζολάκια βραστά.. Το Αρνιά στην σούβλα ήταν την επόμενη.
Και έτσι η «Ανάσταση» θα μείνει φωτεινή, ολοφώτεινη θύμηση – αποκτώντας και μια μεταφορική έννοια φωτεινότητας στην παιδική φαντασία – κάτι που δεν θα μπορούμε πλέον να γευτούμε σήμερα. Το ίδιο ανεξίτηλη και η Κυριακή του Πάσχα αλλά για διαφορετικούς λόγους. Και επιχειρούμε να κλέψουμε μέσα από τις θύμησές μας εικόνες και θραύσματα εικόνων εκείνων των καιρών, για να δροσίσουμε κατ’ λίγο την ξηρασία της ψυχής, που την προκάλεσε τόσο προκλητικά η μακρά περίοδος της καταναλωτικής ιδεολογίας και του τεχνολογικού ευδαιμονισμού.