Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
«Carlos»
Οι τηλεοπτικές σειρές δεν έχουν συνήθως θέση στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όμως η περίπτωση του «Carlos» που παρουσιάστηκε στο περυσινό Φεστιβάλ των Καννών αποτελεί εξαίρεση. Οι Κάννες ανέκαθεν... «πεινούσαν» για θέματα πολιτικού χαρακτήρα και η συνολικής διάρκειας πέντε ωρών σειρά που σκηνοθέτησε ο Ολιβιέ Ασαγιάς (ενδεχομένως στην καλύτερη στιγμή μιας φλύαρης καριέρας) είναι το πλήρες πορτρέτο του γνωστότερου τρομοκράτη στην ιστορία του 20ού αιώνα, γνωστού ως «Κάρλος, το Τσακάλι». Με αρκετή καθυστέρηση, σήμερα μια συμπυκνωμένη εκδοχή της σειράς, μονταρισμένη ειδικά για τον κινηματογράφο, διανέμεται στις αίθουσες.
Δύο χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί το τελικό σενάριο του «Carlos», που καταγράφει την εικοσαετή πορεία του Κάρλος και τις εγκληματικές δραστηριότητές του σε δέκα διαφορετικές χώρες. Στο Λονδίνο το 1974, μετά την στρατιωτική εκπαίδευσή του στην Ιορδανία, ο γεννημένος στη Βενεζουέλα Ιλιτς Ραμίρες Σάντσες συμμετείχε σε απόπειρες δολοφονιών βρετανών επιχειρηματιών. Λίγο αργότερα, με βάση το Παρίσι, ο Κάρλος αναλαμβάνει αρκετές αποστολές για λογαριασμό του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ενώ στη Βιέννη κρατεί ομήρους τους υπουργούς Πετρελαίου χωρών της Μέσης Ανατολής λίγο πριν από την έναρξη διεθνούς συνδιάσκεψης.
Η ικανότητά του στις μεταμφιέσεις και στις αλλαγές ταυτότητας τον έχουν ήδη μετατρέψει σε σταρ των media, αλλά το πικ του θα έρθει με την ανεξάρτητη δράση του, η οποία άρχισε μετά την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούσε στο αεροδρόμιο του Αλγερίου (γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση με τον Παλαιστίνιο Γουάντι Χαντά). Ο Κάρλος γίνεται «πληρωμένο πιστόλι» και προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όποια χώρα του προσφέρει τα περισσότερα: Ιράκ, Συρία, Ανατολική Γερμανία.
Μοιρασμένη σε τρία μεγάλα μέρη, η σειρά καλύπτει όλα τα κεφάλαια της δράσης του Τσακαλιού, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι νομικοί λόγοι δεν επέτρεψαν στον ηθοποιό Εντγκαρ Ραμίρες που υποδύεται τον Κάρλος (και είναι θαυμάσιος) να συναντηθεί με τον τελευταίο, γεγονός που έκανε το έργο της παραγωγής ακόμη πιο δύσκολο.
Αψογο σε όλους τους τεχνικούς τομείς του, κυρίως στην αναπαράσταση των 70's, το μονταρισμένο φιλμ είναι μια ικανοποιητική πηγή πληροφοριών για τον Κάρλος, που έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει το ενδιαφέρον αμείωτο διότι, χωρίς να υμνεί τον Κάρλος, εμμένει στα ηγετικά χαρίσματα, στην ικανότητά του να παίρνει πρωτοβουλίες αλλά και να αλλάζει πρόσωπα - όλα αυτά χάρη στα οποία έγινε τρανός σταρ των media.
Βαθμολογία: 3
Ερωτας, τζαζ και καρτούν
Το «Chico and Rita» είναι μια ιδιαίτερη ταινία κινουμένων σχεδίων του ισπανού σκηνοθέτη Φερνάντο Τρουέμπα, που συνέλαβε με μεράκι τον παλμό της κουβανέζικης πραγματικότητας, προκειμένου να δώσει μια συναρπαστική ιστορία αγάπης, εμπλουτισμένη με τζαζ.
