Παύλος Μεθενίτης
Στον νεοδημοκρατικό παράδεισο που ζούμε, θα αμειβόμαστε με ρεπό, τα οποία θα μπορούμε να τα καταθέτουμε, αν μας περισσεύουν, σε μια Τράπεζα Χρόνου.
Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κύριος Κωστής Χατζηδάκης, πιστεύω πως είναι μια...
αδικημένη, μια παραγνωρισμένη μεγαλοφυΐα. Δεν είναι ένα παιδί του γαλάζιου κομματικού σωλήνα, όπως έχει κατηγορηθεί πολλάκις από τους επικριτές του, δεν είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει δουλέψει πραγματικά ούτε μια ώρα στη ζωή του, καθώς από φοιτητοπατέρας της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και αρχινεολαίος της ΟΝΝΕΔ εκτοξεύτηκε στην ευρωβουλευτική καρέκλα, απ’ όπου αναπήδησε στη βουλευτική πολυθρόνα, δεν είναι μια νεοφιλελεύθερη μπουλντόζα που κονιορτοποιεί τις τελευταίες δομές κοινωνικού κράτους, των εργατικών δικαιωμάτων και του δημοσίου τομέα, όχι, δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, είναι κάτι άλλο, κάτι πολύ παραπάνω.Είναι ένας ρέκτης στοχαστής, ένας μάχιμος διανοητής, που προσπαθεί να εφαρμόσει κάποιες βασικές φιλοσοφικές αξίες στην καθημερινή ζωή και μάλιστα στην εργασία και στις κοινωνικές υποθέσεις, επί των οποίων άλλωστε υπουργεύει, όπως προνόησε η μεγαλοσύνη του πρωθυπουργού που τον τοποθέτησε εκεί.
Ο κύριος Κωστής Χατζηδάκης βάλθηκε να αποδείξει, πως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος είχε δίκιο, όταν είπε το 1748 το περίφημο «ο χρόνος είναι χρήμα», υπενθυμίζοντας προς τους εργάτες ότι ο χρόνος που αφήνουν να περνάει χωρίς δουλειά, είναι χρόνος που χάνεται, χωρίς να βγάζουν χρήματα. Πρέπει να πούμε εδώ, πως ο Αμερικανός επιστήμων, συγγραφέας, πολιτικός, εφευρέτης, κοινωνικός ακτιβιστής, στρατιωτικός και διπλωμάτης του 18ου αιώνα δέχτηκε κάποια κριτική όσον αφορά την ορθότητα του αποφθέγματος: γιατί ναι μεν ο χρόνος είναι χρήμα, καθώς μπορείς να πουλήσεις τον χρόνο σου, δηλαδή να νοικιάσεις τον εαυτό σου και τον χρόνο του επ’ αμοιβή σε έναν εργοδότη για να βγάλεις χρήματα, αλλά η ισότητα αυτή δεν είναι αμφίδρομη, λένε κάποιοι. Κι αν δεν είναι αμφίδρομη, από αλγεβρικής άποψης, εάν δεν ισχύει το Β=Α, μήπως δεν ισχύει και το Α=Β; Αν το χρήμα δεν είναι χρόνος, μήπως κι ο χρόνος, τελικά, δεν είναι χρήμα; Μπορείς να αγοράσεις χρόνο με τα λεφτά σου; Εάν ήταν έτσι, οι πλούσιοι θα ήταν αθάνατοι, θα αγόραζαν αιώνες ολόκληρους με τα λεφτά τους...
Εδώ λοιπόν, σ’ αυτόν τον φιλοσοφικό γόρδιο δεσμό, επεμβαίνει ο Κωστής Χατζηδάκης ως Μέγας Αλέξανδρος και επιβεβαιώνει τον Βενιαμίν Φραγκλίνο. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Kontra, ο υπουργός ερωτώμενος, εάν θα μειωθεί το εισόδημα των εργαζομένων (από τις χαμένες υπερωρίες), έδωσε την ακόλουθη μνημειώδη απάντηση: «Οχι, απλά δεν θα παίρνουν λεφτά, αλλά άδεια», εννοώντας πως οι υπερωρίες όπως τις γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, θα μετατρέπονται σε ρεπό.
Ρεπό, λοιπόν, αντί χρημάτων. Χρόνος αντί χρήματος. Δηλαδή, στον νεοδημοκρατικό παράδεισο που ζούμε, θα αμειβόμαστε με ρεπό, τα οποία υποθέτω πως θα μπορούμε να τα καταθέτουμε, αν μας περισσεύουν, σε μια Τράπεζα Χρόνου, εφόσον ο Χρόνος είναι Χρήμα και το Χρήμα είναι Χρόνος, όπου και θα ασφαλίζονται και θα τοκίζονται.
Θα καταθέτουμε ένα χρόνο, ας πούμε, και όταν θα κάνουμε ανάληψη στις αποταμιεύσεις μας, στα γηρατειά μας, θα παίρνουμε αυτόν τον χρόνο μας πίσω, συν κάμποσα λεπτά, κάμποσες ώρες παραπάνω ως τόκο... Ή, θα πληρώνουμε με ρεπό, με χρονικές μονάδες τα αγαθά και τις υπηρεσίες: ένα πλούσιο δείπνο, ενάμισι ρεπό. Ενα πακέτο τσιγάρα, ένα τρίτο του ρεπό από τις καταθέσεις που θα έχουμε συγκεντρώσει από τον μισθό μας. Μία εβδομάδα διακοπών, πενήντα ρεπό. Και εάν κάνουμε οικονομία, θα μπορούμε να αφήνουμε καμιά τριακοσαριά ρεπό, σχεδόν ένα χρόνο ζωής στα παιδιά μας, να τον έχουν στην καβάτζα, ποιος ξέρει τι γίνεται, οι καιροί είναι δύσκολοι. Θα μπορούμε να κληροδοτούμε χρόνο στις επόμενες γενιές...
Ετσι λοιπόν, αδελφωμένα δύο μεγάλα πνεύματα, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Κωστής Χατζηδάκης, μας μαθαίνουν την αληθινή σημασία της λέξης «ρεπό». Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ρεπό είναι η σύντομη άδεια που παραχωρείται περιοδικά σε εργαζόμενους για ξεκούραση, ένα αντιδάνειο: η διαδρομή της λέξης ξεκινά από τη γαλλική «repos», από το ρήμα «reposer» που σημαίνει «αναπαύω, ησυχάζω».
Αυτό προέρχεται από τον μεταγενέστερο λατινικό όρο «repausare», από το λατινικό «pausa», που παραπέμπει βέβαια στην ελληνική λέξη «παύσις». Μια παύση λοιπόν από την εργασία, μια ανεπίσημη αργία, ένα διάλειμμα για ανάπαυση είναι το ρεπό, σύμφωνα με το Λεξικό, αλλά, όπως είπαμε, ο μεγάλος αναμορφωτής της κοινωνίας και της ετυμολογίας Χατζηδάκης έδωσε ένα νέο περιεχόμενο στον όρο «ρεπό», που σημαίνει, πλέον, το χρήμα, τα λεφτά.
Ετσι, πρέπει να ξαναδούμε και να ξαναεννοήσουμε κάποιες εκφράσεις της καθημερινής ζωής, τώρα που άλλαξε η σημασία της λέξης. Είναι αλήθεια, πως ο Κάρολος Μαρξ είχε πει, πως το κεφάλαιο (τα χρήματα, χοντρικά) είναι συσσωρευμένη εργασία, και είναι επίσης αλήθεια πως η γυναίκα του, η Τζένη Μαρξ, είχε παρατηρήσει, πως θα ήθελε ο αγαπητός της σύζυγος να είχε ασχοληθεί λίγο και με την απόκτηση του κεφαλαίου, εκτός από τη συγγραφή του, αλλά όλα αυτά τώρα είναι παρελθόν.
Τώρα θα λέμε, πως τα ρεπό δεν φέρνουν την ευτυχία, πως αυτός έβγαλε ρεπό με το τσουβάλι, πως έκανε δηλαδή τρελά ρεπό, πως τα ρεπό πάνε στα ρεπό, πως αυτό το προϊόν ή η υπηρεσία είναι πεταμένα ρεπό και πως τα πιάσαμε τα ρεπό μας, όταν είμαστε σε δύσκολη κατάσταση ή σε αμηχανία.
Επίσης, τώρα, στη μ.Χ. (μετά Χατζηδάκη) εποχή, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε και την παρωχημένη, πλέον, τέχνη. Ετσι, θα τραγουδάμε «Οσοι έχουνε πολλά ρεπό / να ’ξερα τι τα κάνουν / άραγε σαν πεθάνουνε βρ’ αμάν αμάν μαζί τους θα τα πάρουν / Εγώ ρεπό στην τσέπη μου/ ποτές δεν αποτάζω / κι όλα τα ντέρτια μου περνούν βρ’ αμάν αμάν μόνο σαν μαστουριάζω / Αφού στον άλλονε ντουνιά / ρεπό δε θα περνάνε / τα ’χουν και τα θυμιάζουνε βρ’ αμάν αμάν δεν ξέρουν να τα φάνε», ενώ πολλά πρέπει να αλλάξουνε και στον κινηματογράφο.
Στη «Λόλα» για παράδειγμα, που σκηνοθέτησε ο Ντίνος Δημόπουλος το 1964, ο υποκοσμιακός Καλογήρου, ο «Μαύρος», απειλεί τον Κούρκουλο, τον Αρη, με μαχαίρι. «Είναι ανάγκη να χτυπηθούμε;», ρωτά αυτός, για να πάρει την ιστορική απάντηση από τον Καλογήρου: «Είναι πολλά τα ρεπό, Αρη».
ΠΗΓΗ: efsyn.gr