Μαρίνα Αλεξανδρή
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει θέσει δύο κεντρικούς στόχους στην αντιπολιτευτική του στρατηγική: Να μεταφέρει τον πυρήνα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην οικονομία και να αναδείξει την σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά μοντέλα.
Ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα Μητσοτάκη που καλύπτεται πίσω από την κρίση της πανδημίας και στο μοντέλο διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής και της «δίκαιης ανάκαμψης» που καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ.
H κλιμάκωση αυτής της τακτικής (η οποία θα συνοδευτεί από κλιμάκωση και των αντιπολιτευτικών τόνων στο οικονομικό μέτωπο) θα επιδιωχθεί τόσο μέσα από τις προσωπικές αντιπαραθέσεις Τσίπρα και Μητσοτάκη στην Βουλή, όσο και μέσα από την «κάθοδο» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, δηλαδή μέσα από την εντατικοποίηση της επικοινωνίας του με εργαζομένους και εκπροσώπους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η πολιτική, και εκλογική, άλλωστε στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει ήδη στον κόσμο της εργασίας και στη μεσαία τάξη, γεγονός που αποτυπώνεται και στις προτάσεις του προγράμματος «Μένουμε Ορθιοι» για την έξοδο από την οικονομική κρίση που προκάλεσε το lockdown.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ πετά το «γάντι» στην κυβέρνηση σε δύο μέτωπα:
Αφενός με την πρόσκληση–πρόκληση του Αλέξη Τσίπρα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη για αναμέτρηση στη Βουλή σε ότι αφορά τα δύο προγράμματα, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, για την αντιμετώπιση της κρίσης, και αφετέρου με την ανάδειξη των «καμουφλαρισμένων» μνημονιακών πολιτικών που είτε ήδη εφαρμόζονται με άλλοθι την πανδημία, είτε προωθούνται με μανδύα το αφήγημα των «μεταρρυθμίσεων».
Στο πρώτο πεδίο, η μετάθεση για τις 12 Ιουνίου των απαντήσεων του πρωθυπουργού στην ερώτηση που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας για την «αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία» ερμηνεύεται από την Κουμουνδούρου ως μια ακόμη προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποφύγει μια άμεση, προσωπική αναμέτρηση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και, παράλληλα, να απομακρύνει από το προσκήνιο και όλα τα αντεργατικά μέτρα που έχει περάσει εντός της πανδημίας – από την οριζόντια μείωση των μισθών κατά 20% έως το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία ελληνική κυβέρνηση προχωρά και σε περικοπές του Δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας. Πρόκειται για περικοπές που υπολογίζονται κοντά στο 10% και θα προκύψουν μέσα από την μισθολογική μείωση που φέρνει η εκ περιτροπής εργασία και το πρόγραμμα «ΣΥΝ-Εργασία». Τις επικείμενες περικοπές αποκάλυψε ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση τις επιβεβαίωσε πλήρως, αρχικά δια της απόλυτης σιωπής και μη διάψευσής τους, και εν συνεχεία με τις δηλώσεις του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση.
Στο δεύτερο πεδίο, εκείνο που στην Κουμουνδούρου αποκαλούν «Μνημόνιο εγχώριας κοπής», στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης θεωρούν αποκαλυπτικό σταθμό τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις, σύμφωνα με τις οποίες η χώρα μας θα τελεί σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας κατά την απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης. Στην πράξη, και με τα έως τώρα δεδομένα, αυτό σημαίνει, πως οι ευρωπαϊκοί πόροι θα εκταμιεύονται υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις (όπως η διασφάλιση της «ανθεκτικότητας» και «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας) που παραπέμπουν ευθέως σε μνημονιακού τύπου ελέγχους και δεσμεύσεις.
Επισήμως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας δήλωσε, πως «δεν υπάρχει θέμα εποπτείας» στην απορρόφηση των κονδυλίων, ανεπισήμως όμως κυβερνητικές πηγές διαρρέουν, ότι σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα θα παραμείνει σε ενισχυμένη εποπτεία λόγω του υψηλού της χρέους και των δανείων από τον ESM. Και σπεύδουν, μάλιστα να προσθέσουν, πως οι μεταρρυθμίσεις που ζητούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκονται, ούτως ή άλλως, στην ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη και ως εκ τούτου «η κυβέρνηση δεν έχει κανέναν λόγο είτε να φοβάται, είτε να μην θέλει τον έλεγχο από την Ευρωπαϊκή Ενωση».
ΠΗΓΗ:tvxs.gr