«Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’
Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,
Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια...
Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.
Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,
Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,
Σα να 'θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,
Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός
Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους
τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.
Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,
Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια».
Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1836 ο Πολωνός ρομαντικός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και φιλέλληνας Ιούλιος Σλοβάτσκι επισκέπτεται τις Μυκήνες. Συγκλονισμένος από ό,τι βιώνει εκεί, γράφει το λυρικό ποίημα «Ο τάφος του Αγαμέμνονα», απ’ όπου και το απόσπασμα (σε μετάφραση Δημήτρη Χουλιαράκη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006).
Αυτή τη στάχτη των Ατρειδών, που κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια, ντρέπομαι να πω πως δεν έχω δει ποτέ μου εκ του φυσικού – ποτέ δεν έχω πάει στις Μυκήνες. Πάντα ήθελα -κι ένιωθα ότι είχα χρέος- να πάω, αλλά δεν επειγόμουν, και το άφηνα για χρόνο προσφορότερο. Δεν θα φύγουν οι πολύχρυσες Μυκήνες από τη δεσπόζουσα θέση τους απέναντι από τον Αργολικό κόλπο, δεν θα απομακρυνθούν περισσότερο από 90 χιλιόμετρα από την Αθήνα, κάποια στιγμή θα τις επισκεφτώ με την άνεσή μου, δεν βιάζομαι, άλλωστε δεν θα πάθουν τίποτα, δεν θα πέσουν τα κυκλώπεια τείχη, δεν θα καούν...
Πράγματι, δεν κάηκαν – ολοσχερώς τουλάχιστον. Το υπουργείο Πολιτισμού παραδέχεται ότι υπήρξε πρόβλημα από την πυρκαγιά που σάρωσε προ ημερών τον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών, αλλά «εντοπίζεται μόνο σε τέσσερα τετραγωνικά μέτρα», ενώ κάποιοι βράχοι υπέστησαν «χρωματικές αλλοιώσεις», αλλά ας ησυχάσουμε, κι ας μην γκρινιάζουμε, «η κατάσταση είναι απολύτως διαχειρίσιμη».
Προφανώς το «λίγο μαύρο» της υπουργού απεδείχθη ότι ήταν ακόμα λιγότερο, οπότε όλα καλά, όλα ανθηρά. Τελικά φαίνεται πως είχαν δίκιο όλα τα συστημικά μίντια, της Δημόσιας Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης συμπεριλαμβανομένης, που ουσιαστικά «έπνιξαν» το θέαμα, εν αντιθέσει με τα ξένα Μέσα, όπως για παράδειγμα τον «Γκάρντιαν», το Μπι Μπι Σι και το Αλ Τζαζίρα, που έσπευσαν, από την πρώτη στιγμή, να κινδυνολογήσουν και να λαϊκίσουν, δείχνοντας την Ανατολική Πτέρυγα του Ανακτόρου, τις Βόρειες Αποθήκες, την περιοχή του αρχαϊκού ναού στην κορυφή του λόφου, την άνω δυτική κλιτύ της Ακρόπολης, τη νοτιοδυτική Συνοικία και την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών να γίνονται παρανάλωμα του πυρός, τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια από την ανέγερσή τους.
Νιώθω ότι είναι ντροπή για όλους μας που κάηκαν οι Μυκήνες – όχι μόνο για τις Αρχές, για τους αρμοδίους, που θα έπρεπε να είχαν κάνει κυριολεκτικά οτιδήποτε για να μη φτάσει η φωτιά στον αρχαιολογικό χώρο. Αυτές οι πέτρες, όπου κάποτε περπάτησαν ο Αγαμέμνονας, η Κλυταιμνήστρα κι ο Ορέστης, ή κάποιες ξεχασμένες πια βασίλισσες και βασιλιάδες που δεν ήταν τόσοι όμορφοι, τόσο σκληροί και τόσο παθιασμένοι όπως οι Ατρείδες για να υμνηθούν από τον Ομηρο και τους τραγικούς, αυτές οι πέτρες λοιπόν, στις «καμένες ράχες», που τόσο προφητικά σκιαγράφησε ο Σλοβάτσκι 184 χρόνια πριν, δεν μας ανήκουν. Ούτε στην κυρία Μενδώνη ανήκουν, ούτε στο υπουργείο Πολιτισμού, ούτε σε μας.
