Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Πώς μπόρεσε ένας ζάπλουτος, ένας παθολογικά νάρκισσος, να συνεπάρει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, να τους κάνει να τον ψηφίσουν ως πρόεδρο της πιο ισχυρής χώρας του πλανήτη, αλλά πολύ περισσότερο να τους πείσει, ότι οι πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ ήταν διαβλητές, ότι υπήρξε θύμα νοθείας, ότι του «έκλεψαν» τη… νίκη, και ακόμη περισσότερο να «οδηγήσει»
Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί σχεδόν όλοι, ακόμη και οι επικριτές της πολιτικής του Λευκού Οίκου, καταφεύγουν στην κατηγορία της «τρελοποίησης», που τελικά συνιστά άλλοθι. Γι’ αυτό αξίζει να παραθέσουμε την παρατήρηση της Τζούλιας Κρίστεβα, που αφορά τους ναζί, αλλά και τους σύγχρονους φανατικούς. Οι ναζί, γράφει η Κρίστεβα, «επειδή έχασαν την απόλυτα συμβολική, υψηλή και αφηρημένη έννοια της ανθρωπότητας (την αξίωση της διιστορικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας) και την αντικατέστησαν με μία τοπική, εθνική, ιδεολογική ένταξη, η αγριότητα έγινε το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα και μπόρεσε να ασκηθεί ενάντια σ’ εκείνους που δεν μοιράζονταν αυτή την ένταξη». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όποιος δεν ασπαζόταν την γερμανική ανωτερότητα, έπρεπε να εξαφανιστεί.
Σήμερα, οι Αμερικανοί μέσω της παράδοσης του Πουριτανισμού πιστεύουν, ότι είναι ο «περιούσιος λαός», αλλά και μέσω του Πραγματισμού αρνούνται ότι υπάρχει η διιστορική συνείδηση, ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις διαμορφώνονται μέσα από μία διιστορική διαδικασία που επιβεβαιώνει ή απορρίπτει αρχές και αξίες.
Γιατί ψηφίζουμε τους Νάρκισσους;
Ο Τραμπ είναι ο καθρέφτης μιας ναρκισσιστικής, μιας υπερεγωτικής κοινωνίας; Αυτό είναι μια μεγάλη και επικίνδυνη γενίκευση. Δεν είναι όλοι οι Αμερικανοί ναρκισσιστές. Οι άνεργοι (δεκάδες εκατομμύρια πλέον), οι άστεγοι, οι πρόσφυγες, οι φτωχοί που κάνουν ουρές στα συσσίτια, μέσα στην έσχατη ταπείνωση και απώλεια του προσώπου τους, δεν μπορούν να έχουν ναρκισσισμό, αόρατοι καθώς είναι. Ακόμη κι εκείνοι που ναι μεν δεν έχουν τον ατομικό ναρκισσισμό, αλλά έχουν συλλογικό ναρκισσισμό, καθώς είναι υπερήφανοι ως Αμερικανοί, κάποτε τον χάνουν. Η εικόνα των ΗΠΑ ως πλανητικής υπερδύναμης έχει απομειωθεί και δεν μπορεί να τροφοδοτήσει τον συλλογικό ναρκισσισμό, την «εθνική περηφάνεια» να ανήκεις στη μεγάλη αυτή χώρα. Γι’ αυτό το σύνθημα του Τραμπ είναι «Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά». Αυτό το σύνθημα απηχεί το μεγαλείο του παρελθόντος, έχει δηλαδή ένα ιστορικό υπόβαθρο, αλλά και μία σύγχρονη παράμετρο, τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις νέες μορφές χειραγώγησης.
Το ιστορικό υπόβαθρο των γεγονότων στις ΗΠΑ
Ο Ζαν-Φρανσουά Κολοζιμό σημειώνει, ότι «Το να αντιπαραθέτουμε μια Αμερική δημοκρατική σε μια Αμερική θρησκευτική δεν έχει κανένα νόημα. Αντιθέτως, όλη η ιδιοτυπία της αμερικανικής πολιτικής θρησκείας έγκειται στο ότι συστήνει τη δημοκρατία ως θρησκευτική και ως πολιτική θρησκεία ταυτόχρονα. Η δύναμη αυτής της διαλεκτικής εδράζεται στην καταγωγή της, στο ότι συνιστά από την εποχή των Πατέρων του Έθνους ένα μύθο της νεωτερικότητας στον οποίο ο Λόγος και η Αποκάλυψη δεν αποκλείονται αμοιβαία, αλλά διατάσσονται στην εθνική ιδέα. Με άλλα λόγια, η σύζευξη του Διαφωτισμού και της Βίβλου επιτελεί μια εκλαΐκευση των θεολογικών αρχών και μια εκκοσμίκευση των ομολογιακών στιγμών, οι οποίες εγκαθιδρύουν με τη σειρά τους την πολιτική εξουσία ως αφηρημένο μονοθεϊσμό, συμπυκνώνοντας τη μία και μοναδική κοινή παράσταση του υπερβατικού και του ιερού… (Γι’ αυτό) οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα, στην οποία ο φονταμενταλισμός πέτυχε να συγχωνευτεί με τη δημοκρατική ιδεολογία, να φτιάξει από αυτή μια πίστη. Πίστη στον Θεό, πίστη στη δημοκρατία, πίστη στην Αμερική, ισχύουν ως η μία και η αυτή ομολογία πίστεως, έχουν μία και την αυτή ισχύ»[1]. Εδώ εδράζεται ο παθολογικός συλλογικός ναρκισσισμός.
Η πίστη, συνεπώς, συνενώνει πολλαπλά, είναι ο κεντρικός δεσμός, αυτή που «διαρράφει» τα πάντα, είναι η «ιερή ένωση» όλων (που, όμως, δεν ακυρώνει τον εσωτερικό ανταγωνισμό) έναντι της έξωθεν απειλής. Οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί διακρίνονται περισσότερο από τις εσωτερικές τους τοποθετήσεις και αντιθέσεις, ενώ η εξωτερική τους πολιτική είναι σχεδόν η ίδια. Ο προτεσταντικός πουριτανισμός αρχικά και στη συνέχεια ο Ευαγγελικός προτεσταντισμός και ο εθνικός ρεπουμπλικανισμός είναι ο πρωτότυπος συνδυασμός στις ΗΠΑ μιας θρησκευτικής και μιας πολιτικής θρησκείας, ο συνδυασμός της Βίβλου και του αμερικανικού Συντάγματος, της πίστης στο Θεό και της πίστης στην πατρίδα. Το σημείο τομής των δύο θρησκειών είναι η πίστη στον αμερικάνικο λαό ως «περιούσιο λαό». Αυτή η πίστη ενώνει όλους τους Αμερικανούς! Διότι, αν για τους θρησκευόμενους συντηρητικούς ο αμερικανικός είναι ο «περιούσιος λαός του Θεού», για τους δημοκρατικούς της «άλλης Αμερικής» (αυτής που τόσο λατρεύουμε εμείς οι Ευρωπαίοι) ο αμερικανικός είναι ο «περιούσιος λαός της ιστορίας».
Ο Μπέντζαμιν Μπάρμπερ στο βιβλίο του «Ο κόσμος των mac κόντρα στους τζιχάντ» γράφει, ότι ο αμερικανικός τζιχάντ είναι ο φονταμενταλισμός της Χριστιανικής Δεξιάς, είναι ο φονταμενταλισμός των αντινεωτερικών προτεσταντών που εξεγείρονται εναντίον μιας κουλτούρας «απουσίας πίστης», που πρεσβεύουν οι «φιλελεύθεροι» πολιτικοί, εμποδίζοντας την προσευχή στα σχολεία και μιλώντας για τη θεωρία της εξέλιξης. Αυτοί οι φανατικοί της πίστης είναι που σήμερα πιστεύουν, ότι η Γη είναι επίπεδη! Οι Αμερικανοί φονταμενταλιστές δεν είναι άλλοι, από εκείνους που πίστευαν, ότι οι Καθολικοί μετανάστες και τώρα οι Αφροαμερικανοί και οι Λατίνοι είναι κίνδυνος για τις ΗΠΑ! Η βασική αντίθεση είναι μεταξύ πιστών και άπιστων, ή όπως θα έλεγε η Τζούλια Κρίστεβα μια αντίθεση ανάμεσα στους πιστούς και στους «είρωνες», δηλαδή τους υποδειγματικούς χριστιανούς του Βόνεγκατ. Χρειάζεται κάτι που να λειτουργήσει ενωτικά, που θα αποσοβήσει το νέο «εμφύλιο πόλεμο» των «κάτω». Στο Καπιτώλιο προχθές ανέμιζαν σημαίες των Νοτίων!
Διαδίκτυο και νέες μορφές χειραγώγησης
«Οι καινούριες εταιρείες του τηλετομέα της πληροφόρησης-ψυχαγωγίας δεν αγνοούν και δεν καταστρέφουν την ψυχή, αλλά μάλλον την απορροφούν, την αποσυνθέτουν και στη συνέχεια την ανασυνθέτουν. Μετατρέπουν την ψυχή σ’ ένα μηχανισμό που είναι πιο επιρρεπής στην κατανάλωση...» γράφει ο Μπένζαμιν Μπάρμπερ. Κι όταν οι εταιρείες θα διαμορφώνουν τις ανάγκες της ψυχής, «καίγοντας» τις εγκεφαλικές λειτουργίες και το πνεύμα, τότε θα δημιουργήσουν μια αγορά χωρίς όρια, γιατί οι επιθυμίες της ψυχής δεν έχουν όρια. Εδώ υπεισέρχεται η λογική της επιτήρησης και του ελέγχου. Από εδώ αρχίζει ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός.
Οι νέες κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνουν τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενισχύουν τον ατομικό και τον συλλογικό ναρκισσισμό (εθνικισμό). Οι μεγάλες εταιρείες, όπως η Google, το Facebook, το Twitter, το Instagram, διαμορφώνουν μέσω των αλγορίθμων ομάδες-φούσκες (με βάση τα κοινά τους χαρακτηριστικά-δεδομένα). Το κάθε μέλος της ομάδας νομίζει, ότι η «φούσκα» του είναι όλος ο κόσμος. Έτσι απορρίπτει το διαφορετικό, την άλλη άποψη. Έχει σημειωθεί, ότι το χάσμα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων έχει αυξηθεί σημαντικά τελευταία στις ΗΠΑ.
Οι μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου ικανοποιούν αυτό που θέλει κάθε επιχείρηση, κάθε κυβέρνηση και κάθε πολιτικό κόμμα, τη σιγουριά μιας εγγυημένα πετυχημένης διαφήμισης (παλιότερα αποκαλούνταν προπαγάνδα). Για να το πετύχουν αυτό, χρειάζεται να κάνουν προβλέψεις. Και για να κάνουν προβλέψεις, απαιτείται να έχουν πληροφορίες, δηλαδή πολλά δεδομένα (data). Πώς θα συλλέξουν αυτές τις πληροφορίες; Παρακολουθώντας τους ανθρώπους μέσω των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών (Facebook, twitter, Instagram, Google…). Κάθε τι παρακολουθείται, εξετάζεται, αναλύεται. Πότε σταματάς, τι κοιτάς, για πόσο το κοιτάς. Γνωρίζουν, πότε ο κόσμος νιώθει μοναξιά ή μελαγχολία. Ξέρουν τι κάνεις αργά το βράδυ, τι νευρώσεις έχεις, την προσωπικότητά σου. Όλα αυτά τα δεδομένα διοχετεύονται σε συστήματα, που κάνουν όλο και καλύτερες προβλέψεις για το τι θα κάνουμε, ακόμη και το ποιοι θα γίνουμε. Αυτός είναι ο λεγόμενος «κατασκοπευτικός καπιταλισμός» που επωφελείται από την συνεχή παρακολούθηση των ανθρώπων. Με τα δεδομένα που συλλέγουν, «χτίζουν» μοντέλα, που προβλέπουν τις πράξεις μας. Όποιος έχει το καλύτερο μοντέλο κερδίζει! Ό,τι έχουμε κλικάρει, ό,τι έχουμε δει, όπου έχουμε κάνει λάικ, προστίθεται, για να κάνουν το μοντέλο πιο ακριβές. Έτσι, μπορούν να κάνουν τις προβλέψεις για τις συμπεριφορές, αλλά ακόμα και για τα συναισθήματα ενός ανθρώπου.
Στόχος είναι η χειραγώγηση με εξαπάτηση και δόλο. Το Facebook έκανε τα λεγόμενα «πειράματα μετάδοσης μεγάλης κλίμακας», περνώντας στους χρήστες υποσυνείδητα μηνύματα με στόχο να κερδίσουν τις εκλογές. Ο επηρεασμός της συμπεριφοράς του χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να γίνει, χωρίς αυτός να αντιληφθεί το παραμικρό.
Κάθε στόχος λειτουργεί με αλγόριθμους. «Οι αλγόριθμοι είναι απόψεις περασμένες σε κώδικα και δεν είναι αντικειμενικοί», λέει στέλεχος τεχνολογικής εταιρείας στο ντοκιμαντέρ «The social dilemma". Οι αλγόριθμοι, είναι προγράμματα που συλλέγουν στοιχεία από χρήστες του Διαδικτύου και βγάζουν συμπέρασμα για τις ιδεολογικές τους καταβολές και τις πολιτικές προθέσεις τους. Με αυτόματο τρόπο κατατάσσουν τους χρήστες σε κατηγορίες και στη συνέχεια προσαρμόζουν τα μηνύματα στην ιδιαιτερότητα κάθε ομάδας, βομβαρδίζοντάς την με τα κατάλληλα μηνύματα. Στο δημοψήφισμα για το Brexit εστάλησαν ένα δισ. μηνύματα κατά τη διάρκεια της καμπάνιας από τους υποστηρικτές του. Ο Ντόμινικ Κάμινγκς στην ταινία Brexit: The Uncivil War, αποκάλυψε τη νέα ολιστική προπαγάνδα, απευθυνόμενος στους «αόρατους», στους αφανείς, στους αποκλεισμένους, σε όσους αισθάνονται ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτούς, στους θυμωμένους, σ' αυτούς που κατοικούσαν στην ξεχασμένη ύπαιθρο, στους συνταξιούχους, ουσιαστικά απευθύνθηκε στους ψηφοφόρους που πολιτικο-ιδεολογικά έτειναν προς την αριστερά! Στόχος, να τους προσελκύσει στη θέση της δεξιάς. Ένα δισεκατομμύριο προσωποποιημένα μηνύματα -σε πραγματικό χρόνο- απεστάλησαν στα κοινωνικά δίκτυα. Έντεκα εκατομμύρια ψηφοφόροι, το 1/3 του εκλογικού σώματος, "στοχεύθηκαν" στο συναίσθημα, στην καρδιά. Ναι, θα σας φέρουμε τα παιδιά σας πίσω, τους φίλους, τη γειτονιά σας, όλα. Ήδη σας ακούμε. Ακούμε εσάς, που μέχρι τώρα δεν σας άκουσε κανείς!
Ο Κάμινγκ πρόσθεσε στην καμπάνια του τα fake news, όπως το φοβερό ψέμα ότι «70 εκατομμύρια Τούρκοι θα μεταναστεύσουν στην Αγγλία»! Στις γειτονιές και στα τηλεοπτικά πάνελ ο διάλογος ήταν αδύνατος. Προσέκρουε στην πίστη στα ψέματα της καμπάνιας. Ο ορθός λόγος εξοστρακίστηκε, τα Fake news θριάμβευσαν. Και στις ΗΠΑ είχε διαδοθεί ψευδώς στις προηγούμενες εκλογές, ότι δήθεν ο Πάπας τάχθηκε υπέρ του Τραμπ! Δεν τους ενδιαφέρει η πόλωση, ούτε η ρητορική του μίσους, ούτε καν η καταστροφή της κοινωνίας και ο «εμφύλιος», το θέμα είναι να νικήσουν στις εκλογές! Ποτέ άλλοτε η πόλωση δεν ήταν τόσο ισχυρή στις ΗΠΑ.
Πρόσφατα, μία συνδιευθύντρια της Google, που έθεσε το ζήτημα της ενίσχυσης της ρητορικής του μίσους από την εταιρεία, υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Η ίδια η λειτουργία της Google και του Facebook προκαλούν την πόλωση, καθώς μας δείχνουν τον κόσμο ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθενός μας. Ο καθένας μας διαμορφώνει τη δική του πραγματικότητα, τη δική του αλήθεια, το δικό του κόσμο, αυτόν που οι εταιρείες μας παρουσιάζουν. Με τον καιρό έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι όλοι (ή τουλάχιστον οι περισσότεροι) συμφωνούν μαζί του. Μόλις βρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση χειραγωγείται εύκολα. Όλοι λειτουργούμε με διαφορετικά δεδομένα. Και δεν μπορούμε να δεχθούμε δεδομένα πέρα από αυτά του κόσμου μας. Αυτό σημαίνει, ότι δεν είμαστε αντικειμενικοί. Γι' αυτό το διαδίκτυο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως δημόσιος χώρος συνάντησης διαφορετικών απόψεων και σύνθεσής τους. Από εδώ ξεκινά η πόλωση, ο φανατισμός, η ρήξη, η ρητορική του μίσους και οι θεωρίες συνωμοσίας. Η θεωρία ότι η Γη είναι επίπεδη, ειπώθηκε από έναν διάσημο μπασκετμπολίστα και επειδή αναπαράχθηκε εκατομμύρια φορές στο διαδίκτυο απέκτησε την ισχύ «αλήθειας». Η «παραπληροφόρηση δίνει λεφτά στις εταιρείες. Η αλήθεια είναι βαρετή», λέει ένα στέλεχος μεγάλη τεχνολογικής εταιρείας, «έτσι διαμορφώθηκε το μοντέλο: παραπληροφόρηση-κέρδος». Δεν είναι τυχαίο ότι μια ελληνική φαιά εφημερίδα και η ιστοσελίδα της, που βασίζονται στην παραπληροφόρηση έχουν τεράστια επισκεψιμότητα. «Οι πλατφόρμες βοηθούν στην εξάπλωση χειριστικών θεωριών με συγκλονιστική επιτυχία… Ψηφιακοί Φρανκενστάιν γαιομορφοποιούν τον κόσμο όπως θέλουν». Τελικά, «το σύστημα πωλείται σε όποιον δίνει περισσότερα»! Η Δημοκρατία εκποιείται στο ψηφιακό Γιουσουρούμ, όπως κάθε εμπόρευμα. Και το ερώτημα είναι: Θα αφήσουμε αυτό να συμβεί;
[1] Ζαν-Φρανσουά Κολοζιμό: L’ Amerique imaginaire, Le Figaro, 8 Οκτωβρίου 2004. Τον παραθέτει ο Ρεζίς Ντεμπρέ στο βιβλίο του «Ανθρώπων κοινωνίες-Για να τελειώνουμε με τη «θρησκεία» (εκδόσεις Κέδρος)
*Πηγή: Homo Americanus, 2008
ΠΗΓΗ: artinews.gr