12 Δεκ 2010
"Καπνίζοντας στη Νέα Υόρκη". Ενα απολαυστικό κείμενο του Ορχάν Παμούκ
Ιδέες, εικόνες και κομμάτια ζωής που δεν έχουν βρει ακόμα τη θέση τους στα μυθιστορήματά του, καταθέτει ο νομπελίστας Ορχάν Παμούκ στο βιβλίο του «Αλλα χρώματα. Δοκίμια και μια ιστορία», που θα κυκλοφορήσει αύριο στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» (μετάφρ. Στ. Βρετού).
Σήμερα προδημοσιεύουμε το κείμενο «Ο φόβος του τσιγάρου»....
όπου ο Παμούκ καταγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις από τη Νέα Υόρκη, που ήδη από το 1986 τελούσε υπό καπναπαγόρευση.
«Μάλλον ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου, ονειρευόμουν το βιβλίο που έγραφα εκείνο τον καιρό και κάπνιζα σαν φουγάρο. Γι' αυτό δεν το είδα. Μου το διηγήθηκαν: λίγο μετά το θάνατό του, στις οθόνες των τηλεοράσεων εμφανίστηκε η εικόνα του διάσημου ηθοποιού Γιουλ Μπρίνερ. Ο φαλακρός ηθοποιός -δεν μου άρεσαν ποτέ ούτε αυτός ούτε οι ταινίες του- ανήμπορος από το κρεβάτι του νοσοκομείου, αναπνέοντας με δυσκολία, προσπαθούσε να μιλήσει κοιτάζοντας τους τηλεθεατές κατάματα:
"Θα είμαι νεκρός όταν θα βλέπετε αυτό το πρόγραμμα. Πεθαίνω από καρκίνο των πνευμόνων. Υπεύθυνος για το θάνατό μου είμαι αποκλειστικά εγώ. Οσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να κόψω το τσιγάρο. Είμαι πικρά μετανιωμένος. Ο θάνατός μου είναι εξαιρετικά οδυνηρός. Ημουν πλούσιος, επιτυχημένος, θα μπορούσα να ζήσω πολλά χρόνια ακόμη, θα μπορούσα να απολαμβάνω ακόμη τη ζωή, δεν μπόρεσα, εξαιτίας του τσιγάρου. Μην κάνετε κι εσείς το ίδιο, αφήστε το τσιγάρο. Διαφορετικά θα πεθάνετε κι εσείς, πριν προλάβετε να απολαύσετε τη ζωή".
Μόλις ακούσαμε με το φίλο μου το μαγνητοφωνημένο μήνυμα, του άπλωσα το κουτί μου με τα Μάρλμπορο χαμογελώντας, ανάψαμε τσιγάρο. Κοιταχτήκαμε, δεν χαμογελούσαμε. Ηξερα ότι στη Νέα Υόρκη θα είχα πρόβλημα με το τσιγάρο, αλλά δεν φανταζόμουν πόσο μεγάλο θα ήταν. Στην Τουρκία κάπνιζα χωρίς να με απασχολεί το θέμα.
Αυτό που μου προκαλούσε πρόβλημα στη Νέα Υόρκη δεν ήταν όσα άκουγα από το ραδιόφωνο κι έβλεπα στην τηλεόραση, στα περιοδικά και τις εφημερίδες. Ημουν συνηθισμένος σε αυτά. Είχα δει ήδη πολλές τρομακτικές εικόνες με πνεύμονες κατάμαυρους από την πίσσα, μακέτες με πνεύμονες σαν κίτρινα σφουγγάρια από το κάπνισμα, εικόνες με πλάκες νικοτίνης που φράζουν τις αρτηρίες και σταματούν την καρδιά, άλλες με άτυχες καρδιές παθητικών καπνιστών. Κοίταζα ανέκφραστος στα περιοδικά εικόνες με κρανία που κάπνιζαν, με εγκύους που δηλητηρίαζαν με τους καπνούς τα παιδιά τους, με ταφόπλακες στεφανωμένες με καπνούς τσιγάρων και κάπνιζα καρτερικά το τσιγάρο μου, σχεδόν ήρεμος. Ο φόβος του θανάτου από τσιγάρο δεν μ' επηρέαζε περισσότερο απ' όσο μ' επηρέαζαν οι διαφημίσεις του Μάρλμπορο, της Pan Am, στους πλαϊνούς τοίχους των παλιών πολυκατοικιών, της Κόκα Κόλα και της Χαβάης στην τηλεόραση. Αν και όλα τα φώτα ήταν στραμμένα σε αυτόν το θάνατο, και οι εικόνες με τις μορφές του σου χόρταιναν το βλέμμα, ακόμη δεν είχε καταγραφεί στο μυαλό μου. Το τσιγάρο μού προκάλεσε κι άλλο ένα πρόβλημα στη Νέα Υόρκη: ήμουν σ' ένα αμερικανικό πάρτι με τηγανητές πατάτες, μπίρα και μεξικάνικες σάλτσες, όταν πρόσεξα ότι μόλις άναβα τσιγάρο, ο κόσμος απομακρυνόταν από κοντά μου, σαν να φοβόταν μήπως του μεταδώσω AIDS.
