Ντέιβιντ Γκρέμπερ
Ο ανθρωπολόγος και ακτιβιστής Ντέιβιντ Γκρέμπερ πέθανε την Τετάρτη σε ηλικία 59 ετών.
Ήταν ένας εκ των εμπνευστών του κινήματος Occupy Wall Street στις ΗΠΑ και του σλόγκαν του «Είμαστε το 99%».
Ο Γκρέμπερ ήταν καθηγητής ανθρωπολογίας στο London School of Economics και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Χρέος. Τα πρώτα 5000 χρόνια», του 2011, που στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2013 (εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες), αποτύπωσε το πώς η έννοια του χρέους από το χώρο της ηθικής μετασχηματίστηκε σε ένα μηχανισμό οικονομικής και πολιτικής βίας, σε ένα βιβλίο που γνώρισε μεγάλη απήχηση καθώς κυκλοφόρησε την επαύριον της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008.
***
Την άνοιξη του 2013, άθελά μου, ξεκίνησα μια μικρή διεθνή αναταραχή.
Όλα ξεκίνησαν, όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για ένα νέο ριζοσπαστικό περιοδικό ονόματι “Strike!”. Ο εκδότης του με ρώτησε αν είχα κάτι προκλητικό, το οποίο κανείς άλλος δεν προσφέρεται να δημοσιεύσει. Συνήθως, έχω μία ή δύο τέτοιες ιδέες πρόχειρες, οπότε έφτιαξα ένα προσχέδιο και του το παρουσίασα με τον τίτλο «Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές».
Το κείμενο βασιζόταν σε ένα προαίσθημα. Όλοι μας γνωρίζουμε το είδος εκείνο των εργασιών, οι οποίες δεν μοιάζουν, στους τρίτους, να προσφέρουν επί της ουσίας το παραμικρό: σύμβουλοι ανθρώπινου δυναμικού, υπεύθυνοι επικοινωνίας, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, οικονομικοί σύμβουλοι, εταιρικοί δικηγόροι ή το είδος εκείνο των (εξαιρετικά γνώριμων στο ακαδημαϊκό περιβάλλον) ανθρώπων που περνούν τον χρόνο τους στελεχώνοντας επιτροπές που διαβουλεύονται πάνω στο πρόβλημα της ύπαρξης περιττών επιτροπών. Η λίστα φαινόταν ατελείωτη. Κι αν -αναρωτήθηκα- αυτές οι δουλειές είναι πράγματι άχρηστες, και εκείνοι που τις ασκούν έχουν επίγνωση αυτού του πράγματος; Όλοι μας, που και που, συναντούμε ανθρώπους, οι οποίοι φαίνεται να αισθάνονται πως η δουλειά τους είναι άχρηστη και περιττή. Θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα πιο αποθαρρυντικό από το να έχεις να ξυπνήσεις τις πέντε από τις επτά ημέρες κάθε βδομάδας της ενήλικης ζωής σου, προκειμένου να εκτελέσεις ένα καθήκον που σιωπηρά κάποιος θα πίστευε ότι είναι περιττό – ότι απλούστατα είναι χάσιμο χρόνου ή πόρων, ή ακόμη και ότι κάνει τον κόσμο μας χειρότερο; Δεν θα ήταν ένα φρικτό ψυχικό τραύμα, που θα διαπερνούσε την κοινωνία μας; Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, ήταν κάτι για το οποίο κανένας δεν φαινόταν να μιλάει. Υπήρχαν δεκάδες έρευνες γύρω από το αν οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι στη δουλειά τους. Δεν υπήρχε καμία, απ’ όσο ήμουν σε θέση να γνωρίζω, έρευνα σχετικά με το αν ένιωθαν ότι η δουλειά τους είχε οποιονδήποτε πραγματικό λόγο να υπάρχει.
Το ενδεχόμενο η κοινωνία μας να περιλαμβάνει πλήθος από άχρηστες δουλειές, για τις οποίες κανένας δεν θέλει να μιλήσει φαινόταν αρκετά πιθανό. Το ζήτημα της εργασίας βρίθει από ταμπού. Ακόμη και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν απολαμβάνει τη δουλειά της και θα απολάμβανε μια δικαιολογία, προκειμένου να μην πάει στη δουλειά, θεωρείται ως κάτι που δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να ομολογήσει κανείς στην τηλεόραση – σίγουρα, πάντως, όχι στις ειδήσεις, ακόμη κι αν γίνεται κάποια περιστασιακή μνεία σε ντοκιμαντέρ και σε αστεία stand-up κωμικών. Είχα προσωπική εμπειρία από τα εν λόγω ταμπού: κάποια στιγμή είχα υπάρξει εκπρόσωπος τύπου για μια ομάδα ακτιβιστών, που φημολογείτο ότι σχεδίαζε μια καμπάνια πολιτικής ανυπακοής, προκειμένου να διακοπεί η λειτουργία του συστήματος μεταφορών της Ουάσιγκτον, ως μέρος των γενικότερων κινητοποιήσεων ενάντια σε μια παγκόσμια οικονομική διάσκεψη που θα λάμβανε χώρα στην πόλη. Αν έμοιαζες με αναρχικό, τις ημέρες που προηγήθηκαν, μετά βίας μπορούσες να πας οπουδήποτε, χωρίς κάποιος ευδιάθετος δημόσιος υπάλληλος να σε πλησιάσει και να σε ρωτήσει, αν ήταν πράγματι αλήθεια, ότι δεν θα μπορούσε να πάει στη δουλειά του τη Δευτέρα.
