Γιάννης Σιώτος*
«Το να κυβερνάς, είναι να επιλέγεις», είχε πει ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Pierre Mendès-France στους συμπολίτες του, εξηγώντας γιατί έπρεπε να εγκαταλείψει τις αποικίες στην Ινδοκίνα τη δεκαετία του 1950.
Ο Γάλλος πολιτικός είπε τη μισή αλήθεια. Παρέλειψε(;) να ξεκαθαρίσει, ότι οι επιλογές...
κάνουν τις κυβερνήσεις να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, αφού χωρίζουν τις κοινωνίες σε δύο στρατόπεδα: των κερδισμένων και των χαμένων.Στα δικά μας. Η κυβέρνηση για κάτι παραπάνω από το μισό της ώς τώρα θητείας της κλήθηκε να διαχειριστεί πρωτόγνωρες καταστάσεις, καθώς ποτέ στο παρελθόν η οικονομία δεν μπήκε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην κατάψυξη. Η πανδημία έκλεισε τους ανθρώπους στα σπίτια τους και χιλιάδες επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας αναγκάστηκαν, είτε να κλείσουν, είτε να περιστείλουν τις δραστηριότητές τους.
Το πρώτο δίλημμα, στο οποίο κλήθηκε να δώσει απάντηση ο κ. Μητσοτάκης, ήταν, αν ήθελε να κρατήσει την ουδέτερη στάση του διαχειριστή ή την ενεργητική του κυβερνήτη. Επέλεξε το δεύτερο και το έκανε σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις, απορρίπτοντας την πρόταση της αντιπολίτευσης για συνδιαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Για την επιλογή του αυτή ουδείς μπορεί να τον ψέξει. Από την άλλη πλευρά όμως, γνώριζε (ή έπρεπε να γνωρίζει) ότι η ενεργητική διακυβέρνηση προκαλεί συγκρούσεις, καθώς θα δημιουργούσε «κερδισμένους» και «χαμένους».
Ετσι, η κυβέρνηση αξιοποίησε την υγειονομική κρίση, για να κλείσει «λογαριασμούς», οι οποίοι σε περιόδους ομαλότητας θα προκαλούσαν μείζονος έντασης αντιπαραθέσεις. Η παιδεία, η εργασία, η διαχείριση των προβληματικών δανείων, η υγεία, οι ιδιωτικοποιήσεις (είτε με τις απευθείας εκποιήσεις είτε με την παραχώρηση δραστηριοτήτων του δημόσιου στον ιδιωτικό τομέα) βρέθηκαν στο επίκεντρο.
Για να προχωρήσει στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής, αναζήτησε συμμαχίες. Συνοδοιπόρους, υποστηρικτές, συμπαραστάτες, παρατηρητές που θα τηρούσαν ευμενή ουδετερότητα. Αν κάποιος επιχειρήσει, να καταγράψει τους συμμάχους που επέλεξε, τότε θα διαπιστώσει, ότι οι πιο ενθουσιώδεις ήταν οι εκπρόσωποι μεγαλοεπιχειρηματιών και... τα κλομπ. Χρήμα και πειθαναγκασμός δηλαδή. Θα πρέπει να ψάξεις πολύ, για να ανακαλύψεις έναν ενεργό «σύμμαχο» ανάμεσα σε αυτούς που εκπροσωπούν την εργασία.
Ακόμα και οι εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης (αυτής δηλαδή που υποτίθεται εκφράζει) προσπάθησαν, να αποστασιοποιηθούν. Παρακολουθώντας τις κυβερνητικές μανούβρες, είχες την αίσθηση, ότι παρακολουθούσες μια χολιγουντιανή παραγωγή, όπως το περίφημο Wall Street, όπου πλούσιοι παζαρεύουν, μοιράζουν υποσχέσεις, σχεδιάζουν, συκοφαντούν, παραπληροφορούν, για να αποκτήσουν το πλεονέκτημα που θα τους εξασφαλίσει αίσιο και (κυρίως) επωφελές τέλος.
Η αλήθεια είναι, ότι μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έκλεισε λογαριασμούς χωρίς ιδιαίτερες απώλειες. Αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια, την απογοήτευση, την κόπωση, τον φόβο, ακόμα και την έλλειψη (λόγω επιβαρυμένου παρελθόντος) εμπιστοσύνης στην αντιπολίτευση, κατάφερε να εξασφαλίσει τη σιωπή της πλειοψηφίας. Και στη δημοκρατία είθισται, η σιωπή να ερμηνεύεται ως αποδοχή και συμφωνία. Φυσικά κανείς δεν έχει μπει στον κόπο, να εξηγήσει, γιατί οι μεγαλύτερες αντιδράσεις συνέβησαν μετά από παρατεταμένες περιόδους σιωπής. Από την Αργεντινή του 2001 μέχρι την πρόσφατη έκρηξη του αντιρατσιστικού κινήματος στις ΗΠΑ, η σιωπή που υπήρχε πριν από την έκρηξη ήταν εκκωφαντική.
Στην Ελλάδα του 2021 μπορεί οι άνθρωποι να παραμένουν σιωπηλοί, αλλά ήδη η απόγνωση της απώλειας έχει βάλει το σημάδι της, στις πόρτες αυτών που έμειναν χωρίς δουλειά, εκείνων που βλέπουν να διαθέτουν τον κόπο τους για ψίχουλα και εκείνων που αναγκάζονται να συμβιβαστούν, για να μη μείνει άδειο το οικογενειακό τραπέζι. Επίσης, πολλοί ζουν με τον εφιάλτη της απώλειας της επιχείρησής τους, της εργασίας τους, της περιουσίας τους, της..., ενώ υπάρχουν και εκείνοι, που προσπαθούν να συμβιβαστούν με μια μοχθηρή αβεβαιότητα.
Αν αθροίσει κανείς τους σιωπηλούς, τους φοβισμένους και τους ανήσυχους, δηλαδή αυτούς που η κυβέρνηση διαχειρίζεται με διαγγέλματα, ανακοινώσεις και υπαγορευμένα θέματα, θα διαπιστώσει ότι είναι πολλοί. Η προσδοκία τούς κάνει αδρανείς, αλλά δεν είναι απαθείς. Η προσδοκία όμως είναι ύπουλος αντίπαλος. Παραμένει βουβή, μέχρι να προδοθεί και μόλις νιώσει τη στυφή γεύση της διάψευσης, τότε όλη η συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια μετατρέπεται σε ποτάμι, που μπορεί να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του.
Το είδαμε στη Γαλλία, όταν μετά την Ινδοκίνα πήρε σειρά το Αλγέρι. Το είδαμε πιο πρόσφατα στην Ευρώπη, όπου η σιωπή, η απαξία και η απογοήτευση έφεραν στο τιμόνι αυταρχικούς ηγέτες. Προφανώς ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει, ότι με τις επιλογές του μπορεί να επιβάλει τους «κερδισμένους» των επόμενων δεκαετιών. Αυτό που φαίνεται, να αρνείται να δει, είναι ότι οι επιλογές αυτές τελικά θα έχουν θύμα τη δημοκρατία.
* δημοσιογράφος, συγγραφέας