Ρομαντισμός και μουσική φέρνουν κοντά τον Τσίκο, έναν νεαρό πιανίστα με μεγάλα όνειρα, και τη Ρίτα, μια όμορφη τραγουδίστρια με κρυστάλλινη φωνή. Η κοινή πορεία τους θα είναι το ταξίδι της ταινίας (με τις ευχάριστες και τις δυσάρεστες στιγμές του), από το οποίο δεν θα λείπουν οι λάτιν μπαλάντες, το μπολερό, η φωνή του Τίτο Πουέντε, το σαξόφωνο του Τσάρλι Πάρκερ, το πιάνο του Θελόνιους Μονκ και η τρομπέτα του Ντίζι Γκιλέσπι.
Κινούμενο σχέδιο, εναλλακτική αφήγηση και αυτοσχεδιασμός καταλήγουν σε ένα πανέξυπνο καρτούν «ενήλικου» κοινού, για τη δημιουργία του οποίου ο Τρουέμπα συνεργάστηκε με τον σχεδιαστή της μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης, Χαβιέρ Μαρισκάλ (το «Chico and Rita» έκανε πρεμιέρα στη διοργάνωση «Μουσικός Μάρτης στον Δαναό»).
Βαθμολογία: 3
Φτώχεια και βία στα σοκάκια της Γλασκώβης
To «Neds - Ασυμβίβαστη γενιά» («Neds», Αγγλία, 2010) είναι η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο έξοχος σκωτσέζος ηθοποιός και ενίοτε σκηνοθέτης Πίτερ Μάλεν, γνωστός από τις εμφανίσεις του σε ταινίες όπως «Το όνομα μου είναι Τζο» του Κεν Λόουτς αλλά και σε «Χάρι Πότερ».
Ο κοινωνικός α λα Κεν Λόουτς χαρακτήρας των δυο προηγούμενων ταινιών του («The Magdalene sisters» που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και «Ορφανά») τον ακολουθεί και στο «Neds», που εξετάζει τον κόσμο της περιθωριακής νεολαίας στη Γλασκώβη της δεκαετίας του '70.
Με κεντρικό πρόσωπο έναν παχουλό νεαρό (Κόνορ Μακ Κάρον), ο οποίος πίσω από το αγγελικό πρόσωπό του κρύβει συμπλέγματα που μπορούν να τον μετατρέψουν σε τέρας, ο Μάλεν εστιάζει στη σχέση αυτών των παιδιών με το περιβάλλον της εξουσίας (δάσκαλοι, αστυνομία) αλλά και στις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τους (σημειωτέον ο όρος Neds βγαίνει από τα αρχικά Non Educated Delinquents, δηλαδή Μη Μορφωμένοι Εφηβοι).
Οπως σε όλες τις ταινίες του, έτσι και εδώ ο Μάλεν μιλάει χωρίς περιστροφές και κοιτάζει το πρόβλημα κατάματα, αποδίδοντας ευθύνες για την κατάντια αυτών των παιδιών στο φτωχό κοινωνικό περιβάλλον τους, στις διαλυμένες οικογένειές τους (ο πατέρας του κεντρικού ήρωα είναι αλκοολικός που συμπεριφέρεται βάναυσα στη μανιοκαταθλιπτική μητέρα του, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του έχει προβλήματα με τον νόμο), αλλά και στο πρωτόγονο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής, με δασκάλους που αντιμετωπίζουν σαν εχθρούς τα παιδιά, λες και είναι επιλοχίες στον στρατό.
Ο Μάλεν έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην απόδοση της ατμόσφαιρας της εποχής, η ταινία έχει έντονη τη μυρωδιά των 70s, ενώ η απλότητα στην αφήγηση είναι εμφανώς απόρροια της «εκπαίδευσής» του δίπλα στον Λόουτς, αλλά και στον Αλαν Κλαρκ με τον οποίο επίσης έχει δουλέψει.
Βαθμολογία: 3
Τι Βελιγράδι, τι Νέα Υόρκη!
Μπορείς να ανακαλύψεις την αληθινή πατρίδα σου σε μια χώρα την οποία ούτε ξέρεις ούτε και σε ενδιαφέρει να μάθεις; Ολα είναι πιθανά, μας λέει η ταινία «Εδώ κι εκεί» («Here and there», Σερβία, 2009), πρώτη απόπειρα στη σκηνοθεσία του Σέρβου Ντάρκο Λουνγκούλοφ.
