Τι πρέπει κάνουμε στη συνέχεια των κινητοποιήσεων του Occupy Wall Street - των κινητοποιήσεων που ξεκίνησαν εκεί μακριά, κατέλαβαν το κέντρο της δημοσιότητας και τώρα, με νέα ορμή...
συνεχίζονται και διαχέονται σε όλο τον κόσμο;
Ένας από τους μεγαλύτερους κίνδυνους που αντιμετωπίζουν οι διαδηλωτές είναι να ερωτευτούν τους εαυτούς τους.
Αυτή την εβδομάδα, στην αντίστοιχη διαμαρτυρία του Σαν Φρανσίσκο, ένας από τους συμμετέχοντες κάλεσε τους συγκεντρωμένους να συμμετάσχουν στο κίνημα σα να επρόκειτο για χάπενινγκ χίπηδων του ’60: «Μας ρωτάνε ποιο είναι το πρόγραμμά μας. Δεν έχουμε πρόγραμμα. Είμαστε εδώ γιατί περνάμε καλά!».
Οι φιέστες είναι εύκολες. Το πραγματικό τεστ της αξίας τους, όμως, είναι, το τι θα μείνει την επόμενη μέρα, πόσο θα αλλάξει η κανονικότητα της καθημερινής μας ζωής. Οι διαδηλωτές πρέπει να ερωτευτούν τη σκληρή και επίπονη δουλειά - βρίσκονται στην αρχή, όχι στο τέλος.
Το βασικό τους μήνυμα είναι: το ταμπού έχει σπάσει, δεν ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Έχουμε το δικαίωμα, ακόμα και την υποχρέωση, να σκεφτούμε εναλλακτικές λύσεις.
Σαν μια μορφή της εγελιανής τριάδας, η δυτική Αριστερά έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της: αφού εγκατέλειψε την, ούτως ειπείν, «ουσιοκρατία της πάλης των τάξεων» χάριν του πλουραλισμού του αντιρατσιστικού, του φεμινιστικού και άλλων αγώνων, ο καπιταλισμός εμφανίζεται και πάλι ξεκάθαρα ως το όνομα του προβλήματος.
Συνεπώς, το πρώτο μάθημα για μας είναι: Μην κατηγορείτε τους ανθρώπους, μην τους εγκαλείτε για όσα κάνουν. Το πρόβλημα δεν είναι η διαφθορά και η απληστία· το πρόβλημα είναι το σύστημα που σε κάνει διεφθαρμένο. Η λύση δεν έγκειται σε αυτό που λέει το σύνθημα «Μέιν Στριτ, όχι Γουόλ Στριτ», αλλά στο να αλλάξουμε ένα σύστημα στο οποίο η Μέιν Στριτ δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη Γουόλ Στριτ.
Έχουμε ακόμα μακρύ δρόμο μπροστά μας, και σύντομα θα πρέπει να απαντήσουμε στις όντως δύσκολες ερωτήσεις: όχι το τι δεν θέλουμε, αλλά το τι θέλουμε. Ποιο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης μπορεί να αντικαταστήσει τον υπάρχοντα καπιταλισμό; Τι τύπου νέους ηγέτες θέλουμε; Ποιους μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτικών και κατασταλτικών μηχανισμών, χρειαζόμαστε; Είναι εμφανές ότι οι εναλλακτικές του 20ού αιώνα απέτυχαν.
Αν και είναι συναρπαστικό να ζούμε τη χαρά της «οριζόντιας οργάνωσης» του πλήθους που διαδηλώνει ισότιμα, αλληλέγγυα που μετέχει σε ελεύθερες ανοιχτές συζητήσεις, ας μην ξεχνάμε αυτό που έγραψε ο Τζ. Κ. Τσέτσερτον: «Το να έχεις απλώς ανοιχτό μυαλό δεν σημαίνει τίποτα. Ο σκοπός ενός ανοιχτού μυαλού, όπως και ενός ανοιχτού στόματος, είναι, όταν ξανακλείσει, να έχει καταλήξει σε κάτι στέρεο». Αυτό ισχύει και με την πολιτική σε τούτη την εποχή της αστάθειας: οι ανοιχτές συζητήσεις θα πρέπει να απολήγουν όχι μόνο σε νέα «κυρίαρχα σημαίνοντα», αλλά και σε χειροπιαστές απαντήσεις στο παλιό λενινιστικό ερώτημα «Τι να κάνουμε;».
Οι ευθείες επιθέσεις των συντηρητικών είναι εύκολο να απαντηθούν.
