Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Το πρωθυπουργικό διάγγελμα, η άρση της καραντίνας και οι μισές αλήθειες
«Κλείδωσε» και το Πάσχα η κυβέρνηση, καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία προς τη σταδιακή (και εν πολλοίς πειραματική) άρση της καραντίνας τόσο στη δική μας χώρα όσο και σε άλλες...
ακόμη και σε κάποιες απ’ αυτές που έχουν πληρώσει πολύ βαρύ τίμημα για την έκθεσή τους στην πανδημία του κορωνοϊού SARS-CoV-2 και της ασθένειας Covid-19 που αυτός προκαλεί.
Στην Ελλάδα τα πράγματα εξακολουθούν να πηγαίνουν πολύ καλά, καθώς η θέση της στην παγκόσμια κατάταξη του συνολικού αριθμού εξακολουθεί να πέφτει μέρα με τη μέρα (δέκα περίπου θέσεις έχει πέσει τις τελευταίες δύο εβδομάδες).
Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνουν κυβερνητικοί παράγοντες και ειδικοί επί του θέματος επιστήμονες, τα δύσκολα είναι μπροστά: η άρση της καραντίνας και η επανεκκίνηση της οικονομίας (της οποίας το «κλείδωμα» έχει βαρύτατο κόστος σε όλο τον πλανήτη) θα πρέπει να γίνουν με τεράστια προσοχή και πολύ σοβαρό σχεδιασμό, ώστε να μην προκύψουν ανεπιθύμητα πισωγυρίσματα, τα οποία θα είναι πολλαπλώς καταστροφικά.
Φυσικά το βάρος της ομαλής επιστροφής θα πέσει και αυτό στην ελληνική κοινωνία, η οποία ανέλαβε να εφαρμόσει ένα (ιδιαίτερα σκληρό για πολλούς) πρόγραμμα κοινωνικής αποστασιοποίησης και απομόνωσης, ώστε να αποφευχθεί μια υγειονομική κρίση, την οποία δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να αντέξει το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Το πρώτο σκέλος υπήρξε απολύτως επιτυχημένο από υγειονομική σκοπιά, ωστόσο οι οικονομικές παρενέργειες είναι βέβαιο, ότι, ακόμη κι αν αρθεί σύντομα η καραντίνα, θα χρειαστούν δύο με τρία χρόνια για να «θεραπευτούν». Και όχι σίγουρα για όλους.
● Όχι μόνο επειδή –και αυτή– η κρίση θα επιχειρηθεί να γίνει «ευκαιρία» για περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων και μείωση εισοδημάτων.
● Αλλά και διότι δεν θα αντέξουν όλες οι επιχειρήσεις το «κλείδωμα» και, συνεπώς, δεν θα διατηρήσουν όλοι οι εργαζόμενοι τις θέσεις εργασίας που κατείχαν πριν από την κρίση της πανδημίας.
Σε ότι αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης και το πώς διαγράφεται η επόμενη μέρα, το προχθεσινό διάγγελμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πλήρη οδηγό για την «επόμενη μέρα», περιείχε μερικές ενδιαφέρουσες παραδοχές, αλλά και κάποιες μισές αλήθειες…
Το «ξεκλείδωμα»
«Η επιστροφή στην κανονική ζωή θα γίνει σταδιακά και σε φάσεις. Και μόνο όταν αυτό θα τεκμηριώνεται από επιστημονικά δεδομένα. Πάνω απ’ όλα θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε για καιρό τους ηλικιωμένους και όσους πάσχουν από βαριά, χρόνια νοσήματα» είπε ο πρωθυπουργός.
Αυτό το σημείο διαβάζεται σε συνδυασμό με την προειδοποίηση ότι «η παραμικρή επανάπαυση, ωστόσο, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε οδυνηρό πισωγύρισμα».
Επομένως δεν θα πρέπει να περιμένουμε τη σύντομη επιστροφή στην «κανονικότητα» της προηγούμενης περιόδου. Άλλωστε ακόμη και χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες έχουν οικονομίες πολλαπλάσιου όγκου από την ελληνική και βιάζονται να τις επανεκκινήσουν, μόνο έτοιμες δεν είναι για «ξεκλείδωμα» και τα όποια δειλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση γίνονται με την ψυχή στα δόντια και υπό τον φόβο μιας άτακτης υποχώρησης.