Δεν απομακρύνονταν από τον καρκίνο του καπνού, αλλά από το τσιγάρο, από κάποιον που κάπνιζε. Αργότερα θα καταλάβαινα ότι τα τσιγάρα μου δήλωναν αδυναμία χαρακτήρα, έλλειψη πολιτισμού, διαταραγμένη ζωή, αδιαφορία, και (τον χειρότερο εφιάλτη των Αμερικανών) αποτυχία. Ενας γνωστός μου, ο οποίος περηφανευόταν ότι μετά από πέντε χρόνια στην Αμερική είχε αλλάξει από την κορφή μέχρι τα νύχια -αλλά, σαν Τούρκος που εξακολουθούσε να είναι, και επειδή δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις εθνικές μας συνήθειες, συνέχιζε να εφευρίσκει άχρηστες νοητικές κατηγορίες και να υποστηρίζει άκομψες θεωρίες-, μου είπε μια φορά ότι στην Αμερική υπήρχαν δύο τάξεις: των καπνιστών και των μη καπνιστών. Πέρα από τις περιπτώσεις όπου αυτοί της πρώτης κατηγορίας έβγαιναν στους δρόμους μέρα μεσημέρι, οπλισμένοι με τα τσιγάρα τους, τα μαχαίρια και τα πιστόλια τους, και επιχειρούσαν να στριμώξουν στις σκοτεινές γωνιές τους άλλους, της δεύτερης κατηγορίας, που περπατούσαν ανήσυχοι, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνεις ποτέ μάρτυρας κάποιας άλλης μορφής σοβαρού ταξικού πολέμου ανάμεσα στις δύο ομάδες. Το αντίθετο, ο τύπος και η τηλεόραση προσπαθούσαν με τις διαφημίσεις να ενώσουν αυτές τις δύο τάξεις, τις οποίες χώριζαν τα πακέτα τσιγάρων που πουλιούνταν με διαφορετικές τιμές σε κάθε γειτονιά, κάθε μπακάλη. Τα μοντέλα που κάπνιζαν στις διαφημίσεις δεν έμοιαζαν τόσο με τους θεριακλήδες καπνιστές όσο με τους εργατικούς, λογικούς, δυνατούς, καλλιεργημένους μη καπνιστές. Οι πρώην καπνιστές, που είχαν περάσει στην τάξη των μη καπνιστών, διηγούνταν πολλές όμορφες κι ευτυχισμένες ιστορίες από την εποχή του τσιγάρου.
Ξεπεράστηκε ο οίκτος
Ο γνωστός, που άλλαξε από την κορφή μέχρι τα νύχια, μου είπε ότι για να κόψει το τσιγάρο είχε απευθυνθεί σε μια οργάνωση. Τις πρώτες μέρες, όταν η έλλειψη νικοτίνης γινόταν αβάσταχτη, έπαιρνε τηλέφωνο στην οργάνωση για να τον βοηθήσουν. Δεν χαμογελούσε καθόλου όταν μου διηγιόταν ότι η γλυκιά και στοργική φωνή που απαντούσε στο τηλέφωνο του έλεγε πόσο ευτυχισμένος θα ένιωθε όταν θα έκοβε το τσιγάρο, ότι έπρεπε να σφίξει λίγο ακόμη τα δόντια, ότι ο πόνος του είχε κάποιο νόημα, ήταν σχεδόν ιερός. Κι ενώ μου τα έλεγε όλα αυτά, εγώ άναψα το τσιγάρο μου, αυτός πανικοβλήθηκε και έχασε εν μέρει την εκτίμησή του για μένα. Τώρα πια ήξερα ότι ο μαύρος στη λεωφόρο Μάντισον που ζητιάνευε τσιγάρο, ήταν αξιολύπητος όχι επειδή δεν είχε λεφτά να αγοράσει τσιγάρα, αλλά επειδή κάπνιζε. Σήμαινε ότι ο μαύρος δεν είχε δύναμη θέλησης αλλά ούτε και καλλιέργεια, δεν μπορούσε να περιμένει πολλά από τη ζωή. Κι αφού μπορούσε και κάπνιζε, δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση το ότι ζητιάνευε. Ο οίκτος ήταν ένα αίσθημα σχετικά ξεπερασμένο στη Νέα Υόρκη.
