Κατέ Καζάντη
“Υπάρχει μια κατάφωρη σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης να αντιστρέψουμε, ή τουλάχιστον να ελέγξουμε, τον αντίκτυπο της οικονομικής δραστηριότητας στη βιόσφαιρα και των...
προσταγών της καπιταλιστικής αγοράς, που είναι η μέγιστη μεγέθυνση χάριν της αναζήτησης μεγαλύτερου κέρδους”: συμφωνώντας με τον Έρικ Χομπσμπάουμ, είναι προφανής και η παραδοχή, πως τα κοινωνικοοικονομικά ήθη της σήμερον (βασισμένα σε συγκεκριμένα καταναλωτικά μοντέλα) ρίχνουν νερό στο μύλο της καταστροφής του περιβάλλοντος, ακόμα κι όταν “ευαισθητοποιημένες” επιχειρήσεις ή κοινωνικές ομάδες φέρονται, ωσάν προτεραιότητά τους να είναι η “σωτηρία του πλανήτη”.Η αντίφαση γίνεται εξόφθαλμη, όταν παρατηρείται το φαινόμενο πολυεθνικών βιομηχανιών, οι οποίες επιβαρύνουν με τον διαρκή επεκτατισμό τους το φυσικό περιβάλλον, να σπονσονάρουν δράσεις για την, τάχα, διάσωσή του. Το ανώδυνο της υπόθεσης, να υποβιβάζεις δηλαδή στην κατηγορία της φυσιολατρίας, μια άκρως πολιτική υπόθεση, είναι προφανές. Διότι καλλιεργώντας συνειδήσεις που υποκύπτουν στο φαντασιακό της “ανάπτυξης”, ως εγγύησης για ένα καλύτερο μέλλον, τους σκάβεις ευθέως το λάκκο: η περιβόητη μεγέθυνση αναπαράγει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταστρέφει τη βιόσφαιρα. Ταυτόχρονα και απρόσκοπτα. Δίχως αλλαγή παραδείγματος, δίχως δηλαδή αντικαπιταλιστικά προτάγματα, η “οικολογία” καταντά γράμμα κενό.
Αλλά για να νοηματοδοτηθεί κάθε περιβαλλοντική ιδέα, είναι απαραίτητο, να εκκινεί από το αίτημα της απομεγέθυνσης ή, αλλιώς, της αποανάπτυξης. Της λιγότερης ανάπτυξης, δηλαδή, και της διακοπής της προβολής της ως κοινωνικό προτέρημα. Με επιπλέον έμφαση στο, μάλλον αδιανόητο, της αντιφατικής έννοιας της “βιώσιμης ανάπτυξης”, παρεκτός και αν με τούτο νοείται η οργανωμένη συλλογική ανυπακοή στα μεγάλα έργα, στις μεγάλες μονάδες (εργοστασιακές, ξενοδοχειακές κ.ο.κ.) και η αντικατάστασή τους με άλλες, μικρότερης από κάθε άποψη κλίμακας. Η σύγκρουση με τα λεγόμενα μεγάλα συμφέροντα είναι τότε, φυσικά, εκ των ων ουκ άνευ. Διότι έρχεται κανείς αντιμέτωπος ταυτόχρονα με τα εργοστάσια της CocaCola λόγου χάρη, το Ελληνικό του Λάτση, της βιομηχανίες του τουρισμού και τόσα άλλα που (κατά το κοινώς λεγόμενον) φέρνουν θέσεις εργασίας, αναβαθμίζουν την περιοχή κ.ο.κ. Ένας καπιταλιστικός περιβαλλοντισμός, που σιωπά γι’ αυτά, και μετακυλύει, συχνά εμφαντικά, τις ευθύνες στον καταναλωτή (οικογενειακοί ρύποι, ανακύκλωση κ.λπ.), είναι προφανές πως δουλεύει για τους σπόνσορες, τις “πράσινες”, λεγόμενες, πολυεθνικές που, έξυπνα, διαφημίζονται για την εταιρική κοινωνική τους ευθύνη.
Επίσης: επειδή, ως γνωστόν, καπιταλισμός είναι (εκτός από τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής σε ολίγιστους, ώστε να εκμεταλλεύονται τους πολλούς) η παραγωγή και η πώληση εμπορευμάτων, η αλλαγή παραδείγματος αφορά και την καθημερινή ζωή των πολιτών. Ο δυτικός άνθρωπος, εκμαυλισμένος από τα γεννοφάσκια του, είναι φετιχιστικά εξαρτημένος, από τη διαρκή χρήση όλων εκείνων των προϊόντων που προκαλούν τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Μπορεί, έτσι, να διαμαρτύρεται για τις ανεμογεννήτριες, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει, επί παραδείγματι, δυο τρία αυτοκίνητα ή κινητά τηλέφωνα, επιθυμεί όλο και ταχύτερες μεταφορές κ.ο.κ. Είναι, φυσικά, προφανές, πως να μεταβληθεί μια αλλοτριωμένη συνείδηση, είναι η δυσκολότερη πολιτική διαδικασία. Εάν μπορούσε εύκολα να συντελεστεί, το παράδοξο, να στηρίζουν οι σύγχρονοι προλετάριοι δεξιές κυβερνήσεις, δεν θα υπήρχε, όπως, κατ’ επέκταση, δεν θα υπήρχε καπιταλισμός.
Τούτο όμως δεν είναι λόγος, να μην αγγίζονται τα, τουλάχιστον για την Αριστερά, αυτονόητα: να αντιμάχεσαι την επεκτατική δράση του κεφαλαίου και τις σχέσεις εκμετάλλευσης που δημιουργεί, να μιλήσεις για τις ψευδαισθήσεις μιας ιδιωτικοποιημένης, δήθεν “καλής ζωής”, βασισμένης στα όλο και περισσότερα εμπορεύματα, να προτάξεις τον κοινό πλούτο έναντι της κεφαλαιακής συσσώρευσης, είναι από εκείνα που, μάλλον, ξεχάστηκαν.
Στα καπιταλιστικά ήθη, όπου και η δημόσια υγεία γίνεται προϊόν που πουλιέται και αγοράζεται (από τις πατέντες των εμβολίων μέχρι τα Μητσοτάκεια όνειρα για την επέλαση ιδιωτών στο ΕΣΥ), μια νέου τύπου, κοκκινοπράσινη, επανάσταση είναι αναγκαία. Η Αριστερά οφείλει να αναστοχαστεί με την αποανάπτυξη στην κορυφή της ατζέντας της. Αλλιώς, μαζί με τα απορρίμματα, θα ανακυκλώνεται, ρητορικά και ασκόπως, και το ακροτελεύτιο πρόβλημα, της καταστροφής της Γης.