Αυτός ο «σταχτερός σωρός των ερειπίων» που ζώνει ο άνεμος καθώς κυνηγάει τους σπόρους των λουλουδιών υπήρχε στον αργολικό κάμπο πριν από εμάς και τους προγόνους μας, πριν από τα κόμματα, τα υπουργεία και τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης, που κανοναρχούν στον κόσμο την εκάστοτε κυβερνητική προπαγάνδα. Και θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται εκεί και μετά από μας, γιατί εμείς ερχόμαστε και παρερχόμαστε, ενώ αυτές οι πέτρες συμπυκνώνουν τη συνείδηση του ελληνικού πολιτισμού εδώ και τριάντα πέντε αιώνες.
Δεν ανήκουν σε μας, ούτε καν στους απογόνους μας, ανήκουν μόνο στον εαυτό τους και στον πολιτισμό του Ανθρώπου – εμείς έχουμε προνόμιο και χρέος να τις προστατεύουμε όσο μπορούμε, κι ακόμα περισσότερο, όσο δεν μπορούμε. Η φωτιά που αμαύρωσε τις Μυκήνες θα έπρεπε να είχε πυροδοτήσει μια αλληλουχία παραιτήσεων, αλλά φαίνεται πως το πρώτο που κάηκε ήταν η ευθιξία και το φιλότιμο των αρχόντων.
Μου φαίνεται πως δεν θα σταθώ ποτέ μπροστά στην Πύλη των Λεόντων, δεν θα μυρίσω ποτέ τη μοσχοβολιά των λυπημένων θυμαριών, γιατί ντρέπομαι για λογαριασμό κάποιων άλλων. Θα περιηγούμαι τις Μυκήνες εξ αποστάσεως, μέσω φωτογραφιών και βίντεο, θα ξαναδιαβάσω την Ιλιάδα και την Ορέστεια και θα ψάχνω στα λεξικά για τις ρίζες των λέξεων, μπας και φτάσω, μέσω αυτού του ετυμολογικού ριζικού συστήματος, στο πρωταρχικό κοίτασμα των αρχέγονων μύθων, που είναι εγγεγραμμένοι στους θολωτούς τάφους και στα τείχη.
Οι Μυκήνες λοιπόν, που έδωσαν το όνομά τους στη «μυκηναϊκή» περίοδο της ελληνικής ιστορίας, από το 1600 μέχρι το 1100 π.Χ., πήραν το όνομά τους, λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, από τη Μυκήνη, μια νύμφη της περιοχής. Το όνομα αυτό ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, λέει το Λεξικό, συμπληρώνοντας πως δεν είναι ιδιαίτερα πειστική η σύνδεση του τοπωνυμίου με το μύκων, που σημαίνει «σωρός, θημωνιά», και μύκης (μύκητας), οπότε το όνομα της πόλης θα σήμαινε «τόπος με πολλές θημωνιές ή μανιτάρια».
Σύμφωνα με τη Γουικιπίντια, ο Παυσανίας αναφέρει πως ο ιδρυτής των Μυκηνών είναι ο Περσέας, ο γιος του Δία και της Δανάης, ο εγγονός του Ακρίσιου, βασιλιά του Αργους. Ο αρχαίος ήρωας λοιπόν ονόμασε την πόλη «Μυκήνες» είτε διότι εκεί του έπεσε ο μύκης (δηλαδή η θήκη) του ξίφους του, είτε γιατί, διψασμένος ων, βρήκε έναν μύκητα, ένα μανιτάρι, και τραβώντας το ανακάλυψε την πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.
Οποια κι αν είναι η ετυμολογία του τοπωνυμίου των Μυκηνών, οι καμένες πέτρες τους βαραίνουν πολύ πάνω μας, λες κι η φωτιά τούς προσέδωσε ένα πρόσθετο ειδικό βάρος στην ψυχή μας. Κι αυτό όμως κάποιος ποιητής το προείδε. Εναν αιώνα μετά τον Σλοβάτσκι, το 1935, ο Γιώργος Σεφέρης, στο ποίημά του «Μυκήνες», χρησμοδοτεί:
«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου».