21 Ιουν 2013

ΣτΕ: Τέλος η ΕΡΤ, να ανέβει πρόγραμμα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης


«Οχι» στο μαύρο, «ναι» στην επαναλειτουργία της ΕΡΤ –και μάλιστα άμεσα – μέχρι την ίδρυση του νέου φορέα, «είπε» η Επιτροπή Αποστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με απόφασή της (236/2013), κάνοντας έν μέρει δεκτή την αίτηση που είχε υποβάλει η ΠΟΣΠΕΡΤ...
 
 για αναστολή της υπουργικής απόφασης βάσει της οποίας μπήκε λουκέτο στη δημόσια τηλεόραση.
 

Παράλληλα η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ με την απόφαση της δέχεται την κατάργηση της ΕΡΤ και «απειλεί» να επανέλθει αυτεπαγγέλτως σε εύλογο χρονικό διάστημα για να διαπιστώσει αν το Δημόσιο συμμορφώθηκε με τα όσα μέχρι τώρα έχει αποφασίσει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.
 

Η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία (4-1) και έχει ακριβώς την ίδια φιλοσοφία που είχε η προσωρινή διαταγή που εξέδωσε την περασμένη Δευτέρα ο πρόεδρος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κ.Κ. Μενουδάκος  Μειοψήφησε η σύμβουλος Επικρατείας κ. Μαρία Καραμανώφ η οποία είχε την άποψη ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα έπρεπε να είχε καταργηθεί αφού πρώτα συσταθεί ο νέος φορέας.
 
Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ με την απόφασή της διατάσσει τους συναρμόδιους υπουργούς  Γ. Στουρνάρα και Σίμο Κεδίκογλου αλλά και τον ειδικό διαχειριστή να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαίου προσωπικού για την μετάδοση από τον μεταβατικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, το συντομότερο δυνατό, του αναγκαίου προγράμματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων.


Παράλληλα το δικαστήριο διατάζει τους συναρμόδιους υπουργούς και τον ειδικό διαχειριστή να μεριμνήσουν για να διασφαλιστούν κάθε είδους δικαιώματα και συμφέροντα που ανάγονται στον κύκλο δραστηριοτήτων της καταργηθείσης ΕΡΤ ΑΕ.

Το «μαύρο»
Στην δικαστική απόφαση 11 σελίδων αναφέρεται ότι με την υπουργική απόφαση βάσει της οποίας έκλεισε η ΕΡΤ «προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι παύει έστω και προσωρινά να παρέχεται η, υπό λειτουργική έννοια, δημόσια υπηρεσία της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών».
Ακόμη στην απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ αναφέρεται ότι : « Συντρέχουν συνεπώς, λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την ομαλή λειτουργία της δημόσια υπηρεσίας (σσ ΕΡΤ) που επιβάλλουν την καταρχήν συνέχιση της παροχής Ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών υπηρεσιών μέχρι την ίδρυση και λειτουργία του κατά τα ανωτέρω νέου φορέα».


Καταλήγοντας η Επιτροπή Αναστολών επισημαίνει ακόμα στην απόφασή της : « Η επιτροπή επιφυλάσσεται να επανέλθει αυτεπαγγλέτως εντός ευλόγου χρόνου για να διαπιστώσει εάν έλαβε χώρα συμμόρφωση προς τα ανωτέρω κριθέντα».


Το «δια ταύτα»της απόφασης έχει ως εξής:


