31 Μαΐ 2020

Λες και ήταν χθες /Ένα μπουκάλι στο κύμα - Της Μαρίνας Παπαδοπούλου


Δεκαπενταύγουστος. 
Κολλημένα τα ρούχα απάνω μας από την υγρή καλοκαιριάτικη ζέστη. Ο κόσμος τότε, ο κόσμος μου, δεν πήγαινε ακόμη διακοπές, δεν είχε ΙΧ και δεν είχε τηλέφωνα. Έτσι οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν πάντα ανοιχτά και γεμάτα χαρούμενες φωνές.



Της Παναγίας, δεν γιόρταζε μόνο όλη η Ελλάδα αλλά γιόρταζαν και τα σπίτια της γειτονιάς ακόμη κι αν δεν είχαμε Μαρίες στο σπίτι... 
Έτσι, τα σπίτια έλαμπαν από τη γενική - είχε και όνομα - καθαριότητα, τα πεζοδρόμια ασπρισμένα και οι χωμάτινοι δρόμοι γυαλιζαν μέχρι που φαινόντουσαν οι πέτρες τους από το σκούπισμα των μανάδων μας...
- Μαρίνα έτοιμη η λαμαρίνα φώναξε τον Θόδωρο να έρθει να την πάει στο φούρνο.
Η μάνα μου φώναζε για τον αδελφό μου που ενώ μας έκανε τα θελήματα, δεν άκουγε επίτηδες... Το ψητό τις Κυριακές και τις γιορτές, ψηνόταν στον φούρνο της γειτονιάς πάνω σε ξύλα, αλλά κι εμείς βάζαμε στη λαμαρίνα κληματόβεργες... Αχ, αυτή η μυρωδιά του ξεροψημενου φαγητού από τα άγια χέρια της μάνας μου...

Όλα τα παιδιά της γειτονιάς δεν ξέραμε τί να κάνουμε καθισμένα στο πεζοδρόμιο.
- Πάμε να κυνηγήσουμε γάτες ;
Ήταν ο Γιώργος ο αρχηγός, και σιγά τον αρχηγό δηλαδή, που όταν παίζαμε τα μήλα, εμείς τα κορίτσια, στέλναμε τον αρχηγό και την παρέα του στις μαμάδες τους κλαμμένους...
Τότε ανέλαβα εγώ να μας βγάλω από την πλήξη και τους είπα - ψέματα - ότι κάποιος ναυαγός από το σόϊ μου βρέθηκε σ ' ένα νησί και εκεί, βρήκε ένα μπουκάλι και βρήκε και χαρτί και μολύβι - ο ναυαγός - καί τό ερριξε στα κύματα και τα κύματα το πήγανε έξω από το σπίτι του κι έτσι τον βρήκανε... Όλο τέτοια έλεγα μικρή... Ό,τι άκουγα που μου άρεσε, τo 'βαζα στο μυαλό μου κι έλεγα ότι το ξέρω από πρώτο χέρι.
- Ακούστε,τους είπα. Θα βρούμε ένα μπουκάλι θα γράψουμε τα ονόματά μας και θα το ρίξουμε στην θάλασσα και κάποτε θα φτάσει εκεί που θέλουμε.
- Μπράβο- ήταν ο αρχηγός- και γιατί παρακαλώ να το κάνουμε;
- Γιατί έτσι μας αρέσει, του είπε η Ντίνα.
Και φύγαμε για τα σπίτια μας και φέραμε όλοι από μία μπουκάλα με το όνομα μας και τρέξαμε στην θάλασσα που ήταν κοντά μας...
- με το ένα,με το δύο, με το τρία και ρίξαμε τα μπουκάλια στα κύματα .
Πέρναγε η ώρα , πεινάσαμε, το ψητό μοσχοβόλαγε και κατά το απόγευμα βγήκαμε στη γειτονιά. Το θέμα μας ήταν η μπουκάλα μας και τί να έγινε...
Από περιέργεια ξαναπήγαμε στην ακρογιαλιά και ψάχναμε με τα μάτια μας να δούμε τις μπουκάλες μας να ταξιδεύουν.Η Πόπη ήθελε να πάει η μπουκάλα της στην γιαγιά της στην Καλαμάτα, η Αργυρώ στην θεία της στις Σπέτσες, κι ό,τι θέλαμε λέγαμε.
- Κι εσύ που θέλεις να φτάσει η δική σου; με ρώτησε ο Γιώργος.
- Στην Αμερική, στον θείο μου τον Φώτη που μe αγαπάει...
Ήμουνα η καλύτερη.Δική μου η ιδέα δεν ήταν; Ε, έπρεπε να πώ και κάτι δύσκολο....

Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Άντε, να πάμε να χαιρετίσουμε και την Κυρά Μαρία να φάμε και το γλυκό της που είναι σοροπιαστό και γυρίζoντας το κεφάλι μου προς την θάλασσα μουρμούρισα απειλητικά στα κύματα :κι αύριο εδώ θα ήμαστε, κανονείστε...

Γύρω στις 10 το άλλο πρωϊ, αρχίσαμε να μαζεύομαστε στο πεζοδρόμιο. Το θέμα μας οι μπουκάλες. Καί τότε εμφανίζεται ο αρχηγός- και σιγά τον αρχηγό δηλαδή - και ειχε ένα μοβορικο ύφος. Σε μία πάνινη τσάντα, είχε βάλει μέσα τις μπουκάλες μας.
-Τί είναι αυτά;
- Οι μπουκάλες σας.Πήγαν εκεί που τις στείλατε αλλά δεν βρήκαν κανέναν και το κύμα τις έφερε σε μένα. Κι άρχισε να γελάει παρασύρωντας και τα άλλα αγόρια της παρέας, που άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά:
Ένας είναι ο Αρχηγός....
- Κορίτσια τί κάνουμε τώρα ;
- Τα μήλα, τα μήλα....

Ήταν μια μέρα Δεκαπενταύγουστου, στην μαγική γειτονιά που γεννήθηκα , στο σπίτι το πατρικό που ήταν στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία. Πριν πολλά πολλά πολλά χρόνια.