19 Απρ 2011

Ένα "βιώσιμο σχέδιο" για το χρέος έχει ως βάση ένα πρωτογενές πλεόνασμα. Του Γιώργου Σταθάκη


Το χρέος αναχρηματοδοτήθηκε ντεφάκτο και συγκεντρώθηκε πλέον σε ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η αναδιάρθρωση πλέον είναι πολιτική απόφαση και σημαίνει επιμήκυνση, “κούρεμα” και ρύθμιση του επιτοκίου. Αν όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, η Ελλάδα... επιστρέψει στις αγορές το 2012, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Όμως αυτό δεν είναι πιστευτό.
 
Ένα “βιώσιμο σχέδιο για το ελληνικό χρέος” αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη έχει παγιδευτεί εδώ και χρόνια σε μια συστηματική διαδικασία αποδιάρθρωσης των κρατικών αναπτυξιακών θεσμών, σημειώνει Γιώργος Σταθάκης, καθηγητής πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης απαντώντας σε τρία κρίσιμα και επίκαιρα ερωτήματα της "Αυγής" σχετικά με τις αντιπαραθέσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Οι απαντήσεις αναλυτικά.

Αυτές τις μέρες οι ειδικοί διχάζονται για το αν συμφέρει ή δεν συμφέρει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Προηγείται όμως ένα ερώτημα. Μπορεί να αποφευχθεί;
Κάθε απάντηση χρειάζεται σαφή θέση για τη φύση του προβλήματος. Το ελληνικό χρέος είναι στο 120% του ΑΕΠ από το 1993. Για 20 συνεχή χρόνια το αναχρηματοδοτούσαν οι αγορές. Το σημερινό χρέος είναι 380 δισ. (150% του ΑΕΠ πλέον). Είναι σχεδόν όλο χρέος της γενικής κυβέρνησης με ομόλογα μονοετούς, τριετούς και δεκαετούς διάρκειας, άρα λήγει σε 7 χρόνια. Όταν το 2009 σταμάτησαν οι αγορές να αναχρηματοδοτούν το χρέος, αυτό υπέστη “ασφυξία”. Θα έπρεπε να αποπληρωθεί το σύνολο του χρέους σε 7 χρόνια. Άρα να πληρωθούν 40-50 δισ. από το 2010 μέχρι το 2017. Αυτό προφανώς είναι αδύνατο.
 

Για τον λόγο αυτό συνέβησαν τρία πράγματα που αφορούν την αναχρηματοδότηση του χρέους:
 
α) Ιδρύθηκε ο έκτακτος μηχανισμός που προσέφερε νέο δάνειο 110 δισ. για τρία χρόνια. Ο μηχανισμός δεν προσέφερε “οικονομική βοήθεια”, αλλά μεσολάβησε ουσιαστικά στις αγορές και άντλησε τα 110 δισ. με την εγγύηση των 6 χωρών που έχουν αξιολόγηση ΑΑΑ. Καλύπτει και τα τρέχοντα πρωτογενή ελλείμματα του προϋπολογισμού.
β) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγόρασε ή υποθήκευσε ελληνικά ομόλογα ύψους 80 δισ., προσφέροντας αντίστοιχη ρευστότητα στις ελληνικές και τις ξένες τράπεζες.
γ) Ένα μέρος των κατόχων των ελληνικών ομολόγων τα ρευστοποίησαν, τα πούλησαν δηλαδή στη δευτερογενή αγορά με ζημία περίπου 30%. Αυτά είναι αξίας γύρω στα 80 δισ. (ονομαστικής 115). Μάλιστα αυτά η τρόικα πιέζει να τα επαναγοράσουμε πουλώντας δημόσια περιουσία (τα περίφημα 50 δισ).
Μένουν τα υπόλοιπα 100 δισ. που είναι στις ελληνικές τράπεζες (60 δισ.) και τα ασφαλιστικά ταμεία, ελληνικά και ξένα (40 δισ.).
 
Άρα το χρέος αναχρηματοδοτήθηκε ντεφάκτο και συγκεντρώθηκε πλέον σε ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η αναδιάρθρωση πλέον είναι πολιτική απόφαση και σημαίνει επιμήκυνση, “κούρεμα” και ρύθμιση του επιτοκίου. Αν όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, η Ελλάδα επιστρέψει στις αγορές το 2012, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Όμως αυτό δεν είναι πιστευτό.
Στην περίπτωση που η αναδιάρθρωση είναι αναπόφευκτη τι είδους ρυθμίσεις μπορεί να γίνουν ώστε να μην καταστραφούν, όπως λένε, οι ελληνικές τράπεζες και να θιγούν ασφαλιστικά ταμεία που κατέχουν ελληνικά ομόλογα;
Υπάρχουν τρεις τρόποι αναδιάρθρωσης.