Για να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο ένας νεοϋορκέζος σαξοφωνίστας (Ντέιβιντ Θόρντον) δέχεται να παντρευτεί μια Σέρβα στο Βελιγράδι, ώστε να αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα και να τη φέρει στην Αμερική όπου την περιμένει ο φίλος της. Η αποστολή θα αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη από όσο φαινόταν στην αρχή, όταν για πολλούς και διάφορους λόγους τα χρήματα δεν έρχονται και ο Αμερικανός αναγκάζεται να κόβει βόλτες σε ένα Βελιγράδι που θυμίζει αρκετά τις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης, από τις οποίες έχει φύγει.
Ο φακός τον παρακολουθεί υπομονετικά και ο Λουνγκούλοφ (έγραψε και το σενάριο) ποτίζει την ταινία με ελαφρές δόσεις χιούμορ. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μουσικός στον οποίο δεν αρέσει και τόσο η... μουσική. Είναι ένας άνθρωπος που «μεταμορφώνεται» σταδιακά. Ο αντικοινωνικός κατσούφης που βαριέται τη ζωή του, έχει κρυφές ευαισθησίες, τις οποίες μπορεί να εκφράσει, αρκεί να βρεθεί μπροστά στο κατάλληλο πρόσωπο. Και εδώ το πρόσωπο αυτό είναι η Μιριάνα Καράνοβιτς, η σπαρακτική μάνα της ταινίας «Σαράγεβο, σ' αγαπώ».
Πάνω απ' όλα, όμως, το φιλμ του Λουνγκούλοφ είναι ένα ερωτικό γράμμα προς τις ταινίες του Τζιμ Τζάρμους, τις οποίες προφανώς λατρεύει. Το μόνο κρίμα είναι ότι ο Σέρβος δεν μπορεί να ξεπεράσει τον αμερικανό «δάσκαλό» του.
Βαθμολογία: 2
Τρόμος σε replay
Οταν στα μέσα της δεκαετίας του '90 το «Scream» του Γουές Κρέιβεν προβλήθηκε στις αίθουσες, ο κινηματογραφικός τρόμος ανέβηκε ένα σκαλί παραπάνω. Ο «πατέρας» του θρυλικού πια Φρέντι Κρούγκερ της σειράς ταινιών «Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες» αντιμετώπισε με αυτοσαρκαστικό χιούμορ τις ταινίες τρόμου της δεκαετίας του '80 (στην άνθηση των οποίων ο ίδιος είχε συμβάλει) ποτίζοντας ταυτοχρόνως την ταινία με αρκετό αίμα (για να μην ξεχνιόμαστε). Το μακάβριο κοκτέιλ λειτούργησε θαυμάσια και η «Κραυγή αγωνίας», όπως είχε παιχθεί στα ελληνικά, απέκτησε μια θέση στο πάνθεον των ταινιών τρόμου που άφησαν εποχή.
Εναν χρόνο αργότερα, το 1997, ο Γουές Κρέιβεν γύρισε το «Scream 2». Μετά το 3. Και τώρα επιστρέφει με ένα τέταρτο φιλμ, το «Scream 4» (ΗΠΑ, 2011), το οποίο αλέθει τα ίδια ακριβώς καλαμπούρια και τα ίδια ακριβώς κλισέ τρόμου της πρώτης ταινίας.
Είναι σαν να βλέπεις τις παλιές ιδέες του σε replay, με τους ηθοποιούς της πρώτης ταινίας (Νιβ Κάμπελ, Ντέιβιντ Αρκέτ, Κόρτνεϊ Κοξ) καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερους: η φωνή στο τηλέφωνο που απειλεί ότι θα σκοτώσει και το κάνει, τα κορίτσια που κινδυνεύουν τσίτσιδα μέσα στο σπίτι κ.ο.κ.
Οι «τρελαμένοι» φαν του «Scream» θα πετάξουν τη σκούφια τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κρέιβεν δεν έπαιξε το παιχνίδι του ξαναζεσταμένου φαγητού.
Βαθμολογία: 1
ΠΗΓΗ: το βημα on-line