Παρόλα αυτά, την ίδια στιγμή τα τηλεοπτικά επιτελεία κατάφεραν με υπευθυνότητα να πάρουν συνεντεύξεις από δημοτικούς υπαλλήλους της πόλης (και δεν θα με εξέπληττε αν κάποιοι από αυτούς ήταν οι ίδιοι υπάλληλοι που με σταμάταγαν στον δρόμο) οι οποίοι σχολίαζαν πόσο απαράδεκτο θα ήταν, να μην μπορούν να πάνε στη δουλειά τους, αφού γνώριζαν τι θα σήμαινε το να βγουν στην τηλεόραση. Κανένας δεν φαίνεται να νιώθει ελεύθερος να πει τι πραγματικά νιώθει για τέτοιου είδους ζητήματα – τουλάχιστον δημόσια.
Φάνταζε πιθανό, αλλά δεν ήμουν κι απολύτως σίγουρος. Κατά κάποιον τρόπο, έγραψα το κείμενο σαν ένα είδος πειραματισμού. Με ενδιέφερε να δω τι είδους αντιδράσεις θα προκαλούσε.
Ιδού τι έγραψα για το ζήτημα τον Αύγουστο του 2013:
Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές
Το 1930 ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς προέβλεψε ότι, έως το τέλος του αιώνα, η τεχνολογία θα είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ θα πετύχαιναν την καθιέρωση της 15ωρης εργασίας. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε πράγματι ικανοί για κάτι τέτοιο. Και, παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Αντ’ αυτού, η τεχνολογία χρησιμοποιείται, προκειμένου να βρίσκει τρόπους για να μας κάνει να δουλεύουμε περισσότερο. Προκειμένου να το πετύχει, έπρεπε να δημιουργηθούν δουλειές που, στην ουσία, είναι άχρηστες. Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων, πρωτίστως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που μέσα τους πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούν. Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.
Γιατί η υποσχόμενη ουτοπία του Κέυνς -ήδη πολυαναμενόμενη από τη δεκαετία του ‘60- δεν πραγματώθηκε ποτέ; Η συνήθης σημερινή απάντηση είναι ότι ο Κέυνς δεν υπολόγισε την τεράστια αύξηση του καταναλωτισμού. Ανάμεσα στο δίλημμα λιγότερων ωρών εργασίας ή περισσότερων παιχνιδιών και απολαύσεων, διαλέξαμε συλλογικά το δεύτερο. Πρόκειται για ένα όμορφο ηθικοπλαστικό παραμύθι· αρκεί, ωστόσο, μια στιγμή σκέψης προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν στέκει κάτι τέτοιο. Πράγματι, από τη δεκαετία του ‘20, έχουμε γίνει μάρτυρες της δημιουργίας ενός πελώριου αριθμού νέων θέσεων και κλάδων εργασίας· εντούτοις, η παραγωγή και η διανομή σούσι, iPhones ή φανταχτερών αθλητικών παπουτσιών αφορά ελάχιστους.
Οπότε σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές οι νέες δουλειές; Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ που συνέκρινε την εργασία στις ΗΠΑ μεταξύ 1910 και 2000 μάς δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα (εικόνα που -υπογραμμίζω- αντανακλάται και στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργατών που ασχολούνται με τα οικιακά, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα έχει υποστεί δραματική ύφεση. Την ίδια στιγμή, νέου τύπου «επαγγελματίες» όπως managers, υπάλληλοι, πωλητές και «εργαζόμενοι παροχής υπηρεσιών» έχουν τριπλασιαστεί, αυξανόμενοι, πλέον, «από το ένα στα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού απασχολουμένων». Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί, οι παραγωγικές δουλειές έχουν αυτοματοποιηθεί σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό (ακόμη κι αν συνυπολογίσει κανείς τους βιομηχανικούς εργάτες που υπάρχουν παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της στρατιάς ανθρώπων που μοχθούν στην Ινδία και στην Κίνα, τέτοιου τύπου εργάτες δεν αγγίζουν ούτε μετά βίας ένα υπολογίσιμο ποσοστό του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα).
Αλλά αντί η συγκεκριμένη εξέλιξη να οδηγήσει σε μια δραστική μείωση των ωρών εργασίας, απελευθερώνοντας τον πληθυσμό του πλανήτη προκειμένου να ασχοληθεί με τις προσωπικές του ασχολίες, τις απολαύσεις, τα οράματα και τις ιδέες του, αυτό που συναντούμε είναι η υπερδιόγκωση, όχι τόσο του τομέα των «υπηρεσιών», όσο του διοικητικού τομέα, έως το σημείο που δημιουργεί ολόκληρες νέες βιομηχανίες όπως αυτή των οικονομικών υπηρεσιών ή του telemarketing, ή την άνευ προηγουμένου επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, η διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της υγείας, του ανθρωπίνου δυναμικού και των δημοσίων σχέσεων. Και αυτοί οι αριθμοί δεν αντανακλούν καν όλους εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η δουλειά είναι να παρέχουν διοικητική και τεχνική υποστήριξη ή ασφάλεια σε αυτές τις βιομηχανίες, ή, πολύ πιο πέρα από αυτά, μια πλειάδα υποστηρικτικών υπηρεσιών (κομμωτήρια σκύλων, ολονύκτιες διανομές πίτσας) που υπάρχουν μόνο και μόνο, επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά τους.