Θρησκευτική διάσταση
Στο Μεσαίωνα πίστευαν ότι ο Θεός είχε στείλει την πανούκλα στη γη για να ξεχωρίσει τον ένοχο από τον αθώο, τον αμαρτωλό από τον αγνό. Δεν είναι δύσκολο να φανταστείτε πόσο μπορεί να επαναστατούσαν με αυτή τη σκέψη κάποιοι από αυτούς που αρρώσταιναν, και πρέπει να καταλαβαίνετε γιατί οι αμερικανοί καπνιστές αισθάνονται συχνά την ανάγκη να αποδείξουν ότι είναι καλοί πατριώτες. Οι "καταραμένοι" θεριακλήδες όταν σε κάποια σύσκεψη ή στο χώρο της δουλειάς τους βρεθούν συγκεντρωμένοι γύρω από το μοναδικό σταχτοδοχείο σε κάποια γωνιά ή στη γωνιά του δωματίου για τους καπνιστές, αν βέβαια υπάρχει τέτοιο δωμάτιο, λένε πάντοτε ότι σκοπεύουν να κόψουν το κάπνισμα. Είναι κι αυτοί έντιμοι και καλοί πατριώτες, την κακή συνήθειά τους την προκάλεσαν η αδυναμία του χαρακτήρα τους, η έλλειψη καλλιέργειας και η αποτυχία, είναι πολύ δυστυχισμένοι και σίγουροι ότι μόνο προσωρινά έχουν υποκύψει στο κάπνισμα. Ολοι έχουν στο νου τους ένα χρονικό όριο. Μετά από αυτό, θα έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τον κόσμο των αμαρτωλών και των ενόχων: όταν λύσουν τα προβλήματά τους με την αγαπημένη τους, όταν παραδώσουν το ημιτελές διδακτορικό τους, όταν βρουν δουλειά τότε θα μπορέσουν να κόψουν την αναθεματισμένη συνήθεια και να ενταχθούν στις τάξεις των ευτυχισμένων Αμερικανών. Κάποιοι ενοχλούνται με την αμαρτωλή ατμόσφαιρα αλληλεγγύης που δημιουργείται γύρω από το σταχτοδοχείο και προσπαθούν να αποδείξουν στους άλλους ότι δεν είναι πραγματικά ένοχοι για το έγκλημα που διαπράττουν: λένε ότι δεν καπνίζουν ποτέ, αλλά να, τώρα είναι εκνευρισμένοι, ότι τα τσιγάρα τους έχουν πολύ χαμηλή περιεκτικότητα νικοτίνης και πίσσας, ότι καπνίζουν μόνο τρία την ημέρα, και όπως βλέπετε, δεν έχουν ούτε σπίρτα ούτε αναπτήρα.
Πάντα υπάρχουν όμως και κάποιοι μεταξύ των ενόχων που είναι τόσο πολύ αφοσιωμένοι στην κακή αυτή συνήθεια -τουλάχιστον στα σπίτια τους- ώστε να την αποδέχονται με περηφάνια. Συνάντησα ευτυχισμένους, καλλιεργημένους, δυνατούς, ευκατάστατους ηλικιωμένους, που πιστεύουν ότι καπνίζουν πάρα πολλά χρόνια για να κόψουν τώρα πια το κάπνισμα κι έχουν αποδεχτεί με καρτερικότητα τον πρόωρο θάνατο που μπορεί να τους προκαλέσει. Κάποιοι μάλιστα δεν διστάζουν να συγκρούονται με τους νεαρούς και επιτυχημένους επιχειρηματίες επειδή τους αφαιρούν το δικαίωμα να καπνίζουν στους χώρους εργασίας τους. Θυμάμαι ότι ήμασταν μια μέρα σ' ένα εστιατόριο μ' έναν πολύ μεγαλύτερό μου συγγραφέα και βλέποντας τις διαφημίσεις των τσιγάρων πάνω στα κίτρινα ταξί που περνούσαν μπροστά από το παράθυρο, μιλούσαμε για τις γεύσεις τους. Κάπνιζε κι αυτός, όπως λένε οι Ιταλοί, "σαν Τούρκος". Μιλούσαμε κι εμείς, όπως μιλούν οι αργόσχολοι αριστοκράτες για τη γεύση των σπάνιων κρασιών τους, για τη χορταστική γεύση του Κάμελ ή τα λεπτά και φίνα κοντά Κεντ, και στην πραγματικότητα απολαμβάναμε το ότι μπορούσαμε να υπερασπιζόμαστε άφοβα την αμαρτία μας: όπως κάθε σκέψη που συνδέεται με την αγάπη για τη ζωή και το φόβο του θανάτου, έτσι νομίζω ότι και στη Νέα Υόρκη η ιδεολογία του τσιγάρου έχει μια διάσταση θρησκευτική».
ΠΗΓΗ: enet.gr