Το ρίσκο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, καθώς οι αποφάσεις του τελευταίου Eurogroup για ενίσχυση των χωρών - μελών της Ε.Ε. δεν είχαν ουσιαστικό αντίκρισμα, ειδικά για τις μεγαλύτερες οικονομίες. Η μόνη ουσιαστική ενίσχυση έρχεται από την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράσει μαζικά χρέος και να προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο ρευστότητας.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι η Ιταλία δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει την υποτιθέμενη «διευκόλυνση» που αποφάσισε να παράσχει ο ESM, λόγω του φόβου ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι οι εγγυήσεις έναντι της – έτσι κι αλλιώς μικρής – χρηματοδότησης μέσω της πιστωτικής γραμμής θα είναι «χαλαρές», ουδείς εμπιστεύεται τις προθέσεις του ESM και του κύριου εγγυητή του, της Γερμανίας.
Για τον ίδιο λόγο –αν και δεν ειπώθηκε στεντόρεια τη φωνή– ούτε η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να βάλει το κεφάλι της στον τορβά του κυρίου Ρέγκλινγκ.
Περί Υγείας
«Μέσα στην πρωτοφανή αυτή κρίση άλλαξαν πολλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αλλάξαμε κι εμείς. Πιστεύω προς το καλύτερο. Ένα νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας χτίζεται, ήδη, καθώς σε μόλις πέντε εβδομάδες έγιναν όσα δεν γίνονταν επί δεκαετίες.
Συναντήθηκα και μίλησα με τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής στα νοσοκομεία. Θαύμασα τις ικανότητες, την αφοσίωση και τη θέλησή τους. Και διαπίστωσα από κοντά ότι μαζί με τα κτήρια και τα τεχνικά μέσα εκσυγχρονίζονται και οι αντιλήψεις για τον ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας Υγείας.
Η αναμόρφωση του ΕΣΥ δεν σταματά εδώ. Αποτελεί προσωπική μου δέσμευση να προσθέσουμε αμέσως εκατοντάδες κρεβάτια ΜΕΘ, ώστε να προσεγγίσουμε γρήγορα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Η παραπάνω «διαπίστωση» του πρωθυπουργού συνιστά σαφώς «μισή αλήθεια».
Κατ’ αρχάς δεν άλλαξε απολύτως τίποτε στην Υγεία στη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Ούτε άνθρωποι προσελήφθησαν, ούτε το σύστημα κατέστη έτοιμο να αντιμετωπίσει επιτυχώς ένα πανδημικό φαινόμενο, ούτε στο ιατροτεχνολογικό πεδίο έγινε κάποια σοβαρή κυβερνητική παρέμβαση. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε –ορθότατα– η κυβέρνηση προτίμησε εξαρχής να κρατήσει μακριά από το ΕΣΥ το ενδεχόμενο πανδημικού κύματος εφαρμόζοντας την τακτική της κοινωνικής απομόνωσης.
Για να είμαστε απολύτως ακριβείς, όταν συστήματα Υγείας πολύ υψηλότερων προδιαγραφών, όπως αυτά της Λομβαρδίας και της Ισπανίας, γονατίζουν από το βάρος της πανδημίας, το εγκαταλελειμμένο στη μοίρα του ΕΣΥ δεν θα είχε καμιά απολύτως τύχη. Συνεπώς πράγματι η πρόληψη απέδωσε (και συνεχίζει να αποδίδει) τα μέγιστα, αλλά καμιά ουσιαστική βελτίωση του ΕΣΥ δεν προέκυψε.
Το μόνο ενδιαφέρον στην πρωθυπουργική τοποθέτηση ήταν η αναγνώριση του ρόλου του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο υπέστη βάρβαρη μείωση τα πρώτα χρόνια των μνημονίων και ακόμη και σήμερα δεν ενισχύεται. Ωστόσο ο ηρωισμός των ανθρώπων αυτών δεν επιδείχθηκε τώρα, ως εκ θαύματος, επί κορωνοϊού. Αποδεικνύεται κάθε μέρα και ώρα επί πολλά χρόνια, αλλά δυστυχώς χωρίς αναγνώριση. Και έτσι θα μείνει η κατάσταση, αν διαβάζουμε σωστά τις πρωθυπουργικές δηλώσεις.
Επομένως, ουδείς γνωρίζει, ποια κατάσταση θα διαμορφωθεί αν η πανδημία επιστρέψει πιο επιθετική.
