Ήταν Απρίλιος του 1937 όταν τα γερμανικά βομβαρδιστικά εμφανίστηκαν στον Ισπανικό ουρανό, πάνω από την Γκουέρνικα. Μέσα σε λίγη ώρα πάνω από 1.500 άνθρωποι...
σκοτώθηκαν, η πόλη ισοπεδώθηκε και ταυτόχρονα μετατράπηκε σε ένα σύμβολο της θηριωδίας του πολέμου.Η επίθεση πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου, μεταξύ των δυνάμεων του δικτάτορα Φράνκο και των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο ισπανικός βορράς των Βάσκων αποτελούσε πεδίο σθεναρής αντίστασης ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις και η κατάληψη της πόλης Μπιλμπάο είχε χαρακτηριστεί στρατηγικής σημασίας.
Στα σχέδια του Φράνκο βρισκόταν και η μικρή κωμόπολη, με μόλις 5.000 κατοίκους, Γκουέρνικα. Οι δικτατορικές εθνικιστικές δυνάμεις υποστηρίζονταν και από τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ κυρίως μέσω της Luftwaffe.
Για τη Luftwaffe η επίθεση στην Γκουέρνικα αποτελούσε και μία ευκαιρία για τελειοποίηση των αεροπορικών επιθέσεων, λίγο πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων Hermann Goering κατά τη διάρκεια της δίκης του μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανέφερε: «Ο ισπανικός εμφύλιος μας έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε νέες τακτικές για τις αεροπορικές επιθέσεις μας, αλλά και να αποκτήσουμε τις απαραίτητες εμπειρίες».
Η επίθεση στην Γκουέρνικα ήταν μία δοκιμή για τις ναζιστικές δυνάμεις και ονομάστηκε «Επιχείρηση Έκπληξη». Ο βομβαρδισμός πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου, 1937, από τις 16:30 έως τις 19:00 και στην επιχείρηση συμμετείχαν 20 γερμανικά μαχητικά και 3 ιταλικά.
Ένας από τους πρώτους ανταποκριτές του εμφυλίου πολέμου, που φτάνει στην κατεστραμμένη πόλη μετά τον βομβαρδισμό, ήταν ο Noel Monk, της London Daily Express:
«Ήμασταν περίπου δεκαοκτώ μίλια ανατολικά της Γκουέρνικα, όταν ο Άντον σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και άρχισε να φωνάζει. Έδειξε μπροστά και η ανάσα μου κόπηκε αντικρίζοντας την εικόνα. Πάνω από την κορυφή των λόφων εμφανίστηκε ένα σμήνος αεροπλάνων. Περίπου δώδεκα βομβαρδιστικά πετούσαν ψηλά στον ουρανό και χαμηλότερα συνοδευόντουσαν από έξι μαχητικά Heinkel 52. Τα βομβαρδιστικά πετούσαν προς την Γκουέρνικα, ενώ τα μαχητικά πέταξαν χαμηλά πάνω από το αυτοκίνητό μας.
Ο Άντον και εγώ πηδήξαμε σε μία τρύπα, που είχε δημιουργηθεί από βομβαρδισμό, η οποία ήταν γεμάτη με νερό και λάσπη. Κοιτάξαμε βιαστικά τα μαχητικά και μετά κατεβάσαμε τα κεφάλια μας. Δεν σηκώσαμε το βλέμμα μας μέχρι να φύγουν τα Heinkel. Μας φάνηκαν ώρες, αλλά ήταν μόλις 20 λεπτά. Τα μαχητικά πυροβολούσαν στο δρόμο όσο πετούσαν από πάνω μας. Άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου.
Όταν τα Heinkel αποχώρησαν μαζί με τον Άντον τρέξαμε στο αυτοκίνητο. Σε μικρή απόσταση ένα στρατιωτικό όχημα είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να μεταφέρουμε τους δύο νεκρούς στην άκρη του δρόμου. Έτρεμα ολόκληρος ήταν η πρώτη φορά που είχα φοβηθεί τόσο. Ο ουρανός είχε γίνει κόκκινος από τις φωτιές στην Γκουέρνικα».