Είναι αυτές που αποκαλώ «δουλειές του κώλου».
Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστήριο. Στον καπιταλισμό, αυτό ακριβώς είναι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ασφαλώς, στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη όπως η Σοβιετική Ένωση, όπου η εργασία αποτελούσε όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (γι’ αυτό και στα σοβιετικά πολυκαταστήματα χρειάζονταν τρεις υπάλληλοι για να πουλήσουν ένα κομμάτι κρέας). Προφανώς, όμως, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που ο ανταγωνισμός της αγοράς υποτίθεται ότι πρέπει να επιλύσει. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μια εταιρεία που στοχεύει στο κέρδος, θα ήταν να ξοδέψει χρήματα σε εργαζόμενους που δεν της χρειάζονται. Ωστόσο, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει.
Παρόλο που οι εταιρείες μπορεί να επιδίδονται σε αδίστακτες μειώσεις προσωπικού, οι απολύσεις και η εντατικοποίηση των ωραρίων επιβαρύνουν, χωρίς εξαίρεση, την τάξη των ανθρώπων που επί της ουσίας φτιάχνουν, κινούν, επιδιορθώνουν και διατηρούν τα πράγματα σε τάξη. Με κάποια παράξενη αλχημεία την οποία κανείς δεν μπορεί ακριβώς να εξηγήσει, ο αριθμός των έμμισθων χαρτογιακάδων δείχνει τελικά να διογκώνεται, ενώ ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται -σχεδόν όπως και στη Σοβιετική Ένωση, στην πραγματικότητα- να δουλεύουν 40 ή ακόμα και 50 ώρες την εβδομάδα – τουλάχιστον στα χαρτιά, καθώς στην πραγματικότητα δουλεύουν μόλις 15 ώρες, όπως ακριβώς ο Κέυνς προέβλεψε, ενώ ο υπόλοιπος χρόνος τους αναλώνεται στην οργάνωση ή παρακολούθηση σεμιναρίων ψυχικής ενδυνάμωσης, στην ενημέρωση του προφίλ τους στο Facebook ή στο κατέβασμα τηλεοπτικών σειρών.
Η απάντηση δεν είναι οικονομικής φύσεως: είναι ξεκάθαρα ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη έχει καταλάβει ότι ένας ευτυχισμένος και παραγωγικός πληθυσμός με ελεύθερο χρόνο αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο (σκεφτείτε μόνο την κατάσταση που προέκυψε όταν κάτι αντίστοιχο άρχισε απλώς να συμβαίνει, κατά τη δεκαετία του ‘60). Και, από την άλλη πλευρά, αποτελεί μια εξαιρετικά βολική ιδέα γι’ αυτούς η αίσθηση ότι η εργασία αποτελεί μια ηθική αξία καθαυτή, και ότι οποιοσδήποτε δεν προτίθεται να υποβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο είδος εντατικής εργασιακής πειθαρχίας για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, δεν δικαιούται απολύτως τίποτα.
Κάποια στιγμή, καθώς μελετούσα την ατελείωτη, προφανώς, ραγδαία αύξηση των διοικητικών καθηκόντων στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, βρέθηκα μπροστά σε μια πιθανή εκδοχή της κόλασης. Η κόλαση είναι μια συγκέντρωση ατόμων που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας σε ένα αντικείμενο που δεν τους αρέσει και στο οποίο δεν είναι και ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι κάποιοι προσελήφθησαν επειδή ήταν εξαιρετικοί επιπλοποιοί, και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι θα πρέπει να ξοδεύουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους τηγανίζοντας ψάρια. Ούτε καν η ίδια η διαδικασία δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί – αν μη τι άλλο, υπάρχει ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ψαριών που πρέπει να τηγανιστούν. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, όλοι αποκτούν μια μνησίκακη εμμονή στη σκέψη ότι κάποιοι από τους συναδέλφους τους θα μπορούσαν να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο φτιάχνοντας έπιπλα, αντί να επωμίζονται το μερίδιό τους στο τηγάνισμα ψαριών, έτσι ώστε, σχετικά σύντομα, ατελείωτες στοίβες από άχρηστα κακοτηγανισμένα ψάρια να συσσωρεύονται στο εργαστήριό τους, αποτελώντας το μόνο τους πραγματικό επίτευγμα.
Πιστεύω, ότι αυτή είναι μια αρκετά ακριβής περιγραφή της ηθικής δυναμικής της σύγχρονης οικονομίας.
