31 Αυγ 2011

Με τα λεφτά των επόμενων γενιών


Tου Πάσχου Mανδραβέλη
Ενα από τα βασικά προβλήματα στην περιστολή των κρατικών δαπανών είναι η αίσθηση των πολιτών, ότι αυτές είναι κάτι σαν τα κοινοτικά κονδύλια.
Πιστεύουν ότι «άλλος πληρώνει», και συνήθως έχουν δίκιο.
Δεν μιλάμε μόνο για τη... φοροδιαφυγή, αν και οι μεγαλύτεροι λάτρεις των κρατικών δαπανών είναι αυτοί που φοροδιαφεύγουν περισσότερο.
Η αίσθηση ότι «άλλος πληρώνει» έχει πραγματική βάση. Για να έχει π.χ. διάσπαρτους κρατικούς ραδιοσταθμούς η χώρα, ΑΕΙ σε κάθε πόλη και σχολές σε κάθε χωριό κ.λπ. η νέα γενιά θα κληθεί να δουλέψει το αντίστοιχο ενάμισι έτους για να αποπληρώσει το χρέος που φτάνει το 150% του ΑΕΠ.

Αυτό βασιζόταν σε μια «μπαγαποντιά» των πολιτικών. Πάντα τους έλεγαν τις αρετές των κρατικών δαπανών, αλλά ποτέ το κόστος τους.

Ετσι με τα λεφτά των άλλων - και κυρίως των παιδιών μας - έχτιζαν πολιτικές καριέρες, προωθούσαν το «δίκαιο αίτημα» της τάδε περιοχής να έχει ένα επιπλέον νοσοκομείο, σε απόσταση 20 χλμ. από το άλλο και εισέπρατταν ψήφους. Ετσι πορευόμασταν χαρούμενοι και ανεπτυγμένοι, παραμυθιάζοντας τη νέα γενιά ότι κάνουμε (διά των δαπανών) αντίσταση στον καπιταλισμό, ενώ στην ουσία κλέβαμε τα λεφτά της ή, ακόμη χειρότερα, το μέλλον της.

Δημιουργήσαμε δε την αίσθηση του αεικίνητου στην οικονομία. Πεισθήκαμε ότι όσο περισσότερα ξοδεύουμε, τόσα περισσότερα θα μας μένουν. Είναι μια θεωρία που παίζει κάθε βράδυ στα καφενεία των οκτώ, και πήρε το βαρύγδουπο όνομα «αναπτυξιακές πολιτικές».
Αυτό το «οικονομικό αεικίνητο» θα κατέληγε σε βραβείο Νομπέλ (και στην αυτοκατάργηση της οικονομικής θεωρίας, αφού η τελευταία είναι η επιστήμη της μεγιστοποίησης του αποτελέσματος από περιορισμένους πόρους), αν η οικονομική κρίση δεν μας έδειχνε την κρυφή μηχανή, η οποία καίγοντας δανεικά κινούσε το «ελληνικό θαύμα».

Σήμερα η μηχανή συνεχίζει να καίει δανεικά (του Μνημονίου), αλλά αυτά γίνονται όλο και πιο δυσεύρετα.
Ολοι κατανοούν ότι πρέπει να γίνουν περικοπές, αλλά σε κάθε μείωση δαπανών ξεπετάγονται οι «αναπτυξιακοί», που είναι υπέρ της μείωσης των δαπανών γενικώς, αλλά εναντίον κάθε συγκεκριμένης περικοπής. Αυτοί είναι συνήθως βουλευτές, τοπικοί παράγοντες, αλλά και δημοσιολογούντες που ξέρουν πόσο χρήσιμοι στην τοπική τους κοινωνία είναι οι ραδιοσταθμοί της ΕΡΑ που ο κρατικός προϋπολογισμός συντηρούσε.
Δεν στηρίζουν το επιχείρημά τους στις ακροαματικότητες, διότι αυτές είναι μηδαμινές.
Το στηρίζουν σε εκείνες τις άμετρες αρετές (που έχουν και τα ελληνικά πανεπιστήμια), ότι π.χ. πρόαγουν τον τοπικό πολιτισμό. Προφανώς, διά της τηλεπάθειας, αφού ελάχιστοι τους ακούνε.


 Η απόφαση του κ. Ηλία Μόσιαλου να κλείσει κάποιες τρύπες εκροής των χρημάτων, που θα πληρώσουν οι επόμενες γενιές, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν επαρκεί.
Επρεπε όλοι οι τοπικοί ραδιοσταθμοί να χρηματοδοτούνται με ειδικό και ξεχωριστό τέλος στις τοπικές κοινωνίες, ώστε οι πολίτες να κατανοήσουν το κόστος της «γενναιοδωρίας» που τους πουλάνε οι ντόπιοι πολιτικοί. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, λόγω των αγκυλώσεων της φορολογικής νομοθεσίας, πρέπει να κάνει κάτι άλλο.
Να ζητήσει απ’ όλους όσοι ανησυχούν για την απώλεια π.χ. της ΕΤ1, να μην κλαυθυμηρίζουν απλώς· να δηλώνουν δεσμευτικώς πόσα λεφτά είναι διατεθειμένοι να βάλουν από την τσέπη τους, για να σωθεί ο σταθμός και το κράτος να βάζει το ίδιο ποσό. 
Ετσι τουλάχιστον θα ξέρουμε πόσοι ανησυχούν πραγματικά και πόσοι είναι τσάμπα γενναιόδωροι.

ΠΗΓΗ: kathimerini.gr