Ο Noel Monk και ο συνάδελφός του πλησίασαν με το αυτοκίνητό τους στη Γκουέρνικα σε τέτοιο σημείο, όπου άκουγαν τους ήχους από τον βομβαρδισμό. Συνέχισαν την πορεία τους για την Μπιλμπάο, όπου ο Monk ολοκλήρωσε το κείμενό του για την εφημερίδα και γευμάτισε.
Η μαρτυρία του συνεχίζεται από το σημείο που το γεύμα τους διακόπτεται από την είδηση για τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα.
«Ένας υπάλληλος της κυβέρνησης με δάκρυα στα μάτια μπήκε μέσα στην τραπεζαρία και φώναξε: Η Γκουέρνικα καταστράφηκε. Οι Γερμανοί βομβάρδιζαν και βομβάρδιζαν και βομβάρδιζαν.
Η ώρα ήταν περίπου 21.30 και ο στρατηγός Roberts χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, "καταραμένα γουρούνια". Πέντε λεπτά αργότερα κατευθυνόμασταν προς την Γκουέρνικα. Ήμασταν περίπου σε απόσταση δέκα μιλίων από την κωμόπολη όταν είδα τον κόκκινο ουρανό από τις φλόγες. Πλησιάζοντας στη Γκουέρνικα έβλεπα παιδιά, γυναίκες και άνδρες στην άκρη του δρόμου να κάθονται σαστισμένοι. Εκεί ήταν και ένας ιερέας. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και πήγα προς το μέρος του.
Τι συνέβη; τον ρώτησα Το πρόσωπο του ήταν μαυρισμένο, τα ρούχα του σκισμένα και δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά μου έδειχνε τις φωτιές, περίπου 4 μίλια μακριά. Μετά ψιθύρισε: "Aviones. . . bombas. . . mucho, mucho".
Ήμουν ο πρώτος ανταποκριτής που έφτασε στην Γκουέρνικα και βοήθησα ορισμένους στρατιώτες να μαζέψουν απανθρακωμένα πτώματα. Μερικοί στρατιώτες έκλαιγαν με λυγμούς σαν μικρά παιδιά. Υπήρχαν παντού φωτιές και καπνοί και η μυρωδιά από την καμένη σάρκα ήταν ανυπόφορη. Σπίτια κατέρρεαν.
Στην κεντρική πλατεία, που περιβαλλόταν από έναν τοίχος φωτιάς, βρισκόντουσαν περίπου 100 άνθρωποι. Ένας θρήνος είχε απλωθεί σε όλη την περιοχή. Ένας άνδρας που μιλούσε αγγλικά μου είπε: "Στις τέσσερις, πριν ακόμα κλείσει η αγορά, ήρθαν πολλά αεροπλάνα. Πέταξαν βόμβες. Κάποια πετούσαν χαμηλά και πυροβολούσαν στον δρόμο. Ο πατέρας Aroriategui προσευχόταν μαζί με άλλους ανθρώπους στην πλατεία ενώ οι βόμβες έπεφταν".
Τα μόνα που δεν είχαν καταρρεύσει ήταν η εκκλησία, ένα ιερό δένδρο, σύμβολο των Βάσκων και ένα μικρό εργοστάσιο πυρομαχικών λίγο έξω από την πόλη. Στην πόλη δεν υπήρχαν αντιαεροπορικά. Ήταν μία επιδρομή φωτιάς.
Ένα θέαμα που με έχει στοιχειώσει, ήταν τα απανθρακωμένα πτώματα πολλών γυναικών και παιδιών, που τα είχαν μαζέψει στην αποθήκη ενός σπιτιού».
*Φωτόγραφία, ο πίνακας του Pablo Picasso "Guernica"