Ξέρω ότι οποιοδήποτε τέτοιο επιχείρημα αίρει άμεσες αντιρρήσεις: «Ποιος είσαι εσύ που θα μάς πεις ποιες δουλειές είναι πραγματικά “απαραίτητες”; Και τι σημαίνει τελικά πως κάτι είναι ή δεν είναι απαραίτητο; Είσαι ένας καθηγητής ανθρωπολογίας, ποια η “χρησιμότητα” σ’ αυτό;» (και, πράγματι, πολλοί αναγνώστες κουτσομπολίστικων εφημερίδων θα έπαιρναν την ύπαρξη του επαγγέλματός μου ως τον ορισμό της κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος). Και, σ’ ένα βαθμό, αυτά τα επιχειρήματα είναι καταφανώς αληθή. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας.
Δεν θα τολμούσα να πω σε κάποιον που είναι πεπεισμένος πως έχει μια ουσιώδη συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Αλλά τι γίνεται με αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι τα επαγγέλματά τους είναι άσκοπα; Πρόσφατα ξαναβρέθηκα με έναν φίλο από το σχολείο τον οποίο είχα να δω από 15 χρονών. Έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα ότι στο μεσοδιάστημα είχε γίνει πρώτα ποιητής και κατόπιν τραγουδιστής μιας indie ροκ μπάντας. Είχα ακούσει κάποια από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα, ότι ο τραγουδιστής ήταν κάποιος που τελικά γνώριζα. Ήταν καταφανώς έξυπνος, ευρηματικός, και η δουλειά του είχε χωρίς αμφιβολία κάνει τις ζωές ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη πιο φωτεινές και πιο όμορφες. Κι όμως, μετά από μερικά ανεπιτυχή άλμπουμς, έχασε το συμβόλαιό του, και, βυθισμένος στα χρέη και με μια νεογέννητη κόρη, κατέληξε, όπως το έθεσε, «να ακολουθήσει την πεπατημένη επιλογή τόσων άλλων ματαιόδοξων τύπων: τη Νομική». Πλέον είναι δικηγόρος σ’ ένα διακεκριμένο δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης.
Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε, ότι η δουλειά του ήταν εντελώς ανούσια· ότι δεν προσέφερε το παραμικρό στον κόσμο και ότι, κατά τη δική του άποψη, στην πραγματικότητα το επάγγελμά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Πολλά ερωτηματικά ανακύπτουν, με πρώτο και κύριο τι σημαίνει για την κοινωνία μας το γεγονός ότι δείχνει να παράγει μια εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους νέους ποιητές – μουσικούς, αλλά αντίθετα παράγει μια εμφανώς απεριόριστη ζήτηση για ειδικούς στο εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: αν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε «η αγορά», αντανακλά αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι είναι χρήσιμο ή σημαντικό – κανείς άλλος). Πέραν αυτού, δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με άχρηστες δουλειές έχουν τελικώς επίγνωση της κατάστασής τους. Για την ακρίβεια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχω ποτέ συναντήσει κάποιον εταιρικό δικηγόρο, που να μη θεωρεί, ότι η δουλειά του είναι παντελώς άχρηστη. Το ίδιο ισχύει και για όλες σχεδόν τις νέες βιομηχανίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη έμμισθων επαγγελματιών, που, αν τους συναντήσει κανείς σε πάρτυ και βρουν τη δουλειά του ενδιαφέρουσα (το να είναι κανείς ανθρωπολόγος, για παράδειγμα), θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να μην αναφερθούν στη δική τους δουλειά. Δώστε τους μερικά ποτά και θα ξεκινήσουν τους εξάψαλμους για το πόσο άχρηστη και βλακώδης είναι στην πραγματικότητα.
Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική βία εδώ. Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει, ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς μπορεί να μην προκαλείται βαθιά οργή και μνησικακία; Κι όμως, όπως είδαμε στο παράδειγμα με τα τηγανητά ψάρια, η σύγχρονη κοινωνία έχει μια ιδιάζουσα ικανότητα να στρέφει την οργή των ανθρώπων με άχρηστες δουλειές όχι προς την ελίτ αλλά, αντιθέτως, προς εκείνους που στην ουσία καταφέρνουν να κάνουν δουλειές με νόημα. Για παράδειγμα: στην κοινωνία μας, φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικός κανόνας, που λέει, πως όσο πιο προφανές είναι ότι η δουλειά κάποιου ανθρώπου ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, τόσο χειρότερα αμειβόμενη είναι. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να αναρωτηθούμε: τί θα γινόταν αν ολόκληρη αυτή η τάξη ανθρώπων εξαφανιζόταν; Πείτε ότι θέλετε για τις νοσοκόμες, τους οδοκαθαριστές ή για τους τεχνίτες· είναι φανερό ότι αν γινόταν ξαφνικά καπνός, τα αποτελέσματα θα ήταν άμεσα και καταστροφικά. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή λιμενεργάτες πολύ γρήγορα θα είχε προβλήματα· ακόμη κι ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς σκα θα ήταν αναμφισβήτητα φτωχός. Δεν είναι καθόλου σαφές, το πόσο θα υπέφερε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν διαμιάς όλοι οι CEOs, οι λομπίστες, οι δημοσιοσχεσίτες, οι λογιστές, οι τηλεπλασιέ, οι δικαστικοί επιμελητές ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί υποπτεύονται ότι θα την βελτίωνε θεαματικά)1. Πλην ορισμένων κραυγαλέων εξαιρέσεων (όπως οι γιατροί), ο κανόνας παραμένει όλως παραδόξως εν ισχύ.