Είναι οι διαδηλώσεις αντιαμερικανικές; Όποτε οι συντηρητικοί φονταμενταλιστές λένε ότι η Αμερική είναι ένα χριστιανικό έθνος, ας θυμόμαστε τι είναι ο χριστιανισμός: είναι το Άγιο Πνεύμα, η ελεύθερη κοινότητα των πιστών που ζουν ίσοι μεταξύ τους, ενωμένοι από την αγάπη. Οι διαδηλωτές λοιπόν είναι το Άγιο Πνεύμα, ενώ οι ειδωλολάτρες της Γουόλ Στριτ λατρεύουν ψεύτικα είδωλα.
Είναι οι διαδηλωτές βίαιοι; Η φρασεολογία τους μπορεί να φαίνεται βίαιη (κατάληψη κλπ.), αλλά είναι βίαιοι μόνο με την έννοια που ήταν ο Μαχάτμα Γκάντι. Είναι βίαιοι, γιατί θέλουν να βάλουν ένα τέλος στην σημερινή κατάσταση των πραγμάτων – αλλά μπορεί να συγκριθεί η βία αυτή, με την βία που απαιτείται για να λειτουργήσει ομαλά το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα;
Τους λένε λούζερ, αποτυχημένους – κι όμως, μήπως πρέπει να αναζητήσουμε τους πραγματικούς λούζερ στη Γουόλ Στριτ, όλους εκείνους που έλαβαν μεγάλα πακέτα διάσωσης;
Τους αποκαλούν σοσιαλιστές - αλλά στις ΗΠΑ ο σοσιαλισμός ισχύει ήδη για τους πλούσιους.
Τους κατηγορούν ότι δεν σέβονται την ατομική ιδιοκτησία - αλλά τα κερδοσκοπικά παιχνίδια της Γουόλ Στριτ, που οδήγησαν στο κραχ του 2008 κατέστρεψαν πολύ περισσότερες περιουσίες, που είχαν κερδηθεί με ιδρώτα, από όσες θα μπορούσαν οι διαδηλωτές, ακόμη και αν τα σπάγαν μέρα και νύχτα - σκεφτείτε απλώς τα χιλιάδες σπίτια που κατασχέθηκαν.
Δεν είναι κομμουνιστές, αν με τη λέξη «κομμουνισμός» εννοούμε το σύστημα που δικαίως κατέρρευσε το 1990· και ας μην ξεχνάμε ότι οι κομμουνιστές που βρίσκονται ακόμη στην εξουσία εφαρμόζουν τον πιο αδίστακτο καπιταλισμό. Η επιτυχία του κινέζικου «“κομμουνιστικού” καπιταλισμού» αποτελεί ένα δυσοίωνο σημάδι, ότι ο γάμος καπιταλισμού και δημοκρατίας οδεύει προς το διαζύγιο. Η μόνη έννοια με την οποία οι διαδηλωτές είναι κομμουνιστές είναι ότι νοιάζονται για τα κοινά αγαθά - τη φύση, τη γνώση - που απειλούνται από το σύστημα.
Τους κατηγορούν για αιθεροβάμονες, αλλά οι πραγματικοί αιθεροβάμονες είναι εκείνοι, που πιστεύουν ότι η κατάσταση μπορεί να μείνει εντελώς απαράλλακτη επ’ αόριστον, με κάποιες μόνο διακοσμητικές αλλαγές.
Δεν είναι αιθεροβάμονες και ονειροπαρμένοι· είναι αυτοί που ξυπνάνε από ένα όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη. Δεν καταστρέφουν τίποτε, μονάχα αντιδρούν σε ένα σύστημα που σιγά σιγά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή.
Όλα αυτά όμως είναι το εύκολο μέρος. Οι διαδηλωτές πρέπει να προσέχουν όχι μόνο τους εχθρούς, αλλά και τους ψευτοφίλους, αυτούς που παριστάνουν τους υποστηρικτές, ενώ ήδη εργάζονται εντατικά για να διαλύσουν την κινητοποίηση. Όπως ακριβώς έχουμε καφέ ντεκαφεϊνέ, μπύρα χωρίς αλκοόλ και παγωτά με μηδέν λιπαρά, αυτοί που κατέχουν την εξουσία θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν τις διαδηλώσεις σε μια σε ένα αβλαβές ηθικολογικό διάβημα.
Στην πυγμαχία, «λαβή» σημαίνει να κρατάς το σώμα του αντιπάλου με το ένα ή τα δυο σου χέρια, για να αποφύγεις ή για να δυσκολέψεις ένα χτύπημα.