Πόσο και τι είδους κράτος;
«Η Ελλάδα μετά την πανδημία πρέπει να είναι μία ανανεωμένη Ελλάδα! Η κρίση ίσως μας πληγώσει. Θα μας έχει οπλίσει, ωστόσο, με πολύτιμες εμπειρίες για να οικοδομήσουμε ένα πιο ισχυρό και σύγχρονο κράτος. Γιατί, ακριβώς, τα μεγάλα βήματα που γίνονται τώρα είναι όπλα που μπορούν να κάνουν αυτή την πρόσκαιρη δοκιμασία μοχλό σταθερής προόδου».
Για μια παράταξη παραδοσιακά προσηλωμένη στην ελεύθερη αγορά, με έναν εκ πολιτικής κληρονομιάς νεοφιλελεύθερο ηγέτη και μια κυβέρνηση στελεχωμένη με στελέχη της αγοράς σε νευραλγικούς τομείς στρατηγικού σχεδιασμού και εκπροσώπησης, η εξαγγελία για «πιο ισχυρό και σύγχρονο κράτος» (με έμφαση στο «ισχυρό») είναι, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Όχι πάντως εντελώς άσχετη με την τάση που ήδη διαφαίνεται, ότι ισχυροποιείται διεθνώς.
Αμέτρητες αναλύσεις με μεγάλα και έγκυρα ΜΜΕ του πλανήτη διαβλέπουν, ότι οι ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, ύστερα από τις οδυνηρές διαπιστώσεις που κάνουν στην εποχή του κορωνοϊού για τα μειονεκτήματα της υπερβολικής αλληλεξάρτησης των οικονομιών, την ευαλωτότητα των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων και την αδυναμία των κρατών να κατοχυρώσουν αυτάρκεια σε κρίσιμα αγαθά, αναμένεται να κάνουν περισσότερες εσωστρεφείς επιλογές τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον στα εγκυρότερα διεθνή think tank του φιλελευθερισμού διατυπώνονται εκτιμήσεις και παραινέσεις περί απόλυτης ανάγκης για ευνοϊκότερη προς τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα αναδιανομή του πλούτου, ως συνέπεια της βαθιάς ύφεσης που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη (ένα μικρό μέρος αυτών των εκτιμήσεων αποτυπώνεται και στις σελίδες 14-15 του σημερινού φύλλου του «Ποντικιού»).
Ωστόσο η συζήτηση αυτή δεν είναι νέα. Είναι εντυπωσιακή, τα τελευταία χρόνια, η συχνότητα με την οποία οι γκουρού της πολιτικής ανάλυσης, επικεφαλής ΜΜΕ μεγάλου κύρους, φτάνουν στο σημείο να γράφουν, ότι το μεγάλο πρόβλημα του (ακροδεξιού και όχι μόνο) λαϊκισμού στον ανεπτυγμένο κόσμο, δεν θα πρέπει να χρεώνεται κυρίως στους λαϊκιστές, αλλά στη δραματική ανυποληψία των οικονομικών και πολιτικών ηγεσιών.
Τα φαινόμενα επικράτησης «λαϊκιστών» ή «εθνοκαπήλων» σε πλήθος χωρών της Δύσης σχετίζονται απολύτως με:
● Το διαρκές άνοιγμα της εισοδηματικής ψαλίδας υπέρ του υπερπλούσιου 1%.
● Τη σκανδαλώδη επέκταση του χωρίς δικαιώματα πρεκαριάτου και τη θεσμοποίηση της διάχυτης ανασφάλειας.
● Τη διάλυση της παραγωγικής βάσης των χωρών διά της μεταφοράς τεράστιων μονάδων στην Ασία, με αποτέλεσμα τη μαζική εξαφάνιση παραδοσιακών θέσεων εργασίας.
● Την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους (και του κράτους εν γένει).
● Τη διάλυση της μεσαίας τάξης παντού στη Δύση.
● Την απώλεια της αίσθησης ότι «η εξουσία πηγάζει από τον λαό».
● Τη χυδαία εξάρτηση της πολιτικής εξουσίας από τον χρηματιστικό και τραπεζικό πλούτο.
● Την περιφρόνηση των εθνικών συμφερόντων και ταυτοτήτων στο όνομα της ελεύθερης αγοράς και όσων αυτή πρεσβεύει.
Ο κατάλογος των αιτίων είναι πολύ μεγαλύτερος και το εντυπωσιακό είναι, ότι δεν καταρτίζεται ούτε από «εθνικιστές» ούτε από «λαϊκιστές», αλλά από κορυφαίους μιντιακούς εκφραστές των θερμότερων θιασωτών του οικονομικού φιλελευθερισμού, οι οποίοι βλέπουν τα πολιτικά συστήματα της Δύσης να κρασάρουν, αν δεν κάνουν μια γενναία στροφή.