Ακόμη πιο διεστραμμένη είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πράγματι έτσι. Αυτή είναι μια από τις συγκεκαλυμμένες δυνάμεις του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να τη δείτε, όταν οι εφημερίδες εξαπολύουν επιθέσεις ενάντια στους εργαζομένους του μετρό, για το ότι παραλύουν το Λονδίνο όταν απεργούν: το ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες του μετρό μπορούν να παραλύσουν το Λονδίνο, αποδεικνύει ότι η δουλειά τους είναι στην πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά αυτό είναι ακριβώς που φαίνεται να ενοχλεί τον κόσμο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ έγινε ακόμα σαφέστερο, με την αξιοσημείωτη επιτυχία των Ρεπουμπλικάνων να κινητοποιήσουν τη μνησικακία εναντίον των δασκάλων και των εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες (και όχι, κατά κύριο λόγο, εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των διοικητικών στελεχών της βιομηχανίας αυτοκινήτων οι οποίοι, στην πραγματικότητα, προκάλεσαν το πρόβλημα) για τους υποτιθέμενα παχυλούς μισθούς και τα προνόμιά τους. Είναι σαν να τους λένε «Μα διδάσκετε παιδιά! Ή φτιάχνετε αμάξια! Έχετε αληθινές δουλειές! Και έχετε από πάνω το θράσος να ζητάτε παχυλές συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη;».
Αν κάποιος σχεδίαζε ένα εργασιακό καθεστώς πλήρως προσαρμοσμένο στο να διατηρεί τη δύναμη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να είχε κάνει καλύτερη δουλειά.
Οι πραγματικά παραγωγικοί εργάτες υφίστανται πραγματική πίεση και εκμετάλλευση. Όσοι απομένουν, χωρίζονται σε ένα τρομοκρατημένο (και διεθνώς επικρινόμενο) στρώμα ανεργίας και ενός μεγαλύτερου στρώματος ανθρώπων που βασικά πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις που είναι σχεδιασμένες ώστε να τους κάνουν να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (managers, διευθυντές κ.λπ.) -και κυρίως με τα οικονομικά της avatars- ενώ, την ίδια στιγμή, υιοθετούν μια αναβράζουσα μνησικακία εναντίον οποιουδήποτε έχει μια δουλειά της οποίας η αξία είναι κοινωνικά καθαρή και αναντίρρητη. Είναι προφανές, το σύστημα αυτό δε συνιστά προϊόν συνειδητού σχεδιασμού, αλλά αναδύθηκε σταδιακά, μέσα από έναν αιώνα λαθών και πειραματισμών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση στο γιατί, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν δουλεύουμε όλοι μας 3 με 4 ώρες την ημέρα.
Αν ποτέ η επιβεβαίωση κάποιας υπόθεσης καθορίστηκε από την υποδοχή που επιφύλαξε το αναγνωστικό κοινό, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η περίπτωση αυτή. «Το φαινόμενο των δουλειών του κώλου» προκάλεσε έκρηξη.
Η ειρωνεία έγκειται στο ότι οι δύο εβδομάδες που ακολούθησαν την έκδοση του κειμένου, ήταν οι ίδιες δύο εβδομάδες που η σύντροφός μου κι εγώ είχαμε αποφασίσει να περάσουμε ολομόναχοι, με μόνη συντροφιά μερικά βιβλία, σε μια καλύβα στην εξοχή του Κεμπέκ. Ψάξαμε επί τούτου για ένα μέρος που θα ήταν εκτός της εμβέλειας οποιουδήποτε wi-fi δικτύου, πράγμα που με ανάγκασε, να παρακολουθώ τις αντιδράσεις που προκάλεσε το κείμενό μου αποκλειστικά και μόνο από τη σύνδεση του κινητού. Το κείμενο έγινε viral σχεδόν αμέσως.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε μεταφραστεί σε τουλάχιστον μια ντουζίνα ξένων γλωσσών, περιλαμβανομένων των Γερμανικών, Νορβηγικών, Σουηδικών, Γαλλικών, Τσέχικων, Ρουμάνικων, Ρωσικών, Τουρκικών, Λεττονικών, Πολωνικών, Ελληνικών, Εσθονικών, Καταλανικών και Κορεάτικων, ενώ είχε αναδημοσιευθεί σε εφημερίδες από την Ελβετία έως την Αυστραλία. Η αρχική σελίδα του Strike! ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο επισκέψεις και κατέρρευσε επανειλημμένως λόγω της μεγάλης επισκεψιμότητας. Blogs ξεφύτρωσαν· χώροι σχολιασμού γέμισαν με εξομολογήσεις από υπαλλήλους και εξειδικευμένους επαγγελματίες· άνθρωποι μού έγραψαν ζητώντας συμβουλές ή για να μου πούνε ότι τους ενέπνευσα να παραιτηθούν από τις δουλειές τους ώστε να βρούνε κάτι ουσιαστικότερο. Ιδού μια ενθουσιώδης απάντηση (έχω κρατήσει εκατοντάδες) από τον χώρο σχολιασμού της ιστοσελίδας της αυστραλιανής εφημερίδας Canberra Times:
Πέτυχες διάνα! Είμαι δικηγόρος (στον τομέα του φορολογικού δικαίου, για να είμαι ακριβής). Δεν συνεισφέρω απολύτως τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο και είμαι σε διαρκή και απόλυτη δυστυχία. Δυσανασχετώ όταν άνθρωποι βρίσκουν το θάρρος να μου πούνε «Γιατί το κάνεις, τότε;», διότι καταφανώς δεν είναι κάτι τόσο απλό. Για την ώρα είναι ο μόνος τρόπος ώστε να παρέχω τις υπηρεσίες μου στο περίφημο 1% του κόσμου, το οποίο με τη σειρά του θα με ανταμείψει με ένα σπίτι στο Σύδνεϋ ώστε να μεγαλώσω τα παιδιά μου… Η τεχνολογία μάς επιτρέπει πλέον να κάνουμε σε δύο μέρες όσα παλαιότερα κάναμε σε πέντε. Αλλά χάρη στην απληστία και κάποιου είδους συνδρόμου της εργατικής μέλισσας, μας ζητείται να παραμείνουμε σκλάβοι χάριν του κέρδους άλλων, ενώπιον ανεκπλήρωτων φιλοδοξιών. Είτε πιστεύεις στον ευφυή σχεδιασμό2 είτε στη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, οι άνθρωποι δεν φτιάχτηκαν για να δουλεύουν – επομένως, για ‘μένα, όλα αυτά είναι απλώς απληστία, υποβασταζόμενη από παραφουσκωμένες τιμές αναγκαίων αγαθών3.
Κάποια στιγμή, δέχτηκα ένα μήνυμα από κάποιον ανώνυμο φαν, ο οποίος μου είπε, πως ήταν μέρος μιας άτυπης ομάδας που κυκλοφόρησε το κείμενο μέσα στους κύκλους των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών· είχε δεχτεί πέντε emails με το κείμενο μόνον εκείνη τη μέρα (αδιαμφισβήτητο δείγμα ότι μεγάλο μέρος όσων δουλεύουν στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν έχει να κάνει και πολλά). Όλα αυτά βέβαια δεν απαντούν στο ερώτημα αναφορικά με το πόσοι πραγματικά ένιωθαν έτσι για τη δουλειά τους -σε αντίθεση, π.χ., με την προώθηση του άρθρου μου στους άλλους συναδέλφους ως κίνηση με σαφή υπονοούμενα- ωστόσο, πολύ σύντομα, τα στατιστικά στοιχεία έκαναν την εμφάνισή τους.
Στις 5 Ιανουαρίου του 2015, έναν περίπου χρόνο μετά τη δημοσίευση του κειμένου, την πρώτη Δευτέρα του νέου έτους -τη μέρα, δηλαδή, που οι περισσότεροι Λονδρέζοι επιστρέφουν στις δουλειές τους από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές- κάποιος αφαίρεσε αρκετές εκατοντάδες διαφημίσεων από το τα βαγόνια του μετρό στο Λονδίνο, αντικαθιστώντας τις με μια σειρά από αφίσες οι οποίες περιείχαν φράσεις του αρχικού κειμένου. Ιδού μερικές που επέλεξαν:
– Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που ενδόμυχα πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούνται.
– Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους.
– Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.
– Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει;
Το αποτέλεσμα της εν λόγω καμπάνιας ήταν ένας καταιγισμός συζητήσεων στα μέσα (εμφανίστηκα για λίγο έως και στο Russia Today), που είχαν ως συνέπεια η δημοσκοπική εταιρεία YouGov να αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης στη Βρετανία, διεξάγοντας μια δημοσκόπηση η οποία χρησιμοποιούσε απευθείας τις φράσεις του κειμένου: για παράδειγμα, «Έχει η δουλειά σας κάποια ουσιώδη συνεισφορά στον κόσμο»; Όλως παραδόξως, πάνω από το ένα τρίτο -37%- απάντησε αρνητικά (όταν το 50% ήταν καταφατικό, και ένα 13% εμφανιζόταν αβέβαιο).
Ήταν σχεδόν διπλάσιο αυτού που ανέμενα – φανταζόμουν ότι το ποσοστό των άχρηστων δουλειών κυμαινόταν πιθανώς κάπου γύρω στο 20%. Συμπληρωματικά προς αυτά, μια μεταγενέστερη δημοσκόπηση στην Ολλανδία είχε σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα: στην πραγματικότητα, λίγο πιο αυξημένα, καθώς το 40% των Ολλανδών εργαζομένων ανέφερε, ότι οι δουλειές τους δεν είχαν κανέναν πραγματικό λόγο ύπαρξης.