Η αντίδραση του Μπιλ Κλίντον στις κινητοποιήσεις της Γουόλ Στριτ αποτελεί ιδεοτυπική περίπτωση πολιτικής «λαβής». Ο Κλίντον θεωρεί, ότι αυτές οι διαδηλώσεις συνιστούν «εν συνόλω αναμφίβολα […] θετικό γεγονός», αλλά ανησυχεί για το νεφελώδες των στόχων: «Χρειάζεται να υπάρχουν συγκεκριμένα θετικά αιτήματα, να μην είσαι απλώς αντίθετος, γιατί αν εξαντλείσαι στην εναντίωση, τότε κάποιος άλλος θα καλύψει το κενό που δημιουργείς εσύ», είπε. Ο Κλίντον πρότεινε στους διαδηλωτές, να στρατευθούν πίσω από το νέο πρόγραμμα απασχόλησης του Προέδρου Ομπάμα, το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, μπορεί να δημιουργήσει «δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας μέσα τον επόμενο ενάμιση χρόνο».
Αυτό στο οποίο πρέπει να εναντιωθούμε στην παρούσα φάση, είναι ακριβώς αυτή η εσπευσμένη μετάφραση του δυναμισμού του κινήματος σε μια σειρά πραγματιστικά αιτήματα. Πράγματι, οι κινητοποιήσεις δημιούργησαν ένα κενό - ένα κενό στο επίπεδο της κυρίαρχης ιδεολογίας, και χρειάζεται χρόνος για να καλύψουμε αυτό το κενό με τον σωστό τρόπο, γιατί είναι ένα κενό που δεν έχει γεννηθεί ακόμα, ένα άνοιγμα στο πραγματικά καινούργιο.
Ο λόγος, που οι διαδηλωτές βγήκαν στο δρόμο, είναι, γιατί βαρέθηκαν έναν κόσμο όπου, για να νιώθουμε, αρκεί να ανακυκλώνουμε τα κουτάκια της Κόκα Κόλα, να δίνουμε δυο δολάρια σε ελεημοσύνες ή να προτιμάμε εκείνο τον καπουτσίνο το 1% του οποίου θα δοθεί για την ανακούφιση του Τρίτου Κόσμου. Είχαν αναθέσει σε τρίτους (outsourcing) την εργασία και τα βασανιστήρια, είχαν αναθέσει στα γραφεία συνοικεσίων ακόμη και τα ραντεβού, είχαν εκχωρήσει, για μεγάλο διάστημα και την πολιτική τους βούληση, αναθέτοντας σε τρίτους και την πολιτική - τώρα όμως τα θέλουν όλα αυτά πίσω.
Η τέχνη της πολιτικής είναι, να επικεντρώνεσαι σε ένα συγκεκριμένο αίτημα, το οποίο, αν και απολύτως «ρεαλιστικό», αμφισβητεί τον πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας: για παράδειγμα, ένα αίτημα που, παρότι είναι σίγουρα εφικτό και νομιμοποιημένο, αυτή τη στιγμή είναι εντελώς αδύνατον να πραγματωθεί (το δημόσιο σύστημα υγείας για όλους στις ΗΠΑ αποτελεί μια τέτοια περίπτωση). Την επαύριο των διαδηλώσεων του Occuppy Wall Street, πρέπει να κινητοποιήσουμε με κάθε τρόπο ανθρώπους για να διατυπώσουμε τέτοια αιτήματα· την ίδια στιγμή, είναι εξίσου σημαντικό να μην παγιδευόμαστε στο πεδίο των συμβιβασμών και των «ρεαλιστικών» προτάσεων.
Αυτό που πρέπει να έχουμε διαρκώς στο μυαλό μας είναι, ότι κάθε συζήτηση που διεξάγεται εδώ και τώρα, παραμένει μια συζήτηση στο γήπεδο του αντιπάλου· χρειάζεται χρόνος για να ξεδιπλώσουμε το νέο πολιτικό περιεχόμενο.
Όλα όσα λέμε τώρα, μπορούν να μας τα πάρουν - τα πάντα, εκτός από τη σιωπή μας.
Αυτή η σιωπή, αυτή η απόρριψη του διαλόγου, η απόρριψη κάθε είδους «λαβής» είναι η δικιά μας «τρομοκρατία», απειλητική και τρομακτική, όπως οφείλει να είναι.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Guardian», στις 27.10.2011 μετάφραση: Νικόλας Βαγδούτης. Αναδημοσιεύθηκε στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΠΗΓΗ: tvxs.gr