18 Σεπ 2011

Μάνος Λοΐζος


Του Λευτέρη Π. Παπαδόπουλου
Συμπληρώνονται σήμερα 29 χρόνια από τη μέρα που πέθανε στη Μόσχα ο Μάνος Λοΐζος. 
Νοσηλευόταν με εγκεφαλικό. 
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 τον χτύπησαν τρία. Απανωτά. Το τρίτο ήταν μοιραίο...

Η κηδεία του έγινε εδώ. Με χιλιάδες κόσμο στο Α' Νεκροταφείο.
 

Τον θυμάμαι, σχεδόν καθημερινώς, τον Μάνο. Ηταν σπουδαίος συνθέτης και ξεχωριστός άνθρωπος. Εδειχνε οκνηρός, μουδιασμένος, αλλά μέσα του έκαιγε μια δυνατή φλόγα. 
Ηταν πρώτος στη διασκέδαση, στον χαβαλέ, στο ξενύχτι, στην οινοποσία, στην χαρτοπαιξία, στο καλαμπούρι, στις φάρσες. 
Αλλά όταν έρχονταν η ώρα της δουλειάς, σε κείνο το μικρό δωματιάκι του Χολαργού, που το είχε βαφτίσει, κοροϊδευτικά, «στούντιο», ήταν σκυλί μονάχο! 
Επαιζε μια μελωδία του στο πιάνο. Κατόπιν, τη δοκίμαζε σε μια κιθάρα. Μετά ερχόταν η ώρα των πνευστών. Δεν αποφάσιζε, γιατί ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος. Τον πίεζαν οι δικοί του να αποφασίσει. Τον πίεζα κι εγώ. Στο τέλος παραδινόταν. Μένοντας, όμως, πάντα, με τις αμφιβολίες του.
Είχε μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Μου έλεγε, συχνά, ότι και με τον τηλεφωνικό κατάλογο για στίχους, θα μπορούσε να συνθέσει ένα έργο. Και το πίστευε. Οπως το πίστευα κι εγώ. Και πιο πολύ, ο στενός φίλος και «παραγωγός» του, Αχιλλέας Θεοφίλου. Ο σύζυγος, τότε, της Χαρούλας Αλεξίου. Μάνος, Χαρούλα, Αχιλλέας ήταν αχώριστοι. Κάθε βράδυ μαζί. Κοντά του, ακόμη, ο Δασκαλόπουλος, ο Νεγρεπόντης, ο Ρασούλης, βεβαίως και ο σκηνοθέτης Δαμιανός. Και άλλοι, μπόλικοι. Ανάμεσά τους ο Νίκος Καρούζος, με τον οποίο μονομαχούσαν στο τάβλι. Μέχρι… θανάτου!
 

Κάθε πρωί ο Λοΐζος ερχόταν στο σπίτι μου. Για ένα δίωρο εργασίας και διαφωνιών. Μου έλεγε να παρατήσω τη δημοσιογραφία και να φύγουμε παρέα σε μια εξωτική χώρα. Να γράφουμε τραγούδια, να τα παρουσιάζουμε, νά 'χουμε και δυο ωραία κορίτσια μαζί μας και να ζούμε ευτυχισμένοι, χωρίς καμιά σκοτούρα στα κεφάλια μας. Εγώ, όμως, ήμουν και είμαι δημοσιογράφος. Του το δήλωνα κάθε ώρα και στιγμή και τσαντιζότανε. Κι ύστερα, κατέβαζε μια μπίρα, για να καλμάρουν τα νεύρα του.
 

Κάποια εποχή, κέρδιζε ελάχιστα χρήματα από τους δίσκους, μολονότι ό, τι έγραφε είχε απήχηση, ιδίως στη νεολαία. Τον παρακαλούσαν, τότε, από διάφορα νυχτερινά κέντρα να βάζει το όνομά του στην ταμπέλα τους, ως καλλιτεχνικός διευθυντής και να παίρνει ένα γερό μεροκάματο. 
Απέρριψε όλες τις προτάσεις που του έγιναν. Γι' αυτόν το τραγούδι ήταν «ιερό». Ηταν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Μπιθικώτσης, Μοσχολιού, Χαρούλα, Φαραντούρη. Κι έρχονται σήμερα διάφοροι συνάδελφοι και ασχολούνται, γράφοντας ολοσέλιδα κείμενα με τον Καφάση και τον Χρηστάκη!..
 

Μετά τη δολοφονία του Λόρκα, ο ποιητής Αντόνιο Ματσάδο παρότρυνε τους συναδέλφους του να «λαξέψουν ένα μνημείο από ονειρόπετρα / για τον ποιητή στην Αλάμπρα / πάνω από μια πηγή που τα θλιμμένα της νερά / θα λένε για πάντα / "Αυτό το έγκλημα έγινε στη Γρανάδα, τη δική του Γρανάδα" (μετάφραση Γ. Καστανάρα και Π. Τομαρά, από το βιβλίο της Λέσλι Στέιντον «Λόρκα. Η μπαλάντα μιας ζωής», εκδόσεις Μεταίχμιο). 
Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ για τον Λοΐζο, που ο ίδιος σκότωσε τον εαυτό του, από αδιαφορία, αλίμονο, σε ηλικία 47 χρόνων.

ΠΗΓΗ: tanea.gr