Επομένως, όχι απλώς η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από τις δημόσιες αντιδράσεις, είχε (επι)πλέον επιβεβαιωθεί και από στατιστικές έρευνες.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σημαντικότατου κοινωνικού φαινομένου, το οποίο δεν έχει λάβει παρά ελάχιστης προσοχής. Και μόνο το γεγονός πως κάποιος άρχισε να μιλά γι’ αυτό, υπήρξε για πολλούς λυτρωτικό. Ήταν σαφές ότι μια εκτενέστερη διερεύνηση εκκρεμούσε. […]
Το κείμενο του 2013 ήταν για ένα περιοδικό σχετικό με την επαναστατική πολιτική, και έδινε έμφαση στις πολιτικές διαστάσεις του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, το κείμενο ήταν μόνο το πρώτο από μια σειρά επιχειρημάτων που επεξεργαζόμουν εκείνη την περίοδο αναφορικά με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία περί «ελεύθερης αγοράς» η οποία, έχοντας επικρατήσει στον κόσμο από την εποχή της Θάτσερ και του Ρήγκαν, ήταν στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο αυτού που ισχυριζόταν ότι είναι· ήταν ένα βαθύτατα πολιτικό πρόταγμα μεταμφιεσμένο σε οικονομικό.
Είχα καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα, καθώς φαινόταν να αποτελεί τη μόνη δυνατή ερμηνεία αναφορικά με το πως πραγματικά συμπεριφέρονται οι άνθρωποι που κατέχουν την εξουσία. Ενώ η νεοφιλελεύθερη ρητορική περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από μια μυθική απελευθέρωση των αγορών, τοποθετώντας την οικονομική αποδοτικότητα πάνω από κάθε άλλη αξία, η συνολική επίδραση των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς έχει να κάνει με το ότι οι δείκτες οικονομικής μεγέθυνσης έχουν επιβραδυνθεί περίπου παντού, με εξαίρεση την Ινδία και την Κίνα· η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη είχε λιμνάσει· και, στις πιο πλούσιες χώρες, η νεότερη γενιά μπορεί, για πρώτη φορά στους αιώνες, να περιμένει να ζήσει μια λιγότερο ευκατάστατη ζωή από τους γονείς της. Κι όμως, παρατηρώντας αυτές τις συνέπειες, οι υπέρμαχοι της ιδεολογίας των αγορών απαντούν πάντοτε με καλέσματα για ακόμη πιο γερές δόσεις του ίδιου φαρμάκου, και οι πολιτικοί νομοθετούν αναλόγως. Αυτό με αφήνει εμβρόντητο. Αν μια ιδιωτική εταιρεία προσλάμβανε έναν σύμβουλο, προκειμένου να της παρουσιάσει ένα επιχειρηματικό πλάνο, και κατέληγε σε μια κάθετη πτώση των κερδών, ο εν λόγω σύμβουλος θα απολυόταν πάραυτα. Στην καλύτερη περίπτωση, θα του είχε ζητηθεί να παρουσιάσει ένα διαφορετικό πλάνο. Με τις μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς αυτό δεν φάνηκε να συμβαίνει ποτέ. Όσο περισσότερο αποτύγχαναν, τόσο περισσότερο ακολουθούνταν. Το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν, ότι οι οικονομικές επιταγές δεν ήταν αυτές, που στην πραγματικότητα καθόριζαν τις αποφάσεις.
Τι συνέβαινε λοιπόν; Απ’ ότι φάνηκε, η απάντηση έπρεπε να αναζητηθεί στις αντιλήψεις της πολιτικής τάξης. Σχεδόν όλοι όσοι παίρνουν καθοριστικές αποφάσεις, είχαν πάει σε πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1960, όταν τα κάμπους ήταν στο επίκεντρο της πολιτικής αναταραχής, και ένιωσαν, με έντονο τρόπο, ότι τέτοια πράγματα δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν. Ως εκ τούτου, παρόλο που μπορεί να βρέθηκαν αντιμέτωποι με αρνητικούς οικονομικούς δείκτες, διαπίστωσαν με χαρά, ότι ο συνδυασμός παγκοσμιοποίησης, περιστολής της δύναμης των συνδικάτων και η δημιουργία ενός επισφαλούς και εξαντλημένου εργατικού δυναμικού -από κοινού με τα επιθετικά καλέσματα σε ηδονιστική προσωπική απελευθέρωση (ότι έγινε γνωστό ως «απελευθερωμένα ήθη, δημοσιονομική αυστηρότητα»)- είχε σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη μετακίνηση ολοένα και περισσότερου πλούτου και δύναμης στους πλούσιους, καταστρέφοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τα θεμέλια οργανωμένης αμφισβήτησης της εξουσίας τους. Μπορεί να μην λειτούργησε τόσο καλά σε επίπεδο οικονομικό, ωστόσο σε επίπεδο πολιτικό λειτούργησε ονειρεμένα. Αν μη τι άλλο, είχαν ελάχιστα κίνητρα να εγκαταλείψουν τέτοιου είδους πολιτικές. Το μόνο που έκανα στο εν λόγω κείμενο ήταν να αναλύσω αυτό που ήταν προφανές: όταν βρίσκεις κάποιον ο οποίος κάνει κάτι στο όνομα της οικονομικής αποδοτικότητας, το οποίο οικονομικά φαντάζει πλήρως παράλογο (όπως, ας πούμε, το να πληρώνεις με υπερβολικά πολλά λεφτά ανθρώπους οι οποίοι δεν κάνουν απολύτως τίποτα), θα πρέπει κανείς να διερωτηθεί, όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι το έκαναν, “Qui bono?” -Ποιος ωφελείται;- και πως.