11.  Επειδή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της προσβαλλομένης, η κατάργηση της ΕΡΤ Α.Ε. και οι  λοιπές συναφείς ρυθμίσεις έχουν ως δικαιολογητικό λόγο «το γεγονός ότι η «Ελληνική Ραδιοφωνία - Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.)» επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και επιβάλλεται ο εξορθολογισμός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημοσίας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού-προτύπου, που να υπηρετεί τις επιταγές του Συντάγματος, τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας, καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης» (βλ. και άρθρο 1 παρ. 2 της προσβαλλόμενης απόφασης). Υπό τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη εκδίδεται κατ’ επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 14Β παρ. 1 του ν. 3429/2005  και για τους συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο του Δημοσίου, κωλύουν τη χορήγηση αναστολής, ανεξαρτήτως της ηθικής και οικονομικής βλάβης λόγω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας και έργου του προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ και των θυγατρικών της βλάβης των αιτούντων (πρβλ. ΕΑ 229/2012). Επομένως, οι περί του αντιθέτου λόγοι είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, με το μέρος της προσβαλλόμενης, με το οποίο επιβάλλεται διακοπή της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και της λειτουργία διαδικτυακών ιστότοπων της ΕΡΤ Α.Ε., καθώς και ορίζεται ότι καθίστανται ανενεργές οι συχνότητες που ανήκαν στην ΕΡΤ Α.Ε., προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι παύει, έστω και προσωρινά, να παρέχεται η, υπό  λειτουργική έννοια, δημόσια υπηρεσία της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών. Ενόψει του ιδιαίτερου ρόλου που επιφυλάσσει ο νομοθέτης στην δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση και των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που θάλπονται από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται, για το αντικείμενο αυτό, η τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας που διέπει και τη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών. Συντρέχουν, συνεπώς, λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την ομαλή λειτουργία της ανωτέρω δημόσιας υπηρεσίας, που επιβάλλουν την κατ’ αρχήν συνέχιση της παροχής ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών υπηρεσιών μέχρι την ίδρυση και λειτουργία του κατά τα ανωτέρω νέου φορέα. Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, η κατάργηση του νομικού προσώπου της ΕΡΤ Α.Ε. χωρίς την ταυτόχρονη ίδρυση νέου αντίστοιχου φορέα, δυναμένου, ως εκ της νομικής του φύσεως, να τη διαδεχθεί στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ως διαχειριστή  δημόσιας υπηρεσίας, η οποία αποτελεί συγχρόνως αγαθό μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος κατά το ενωσιακό δίκαιο, έχει ως σφόδρα πιθανολογούμενη συνέπεια να αποστερηθεί η ΕΡΤ Α.Ε., μόνος μέχρι σήμερα φορέας ασκήσεως της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης υπό τη λειτουργική της έννοια, μεταξύ άλλων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τα οποία θα ηδύνατο να ασκήσει κατά το μεσολαβούν μέχρι την ίδρυση του νέου φορέα χρονικό διάστημα. Η βλάβη δε αυτή είναι αμφίβολο αν δύναται να θεραπευθεί με την περιέλευση στο Δημόσιο των δικαιωμάτων της ΕΡΤ Α.Ε., τουλάχιστον στο μέτρο που αυτά δύνανται, ως αντιστοιχούντα σε αγαθά μεγάλου οικονομικού   ενδιαφέροντος, να ασκούνται μόνο μέσω φορέα, έστω και δημοσίου, ιδρυθέντος πάντως και λειτουργούντος υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Πιθανολογείται επομένως ανεπανόρθωτη βλάβη των αιτούντων  ως εργαζομένων επιφορτισμένων με την εκτέλεση της ανατεθείσης στην ΕΡΤ Α.Ε. δημόσιας υπηρεσίας, συντρέχει δε, εν όψει και της αρχής της συνεχούς λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, περίπτωση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της.

12. Επειδή, για τους λόγους αυτούς, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989, κατά την οποία η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκτός από την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων, η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει: 1) να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ΟΙΚ.02/11.6.2013 Κοινής Υπουργικής Απόφασης αποκλειστικά ως προς το μέρος της, με το οποίο προβλέπεται α) ότι διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων της ΕΡΤ Α.Ε., και β) ότι οι συχνότητες της ΕΡΤ Α.Ε. παραμένουν ανενεργές (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β της παραπάνω Κ.Υ.Α.). 2) μέχρι τη σύσταση και λειτουργία του νέου ραδιοτηλεοπτικού φορέα που θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης Κοινής Υπουργικής Απόφασης, να ληφθούν από τους συναρμόδιους Υπουργό Οικονομικών και Υφυπουργό στον Πρωθυπουργό και τον Ειδικό Διαχειριστή τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα, περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαιούντος προσωπικού, για την εκ μέρους μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα μετάδοση, στο συντομότερο δυνατό χρόνο, του αναγκαίου προγράμματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία  διαδικτυακών ιστοτόπων, καθώς και να εκτελούνται όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τη διασφάλιση κάθε είδους δικαιωμάτων και συμφερόντων που ανάγονται στον κύκλο δραστηριοτήτων της καταργηθείσης ΕΡΤ Α.Ε. Η Επιτροπή επιφυλάσσεται να επανέλθει αυτεπαγγέλτως εντός ευλόγου χρόνου για να διαπιστώσει αν έλαβε χώρα συμμόρφωση προς τα ανωτέρω κριθέντα.

Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Διατάσσει τα κατά το σκεπτικό πρόσφορα μέτρα.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ».