Γιάννης Σιώτος*
Η πανδημία έχει επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα παντού (το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 9,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες και 12,1% στη ζώνη του ευρώ κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020). Αν και για τους οικονομολόγους αυτή, η...
μεγαλύτερη ύφεση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αντανακλά την ποσοτικοποιημένη συρρίκνωση συνολικά της οικονομικής δραστηριότητας, κάποιοι άλλοι τη συνδέουν με τη συνειδητή επιλογή των πολιτικών ελίτ αρχικά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια (με πιονέρο τη Γερμανία) στην Ευρώπη, να υποβαθμίσουν τον ρόλο της εργασίας στην οικονομική ανάπτυξη, περιορίζοντας την σε ρόλο κομπάρσου απαραίτητου για να καταναλώνει και να ψηφίζει, αλλά ανεπιθύμητου ισότιμου κοινωνικού (και οικονομικού) εταίρου-συνομιλητή.
Προχωρούν μάλιστα ένα βήμα παραπέρα και κάνουν λόγο, για τον «πόνο» που προκαλεί η πανδημία στα λιγότερο τυχερά τμήματα του πληθυσμού. Η μοναδικότητα της πανδημίας του Covid-19 είναι, ότι επιδείνωσε τις ανισότητες στο εισόδημα, τον πλούτο και τις ευκαιρίες. Πλέον, η δυστοπία έχει αρχίσει να αυτό-ενισχύεται, καθώς κάθε εξουθενωτικό εμπόδιο για τους μειονεκτούντες αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης του επόμενου. Μια δίνη «οικονομικού πόνου» που κάθε μέρα ρουφά όλο και περισσότερους ανθρώπους.
Είναι κοινή διαπίστωση, ότι η πανδημία δεν σημαίνει για όλους του ίδιο. Για κάποιους ήταν η ευκαιρία για να υποκαταστήσουν την εργασία, να προβούν σε αναδιάταξη του εργατικού κόστους με ταυτόχρονη αύξηση του τζίρου και των κερδών. Για τα φτωχότερα όμως στρώματα του πληθυσμού οι επιπτώσεις είναι τρομακτικές, καθώς το εισόδημά τους συρρικνώνεται (ενίοτε εξαφανίζεται) με συνέπεια να καταναλώνουν λιγότερο και να επιβραδύνουν την αναβίωση της ζήτησης, παρασύροντας έτσι και άλλους που στην αρχή της πανδημίας νόμιζαν, ότι είναι απρόσβλητοι.
Πρόκειται για μια ανεξέλεγκτη οικονομική και κοινωνική κατολίσθηση, αφού οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ για τρεις δεκαετίες είχαν φροντίσει, τα αναχώματα που θα μπορούσαν να τη συγκρατήσουν, να είναι υποτυπώδη, προσχηματικά και ασθενή. Το προσπάθησαν και το πέτυχαν, υποβιβάζοντας τον ρόλο της εργασίας και πριονίζοντας τα εργασιακά δικαιώματα που τα χαρακτήρισαν ως ανασχετικό παράγοντα της ανάπτυξης.
Τα τελευταία χρόνια ακαδημαϊκοί και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πάλεψαν με ένα οικονομικό μυστήριο: γιατί, αν και η οικονομία αναπτυσσόταν, οι μισθοί παρέμεναν σχετικά στάσιμοι; Πολλοί μελετητές έχουν καταλήξει συγκεκριμένα σε έναν λόγο: τη μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων.
Στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη με γοργά βήματα οι εργαζόμενοι έχουν ωφεληθεί λιγότερο από την οικονομική ανάπτυξη, καθώς η ικανότητά τους να διαπραγματεύονται έχει περισταλεί. Αντ’ αυτού, τα μεγάλα κέρδη έχουν μεταφερθεί στους επενδυτές και τους διαχειριστές. Αποτέλεσμα η ανισότητα να βρίσκεται σε επίπεδα που παραπέμπουν στις μαύρες μέρες του παρελθόντος στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Από τη δεκαετία του 1980 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2010 το μερίδιο του εισοδήματος των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκε κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες. Κατά την ίδια περίοδο οι εργαζόμενοι των ΗΠΑ έχασαν βασικές προστασίες: οι συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν λιγότερο από το 12% των εργαζομένων (και μόνο το 7% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα) στις Ηνωμένες Πολιτείες και το 56% στη Γερμανία. Ετσι η πανδημία βρήκε τους εργαζόμενους να στερούνται οικονομικής και πολιτικής ισχύος.
Αυτή η νέα πραγματικότητα, η οποία σε περιόδους ευφορίας μπορεί να συγκαλυφθεί, σε περιόδους κρίσης μετατρέπεται σε αυτοτροφοδοτούμενη ανέχεια, που οι συνέπειές της υπερβαίνουν πολύ τους άνεργους, τους περιοδικά εργαζόμενους και αυτούς που κινούνται στην «γκρίζα ζώνη» της οικονομίας. Η οικονομική στήριξη όλων αυτών δεν είναι «βοήθεια» αλλά επιλογή αυτοσυντήρησης του συστήματος, αφού επιτελεί μια σημαντική «αντικυκλική» λειτουργία.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι πιθανό να ξοδέψουν γρήγορα τα χρήματα που λαμβάνουν, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της καταναλωτικής δραστηριότητας που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε μια ευρύτερη ανάκαμψη. Αν τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν πληγεί από την κρίση αφεθούν στη μοίρα τους και δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν πρόσβαση σε παροχές (ή εάν αυτές οι παροχές λήξουν πολύ νωρίς), τότε η ανάκαμψη θα καθυστερήσει προκαλώντας νέες στρατιές απόκληρων.
Η συμβατική σοφία δέχεται τη συρρίκνωση της αγοράς εργασίας ως την αναπόφευκτη παράπλευρη ζημιά των οικονομικών διακυμάνσεων και των σοκ, όπως είναι οι πανδημίες και οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αλλά το κοινωνικό κόστος είναι συγκλονιστικό.
Οι άνεργοι συχνά υφίστανται μόνιμη απώλεια εισοδήματος, προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας και αυξημένη θνησιμότητα. Οι σύζυγοι και τα παιδιά τους υποφέρουν από μειωμένες προοπτικές υγείας. Το έγκλημα και η απουσία στέγης συσχετίζονται στενά με την ανεργία. Επίσης πολλοί από τους εργαζόμενους που έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα, θα ενταχθούν στις τάξεις των μακροχρόνια ανέργων ή θα αποχωρήσουν εντελώς από το εργατικό δυναμικό.
Η ταχεία υιοθέτηση του αυτοματισμού και της ψηφιοποίησης, θα προσθέσει στο πρόβλημα της απασχόλησης. Επίσης, τα παιδιά τους είναι πιθανό να είναι λιγότερο σε θέση να προσαρμοστούν στην ηλεκτρονική εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της πανδημίας και λιγότερο πιθανό να έχουν τον εξοπλισμό και το περιβάλλον για να το κάνουν. Σε συνδυασμό με τις περικοπές στις δαπάνες για τη δημόσια παιδεία τα εκπαιδευτικά κενά θα συνεχίσουν να διευρύνονται διαιωνίζοντας τον κύκλο της οικονομικής ανασφάλειας.
Τέλος, στο πιο εφιαλτικό σενάριο, εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων θα κινδυνεύσουν να περάσουν από την επισιτιστική ασφάλεια στην επισιτιστική ανασφάλεια. Δηλαδή, όλα αυτά αποτελούν μια αλυσίδα του τρόμου, που καταλήγει στην οικονομική, θεσμική και κοινωνικοπολιτική αστάθεια. Και τότε το πολιτικό σύστημα θα εμφανιστεί ως «προστάτης» και με την καταστολή και τις εκπτώσεις στις ατομικές ελευθερίες θα επαναφέρει την τάξη, που διασάλευσε το ίδιο με τις αποφάσεις του.
Με το δεύτερο κύμα να είναι μια πραγματικότητα, το μέλλον προβάλλει δυσοίωνο.Τα οικονομικά προβλήματα θα επιδεινωθούν και οι ανισότητες θα βαθαίνουν αυξάνοντας τον κίνδυνο οικονομικής, θεσμικής και κοινωνικής αστάθειας. Και αυτό είναι μια αλήθεια, την οποία όσο και αν οι ελίτ προσπαθούν να κρύψουν, αυτή θα επιμένει να βρίσκεται συνεχώς μπροστά τους.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
ΠΗΓΗ: efsyn.gr