Του Πέτρου Θ. Θωμαϊδη
Το πιο εύκολο, φυσικό κι επόμενο, ανθρώπινο, εύλογο, πατριωτικό, κατανοητό κι αναμενόμενο, είναι να θυμώσω, να διαμαρτυρηθώ ,να επικαλεστώ την ιστορία...
και τον κληρονομημένο παγκόσμιο πολιτισμό, για να μην πω το ορθόδοξο τόξο και τον απανταχού χριστιανισμό.
Το πιο δύσκολο, επώδυνο και απαιτητικό είναι όμως, σε δεύτερο επίπεδο αναμέτρησης με τα «εις εαυτόν», να κοιτάξω μέσα μου και να αναρωτηθώ:
Ποιά σχέση καλλιέργησα με αυτό που, είτε μεταφυσική, γενικά, το πούμε, είτε ρωμαίικη φιλοκαλία και θεανθρώπινο τρόπο του βίου, κατ’ ορθότερη εννοημάτωση, το ονομάσουμε, γέννησε την Αγιά Σοφιά, η οποία, σημειωτέον, είναι Ναός τής του Θεού Σοφίας, δηλαδή του Χριστού ως ενυπόστατου Λόγου, Υιού του Θεού και Θεού, αλλά και λόγου, δημιουργικής αιτίας, αρχέτυπου και εσχατολογικού σκοπού και της δικής μου προσωπικής ύπαρξης και δωρεάς του ζην;
Ανεξάρτητα της έκβασης του αγώνα που ασφαλώς πρέπει να δοθεί σε διπλωματικό και πολιτικό, διεθνές, διορθόδοξο και διαχριστιανικό επίπεδο (έστω και με τους όρους διορθόδοξο και διαχριστιανικό να πάσχουν από νομιναλισμό, να είναι δηλαδή «στα λόγια» εν πολλοίς),αν μπορούσα να αρχίσω να κοινωνώ και πάλι, με την Παιδεία να μου δείχνει δρόμους προς τα εκεί, αυτού του τρόπου του συλλογικού βίου και του ευ ζην που τεχνούργησε την Αγιά Σοφιά, η μάχη θα έχει επί της ουσίας κερδηθεί!
Ουτοπία; Ρεαλισμός.
Γιατί είμαστε ρεαλιστές όταν παλεύουμε και «σταυρωνόμαστε» για την φαινομενική «μωρία» μιας τέτοιας ουτοπίας!