α) Ο πρώτος τρόπος είναι ο χειρότερος. Οι επενδυτές σε CDS (ασφάλιστρα κινδύνου), έχουν επενδύσει περίπου 200 δισ., στη στάση πληρωμών ή στην άμεση χρεοκοπία που συνεπάγεται “κούρεμα” κατά 50-70% του χρέους (βλ., υποστηρικτικά άρθρα Economist και Financial Times Γερμανίας και ορισμένων εν Ελλάδι “αριστερών”).
Το “κούρεμα” ακούγεται από πρώτη άποψη τέλειο, αλλά η οικονομία θα βουλιάξει και θα γίνει αντίστοιχη εσωτερική υποτίμηση (διοικητική δηλαδή περικοπή, μισθών, συντάξεων, ενοικίων, συμβολαίων, κ.λπ.).

β) Ο δεύτερος δρόμος είναι η αναδιάρθρωση του χρέους να γίνει με βάση τις πραγματικές δυνατότητες εξυπηρέτησης του, που θα καθιστά το χρέος “βιώσιμο”. Ένα “βιώσιμο σχέδιο” έχει ως βάση ένα πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξης του 3% του ΑΕΠ (7,5 δισ. το χρόνο), 2,5-3% αύξηση του ΑΕΠ και μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα προσαρμογής της οικονομίας με πραγματικά αναγκαίες και δίκαιες μεταρρυθμίσεις. Η “εξυπηρέτηση” του χρέους επιστρέφει στο 4% του ΑΕΠ που ήταν και την περίοδο 1995-2009.
Αυτό συνεπάγεται την επαναδιαπραγμάτευση των 110 δισ. του μηχανισμού και των 80 δισ. της ΕΚΤ. Η επιμήκυνση μπορεί να γίνει στη 15ετία με νέες σειρές ομολόγων που θα αντικαθιστούν τα παλιά (προβλέπεται εξάλλου από τον μηχανισμό).
Η μείωση του επιτοκίου πρέπει να προσεγγίσει αυτήν του βασικού της ΕΚΤ.
Το “κούρεμα”, μπορεί να κινηθεί σε όρια λιγότερα από αυτά της δευτερογενούς αγοράς, άρα γύρω στο 20%.
Τα ασφαλιστικά ταμεία θα πληρωθούν στο ακέραιο.
Η ρύθμιση είναι τεχνικά απλή. Οι τράπεζες όμως θα πρέπει να δεχτούν ρυθμίσεις αντίστοιχες με αυτές του Μηχανισμού και της ΕΚΤ. Θα ζημιωθούν περίπου 25 δισ., αλλά το όφελος των τραπεζών θα προκύψει από την επιστροφή τους στις αγορές χρήματος (σήμερα τα σπρεντς για τον δανεισμό των ελληνικών τραπεζών είναι απαγορευτικά, με επιτόκιο 4,5%).
Τέλος στη δευτερογενή αγορά χρειάζεται παρέμβαση προκαταβολικά προκειμένου να αγοραστούν τα ομόλογα από τράπεζες, την ΕΚΤ, την κυβέρνηση ή από ιδιώτες πριν από την “επίσημη” αναδιάρθρωση του χρέους.
Με τα μέτρα αυτά, με ένα “συντεταγμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης”, το ελληνικό χρέος μειώνεται κατά 30%, επεκτείνεται σε ορίζοντα 15ετίας και μειώνονται τα επιτόκια εξυπηρέτησης του.

γ) Η τρίτη λύση για την αναδιάρθρωση είναι ένας συνδυασμός του α και β. Δυστυχώς για όλους μας, μάλλον αυτή είναι η γερμανική πρόταση. Και έχει πολλές αρνητικές συνέπειες, καθώς βαραίνει το σκέλος α και αποδυναμώνεται το σκέλος β.
Αρκεί μια σχετικά ικανοποιητική αναδιάρθρωση για να εξασφαλιστούν ικανοί επενδυτικοί πόροι που να βγάλουν σταδιακά την ελληνική οικονομία από την άγρια ύφεση; Υπάρχει πλέον ικανός δημόσιος τομέας να σχεδιάσει αποτελεσματικές αναπτυξιακές πολιτικές; Ποιος και πως θα βάλει μπροστά τη μηχανή;

Ένα “βιώσιμο σχέδιο για το ελληνικό χρέος” αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη έχει παγιδευτεί εδώ και χρόνια σε μια συστηματική διαδικασία αποδιάρθρωσης των κρατικών αναπτυξιακών θεσμών, αποκλειστικής πρόσδεσης στην ιδέα των ιδιωτικών επενδύσεων και της “διεθνούς εξειδίκευσης” και διάλυσης των εργασιακών σχέσεων. Μόνο που αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα της κρίσης. Δεν μπορεί να αποτελεί και τη “λύση”.

ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