Η ελληνική «ιδιαιτερότητα»
Την ώρα που στα μεγάλα αγγλοσαξονικά ΜΜΕ διατυπώνεται η εκτίμηση, ότι συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες η «επιστροφή» στην αναδιανεμητική λογική της περιόδου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός φτωχού και ρακένδυτου συγγενούς και μιας αποικίας χρέους, ενώ ταυτοχρόνως αποτελεί ένα γεωπολιτικό πιόνι στη μεγάλη σκακιέρα της ευρύτερης περιοχής μας.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ακόμη και αν μεγάλες οικονομίες του πλανήτη αποφασίσουν να διαφοροποιήσουν το μοντέλο τους, για την Ελλάδα τίποτε δεν είναι αυτονόητο.
● Η αστική τάξη έχει απαρνηθεί τον εθνικό της ρόλο. Κάτι πήγε να... «θυμηθεί» αυτές τις μέρες προσφέροντας ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό στα δοκιμαζόμενα νοσοκομεία, αλλά απέχει πάρα πολύ από την επίδειξη ηγεσίας.
● Η μεσαία (και κατά βάση μικρομεσαία) τάξη, έχοντας ενσωματώσει πλήρως όλες τις «ηθικές», ιδεολογικές και άλλες παθογένειες της αστικής, αντί να αποτελεί κρίσιμο παραγωγικό κρίκο της οικονομίας, αποτελεί διαχρονικά το αρνητικό παράδειγμα διαφθοράς, διαπλοκής, παρασιτισμού και φοροδιαφυγής.
● Η πολιτική «τάξη» έχει προτιμήσει τον ρόλο ενός απλού τροχονόμου που τηρεί ισορροπίες μεταξύ (εγχώριων και εξωχώριων) ισχυρών, ενίοτε παρεμβαίνει για να τις αναδιατάξει μερικώς, αλλά κατά βάση αποτελεί τον αχθοφόρο που θα μεταφέρει στη Βουλή τους όρους της εθνικής και κοινωνικής εξάρτησης και υποτέλειας και στο τέλος θα φάει ένα πρόσκαιρο εκλογικό «ξύλο».
● Το κράτος δεν είναι καθόλου εύκολο (για όλους τους παραπάνω λόγους) να πάψει να λειτουργεί ως μεσάζων εξυπηρέτησης μεγάλων και μικρών συμφερόντων. Θα έπρεπε να συνεργήσουν πολλοί παράγοντες και ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο, το οποίο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Η πολλαπλότητα των ελληνικών προβλημάτων (τα οποία, εκτός από την ανυπόληπτη οικονομία και την τριτοκοσμική οργάνωση του κράτους, εκτείνονται και στην εθνική ακεραιότητα) καθιστά όλους τους παραπάνω παράγοντες ιδιαίτερα ευάλωτους στην απαξίωση, από μια κοινωνία η οποία, όσο και αν έχει προσαρμοστεί στους κανόνες ενός στημένου παιχνιδιού, αντιλαμβάνεται πλήρως ότι «παίζεται» η ύπαρξή της.
Υπ’ αυτήν την έννοια η Ελλάδα έχει μεν κοινά προβλήματα με αυτά άλλων δυτικών εταίρων της, αλλά οι απειλές εναντίον της απαιτούν πολλά περισσότερα από αυτάρεσκους κυβερνήτες χαμηλού βεληνεκούς και μειωμένης προσδοκίας, από ΜΜΕ τυφλούς χειροκροτητές και προαγωγούς εμφυλιοπολεμικών γελοιοτήτων και από ψηφοφόρους που νομίζουν, ότι η εξυπηρέτηση μικροσυμφερόντων μπορεί να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ύπαρξή τους.
Η αλήθεια είναι, πως, τα τελευταία χρόνια, η ελληνική κοινωνία έχει κάνει σοβαρά βήματα προς τη συνειδητοποίηση των υπαρξιακών προβλημάτων της χώρας, έχει κερδίσει τον στοιχειώδη αυτοσεβασμό της και δείχνει ποικιλοτρόπως, ότι είναι διατεθειμένη να παλέψει κόντρα στο κύμα. Καιρός είναι, να δείξουν και οι ηγεσίες της παρόμοια διάθεση, πέρα από επικοινωνιακά κολπάκια που ξεφουσκώνουν σε μερικές μέρες, εβδομάδες και μήνες.
Στην οικονομία και στην εθνική ακεραιότητα θα κριθούν όλα – και όλοι...
Πηγή: topontiki.gr