Δεν πρόκειται τόσο για μια θεωρία συνομωσίας όσο για το αντίθετό της, μια θεωρία αντισυνομωσιολογική. Αναρωτιόμουν, γιατί κανείς δεν έκανε τίποτα. Οι οικονομικές τάσεις εμφανίζονται για όλους τους λόγους του κόσμου, αλλά αν προκαλούν προβλήματα στους πλούσιους και στους ισχυρούς, αυτοί οι ίδιοι είναι που θα ασκήσουν πιέσεις στους θεσμούς προκειμένου να παρέμβουν και να κάνουν κάτι σχετικά με το ζήτημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009, μεγάλες επενδυτικές τράπεζες διασώθηκαν αλλά καθημερινοί ομολογιούχοι όχι. Η ραγδαία εξάπλωση των δουλειών του κώλου συνέβη για μια σειρά από λόγους. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί κανένας δεν παρενέβη («συνωμότησε», αν το προτιμάτε) προκειμένου να γίνει κάτι για το ζήτημα αυτό.
1. Νιώθω πραγματική αποστροφή για τους λογιστές και, πλέον, νομίζω, ότι υπήρξα άδικος μαζί τους. Είναι γεγονός, ότι ορισμένες πτυχές της λογιστικής έχουν πραγματική συνεισφορά. Παραμένω, ωστόσο, πεπεισμένος, ότι οι υπόλοιπες θα μπορούσαν να εκλείψουν χωρίς την οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια.
2. Σ.τ.μ.: Πρόκειται για ψευδο-επιστημονική θεωρία που ισχυρίζεται, ότι η πολυπλοκότητα του πλανήτη μας σχεδιάστηκε και προέκυψε από έναν αόρατο νου με ευφυΐα, θέση βαθύτατα θεολογική και προερχόμενη από συντηρητικές δεξαμενές σκέψης των ΗΠΑ. Παρότι αρνείται τον αναγωγισμό και την παραδοσιακή εξελιξιαρχία, είναι περιττό (όσο και αδιάφορο) να υπογραμμίσουμε την προδηλότητα του ετερόνομου χαρακτήρα της.
3. David Graeber, “The Modern Phenomenon of Bullshit Jobs”, Canderra (Australia) Times online, τελευταία πρόσβαση στις 3 Σεπτεμβρίου 2013.
σημείωμα της μετάφρασης
*Σημείωση της μετάφρασης: David Graeber, “Preface: On the Phenomenon of Bullshit Jobs”, Bullshit Jobs: A Theory, Μεγάλη Βρετανία, Allen Lane, 2018, σσ. xiii-xxv. Πρόκειται για τον πρόλογο του βιβλίου που αποτέλεσε την επεξεργασμένη μετεξέλιξη του άρθρου “Why capitalism creates pointless jobs” [Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές] (άρθρο-έναυσμα για μια συνολικότερη θεωρία την οποία πραγματεύεται το ομώνυμο βιβλίο). Παρά την εκ των υστέρων τροποποίηση, για λόγους ιστορικότητας διατηρήθηκε ο τίτλος του αρχικού άρθρου (που, άλλωστε, υπάρχει αυτούσιο εντός του αποσπάσματος-προλόγου που μεταφράζουμε εδώ). On the Phenomenon of Bullshit Jobs: ανάμεσα από μια σειρά από όρους («σκατοδουλειές», «κωλοδουλειές», «άχρηστες δουλειές»), επιλέχθηκε η -οικεία στην ελληνική γλώσσα- έκφραση «δουλειές του κώλου» για την απόδοση του φαινομένου που ο Graeber περιγράφει ως “bullshit jobs”. Καθόλου τυχαία, στον κόσμο μας υπάρχει μια παράδοξη αντιστροφή της πραγματικότητας βάσει της οποίας οι δουλειές που προσφέρουν κοινωνικό έργο, αμειβόμενες, ωστόσο, πενιχρά, χαρακτηρίζονται ως «δουλειές του κώλου» (δεν θα μπορούσε, πιθανώς, να υπάρχει τυπικότερο παράδειγμα από αυτό των οδοκαθαριστών). Επιλέγουμε, υπό αυτή την έννοια, την εν λόγω απόδοση με τη βαθιά πεποίθηση ότι συμβάλλουμε, έστω μερικώς, σε μια διαυγέστερη κατανόηση της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας όπου ως δουλειές του κώλου θα έπρεπε να νοούνται μια σειρά από σύγχρονες μορφές απασχόλησης (τις οποίες το κείμενο πραγματεύεται εν εκτάσει): managers, γραφειοκράτες, δημοσιοσχεσίτες και ούτω καθεξής (με την αμέριστη συμπάθειά μας σε όλες και όλους όσους, δυστυχώς, αναγκάζονται να τις ασκούν).
Μετάφραση: Σταύρος Πασχαλάκης – Επιμέλεια: Νίκος Μάλλιαρης
Πηγή: koinoi-topoi.gr
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Jenny΄s world