30 Οκτ 2011

Οι βασικές αιτίες για το χρέος παραμένουν


Αρθρο του ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ
Λέκτορας Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης
Η κρίση δημόσιου χρέους που πλανιέται στην Ευρώπη, από την εκδήλωσή της στην Ελλάδα, δεν αποτελεί αιτία αλλά αποτέλεσμα της κρίσης του 2008, την οποία δημιούργησαν οι τράπεζες, μαζί και οι ευρωπαϊκές, «ζόμπι»...
 
πλέον, που στηρίζονται στην κρατική ενίσχυση και στους μισθωτούς που την πληρώνουν.

Το «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι αναγκαίο συνεπακόλουθο των πολιτικών του μνημονίου που το κατέστησαν μη βιώσιμο. Πολιτικές οι οποίες στηρίζονται στις ιδέες της μη αλληλεγγύης (διεθνούς και εγχώριας), που χρησιμοποιούν τα ελλείμματα και την ύφεση που προκαλούν ή επιτείνουν ως όπλα με στόχο την υποτίμηση της εργασίας και την αποδόμηση του όποιου κοινωνικού κράτος.

Το δημόσιο χρέος δεν θα γίνει βιώσιμο μετά την υλοποίηση των αποφάσεων της 27/10 επειδή παραμένουν οι βασικές αιτίες που το προκαλούν. 
Η βιωσιμότητα δεν εξαρτάται μόνο από το μέγεθος του χρέους και επομένως του «κουρέματος» αλλά και από το αν δημιουργούνται εισοδήματα στην οικονομία (ρυθμοί μεγέθυνσης), το ύψος των επιτοκίων και από τη σχέση εσόδων-δαπανών.

Με βάση τις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν - σημαντικές λεπτομέρειες δεν διευκρινίζονται - η ανεπαρκής διαγραφή 50% επί μόνο των ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες (τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία), ύψους περίπου 100 δισ., εξαιρώντας αυτά που κατέχονται από τις κεντρικές τράπεζες και τα δάνεια της τρόικας, με βάση τους ανεπίσημους ακόμη υπολογισμούς του ΔΝΤ, θα μειώσει το δημόσιο χρέος στο 150% του ΑΕΠ για το 2012
Στη συνέχεια, αν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τις αισιόδοξες υποθέσεις που υιοθετούνται από το ΔΝΤ, θα προκύψει χρέος 120% του ΑΕΠ το 2020.  
Ωστόσο, επειδή το ΔΝΤ μόνιμα υποεκτιμά τις επιπτώσεις των υφεσιακών πολιτικών τίποτα δεν εγγυάται την επίτευξη αυτών των στόχων - το αντίθετο.
Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας όχι μόνο του χρέους αλλά και της ελληνικής κοινωνίας πλέον απαιτεί άλλες πολιτικές: Φορολόγηση του πλούτου και όχι των μισθωτών, δημόσιες δαπάνες για να τιθασευτεί η ανεργία, προσανατολισμό σε μορφές οργάνωσης της οικονομίας που βάζουν τις κοινωνικές ανάγκες πάνω από τα κέρδη. 
Αυτό είναι επείγον, τώρα: η ανεπίσημη έκθεση της Ε.Ε. διαπιστώνει, ότι οι πολιτικές περιορισμού της εσωτερικής ζήτησης έχουν ήδη προκαλέσει μία μόνιμη καταστροφή παραγωγικών δυνατοτήτων.

Με δεδομένες τις ακολουθούμενες πολιτικές αντί για πολιτικές που θα βασίζονται στις ιδέες της αλληλεγγύης, όσο μεγαλύτερη διαγραφή χρέους προκύψει, τόσο καλύτερη επιλογή θα είναι, επειδή θα αποτελεί αναγκαία συνθήκη (αλλά όχι ικανή - εξαρτάται από τις πολιτικές που ακολουθούνται) για να εξασθενεί η πίεση πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις. 
Το «νέο μνημόνιο» που θα έρθει προς ψήφιση, η νέα μακρόχρονη πολιτική επίθεσης στον κόσμο της εργασίας και το σκηνικό κοινωνικής ερήμωσης που θα ζήσει η Ελλάδα στα επόμενα έτη, δεν θα έρθουν επειδή «κουρευτήκαμε», αλλά σαν συνέχεια των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης.

Η προσπάθεια που κατέβαλε, με όλα τα μέσα, το λόμπι των τραπεζιτών, να πείσει, ότι το καλύτερο κούρεμα είναι το μη κούρεμα, δεν απηχεί κάποιο καημό για τις ανάγκες χρηματοδότησης της οικονομίας, ούτε αφορά τις ιδέες της αλληλεγγύης απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία, τα αποθεματικά των οποίων αποτελούν ευκαιρίες προσόδων για τις τράπεζες και τα οποία πλήττονται συνεχώς, όχι μόνο από το «κούρεμα». 
Το κούρεμα του ελληνικού χρέους σήμερα πλήττει τους κατόχους των τραπεζών. Και επιτέλους, τα ομόλογα βρέθηκαν στην κατοχή τους με κριτήριο τα υπερκέρδη που αποκόμιζαν από αυτά τα προηγούμενα χρόνια, λειτουργώντας ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.

Με δεδομένες αυτές τις πολιτικές, το κούρεμα έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής και να είναι μεγάλο. Ας σκεφτούμε: με κούρεμα στο 60% αντί 50% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, το ΔΝΤ υπολογίζει επιπλέον μείωση του χρέους κατά 25 δισ. περίπου, περισσότερα από τα χρήματα όλων των μέτρων του μεσοπρόθεσμου, ενώ συγχρόνως μειώνονται οι πληρωμές τόκων κατά 1,5 δισ. κάθε χρόνο, όσες είναι οι απαιτήσεις μείωσης των μισθών και των συντάξεων στο μεσοπρόθεσμο.

Τέλος, ειδικά για την Ελλάδα, οι όροι βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους περνάνε μέσα από την επιλογή της σχέσης εσόδων και δαπανών, που θα μηδενίσει τα ελλείμματα και αποτελεί συνθήκη βιωσιμότητας του όποιου χρέους απομείνει. 

Το πραγματικό ερώτημα είναι: θα πληρώσουν οι πλούσιοι, ώστε να έχουμε κοινωνικό κράτος ή δεν θα πληρώσουν και θα οδηγηθούμε σε αποδόμησή του και κοινωνική ερημοποίηση;

ΠΗΓΗ: enet.gr