Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Περιμένω κι εγώ με τεράστια αγωνία το τελικό σχέδιο της επιτροπής Πισσαρίδη για το μοντέλο ανάπτυξης της μετά την πανδημία εποχής.
Όπως όλοι, υποθέτω. Όπως κάθε νεοέλλην που θέλει να ξέρει, πού θα επενδύσει τα χρήματα, που ΔΕΝ του περισσεύουν μετά την πληρωμή εφορίας, δανείου, λογαριασμών, ενοικίου και των ελάχιστων αναγκών διαβίωσης. Να τα αποταμιεύσω, για να εξασφαλίσω τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Ή να τα επενδύσω στις μετοχές, ώστε να συμβάλω στην αναπτυξιακή απογείωση της χώρας; Μήπως είναι καλύτερα να τα καταναλώσω μέχρι τελευταίου σεντ, για να τονώσω τη ζήτηση;
Από το παραπάνω βασανιστικό δίλημμα με απαλλάσσει (όπως τους περισσότερους) το γεγονός, ότι στο τέλος του μισθού περισσεύει πάντα πολύς μήνας - σωστά το διαβάζετε, δεν μπέρδεψα τις λέξεις, ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά από καταβολής καπιταλισμού πάντα ένα αριθμός εργατοωρών πάει υπέρ πίστεως (τραπεζικής) και παρτίδος (εργοδοτικής), είναι αυτά τα σκότη με την υπεραξία που διέλυσε ο Μαρξ, αλλά ας μην ανοίξουμε το θέμα εδώ, θα τσακωθούμε. Λέω, λοιπόν, ότι το γεγονός ότι από τον μισθό δεν μένει σάλιο (όπερ ισχύει για την πλειονότητα των τυχερών που έχουν δουλειά) μας απαλλάσσει από την αγωνία πώς θα επενδύσουμε το περίσσευμα, ώστε να συμβάλουμε στο όραμα για τον οικονομικό μετασχηματισμό της χώρας.
Ωστόσο, για να μην αισθανόμαστε μειονεκτικά, έχουμε κι εμείς οι μισθωτοί σκλάβοι την ευκαιρία συμβολής στον εθνικό στόχο, προσφέροντας περισσότερη εθελοντική και απλήρωτη εργασία: δημιουργώντας ένα μαζικό κίνημα νέου σταχανοβισμού, με μόνη τη διαφορά ότι θα εισφέρουμε γαλάζια και όχι κόκκινα μεροκάματα. Διότι ο σταχανοβισμός είναι προφανώς το εργασιακό μοντέλο που ταιριάζει στον νεοφιλελεύθερο κομμουνισμό, που ευαγγελίζεται η επιτροπή του νομπελίστα και έχει ενστερνιστεί με ζήλο ο πρωθυπουργός Κυριάκος.
Δεν κάνω καθόλου, μα καθόλου πλάκα. Έτσι κι αλλιώς ο Μητσοτός ο Β’ έχει διαβεί (μαζί με τους περισσότερους ηγέτες του καπιταλιστικού σύμπαντος) τον Ρουβίκωνα (με την καλή έννοια, υπουργέ Προ.Πο.) του απεχθούς κρατισμού. Όλοι τους πλέον γλείφουν, εκεί που επί δεκαετίες έφτυναν, αποκαλύπτοντας ότι η ιδεολογική απάτη του ελάχιστου κράτους ήταν απλώς η συγκάλυψη της καταλήστευσης των πιο παραγωγικών και κερδοφόρων πόρων του. Έχοντας, λοιπόν, μεταμορφώσει το κράτος-λάφυρο σε κράτος-θησαυροφυλάκιο, είναι έτοιμοι να προσχωρήσουν στο επόμενο βήμα: στον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Θα τρίξουν τα κόκαλα του Χάγεκ και του Φον Μίσες, τα νάματα των οποίων έχει μεταλάβει παιδιόθεν και ο Κυριάκος. Θα βγάλουν φλύκταινες οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι, αλλά πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα, ότι οι μεγαλειώδεις στιγμές των σοβιετικών «Γκοσπλάν», των Πενταετών Σχεδίων και των Επιτροπών Κρατικών Σχεδιασμού αναβιώνουν εδώ και τώρα, στην καρδιά της γαλάζιας φιλελεύθερης Ελλάδας, για να αποδώσουν ένα μοναδικό υβρίδιο νεοφιλελεύθερου κομμουνισμού. Δεν ξέρω, αν το έχει αντιληφθεί ο νομπελίστας κ. Πισσαρίδης, αλλά ενδέχεται να αναδειχθεί σε Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ του Μαξίμου (με την καλή έννοια, υπουργέ Προ.Πο.).
Για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν, πως κάνω πλάκα κι ότι απλώς αυτοσαρκάζομαι για τις παλαιοκομμουνιστικές καταβολές μου, παραπέμπω σε όσα είπε προ ημερών ο δημοφιλέστερος πρωθυπουργός, εγκαινιάζοντας τη νιοστή επένδυση της εποχής του πανδημικού κρατικού καπιταλισμού - αυτή τη φορά δεν ήταν κατεδάφιση, αλλά κανονική μονάδα παραδοσιακού βιομηχανικού καπιταλισμού, μεταλλουργία παρακαλώ, όπερ σημαίνει, ότι καθώς ετοιμαζόμαστε για το άλμα στον νεοφιλελεύθερο κομμουνισμό, καλό είναι να φρεσκάρουμε τον Οστρόφσκι και το «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι». Είπε λοιπόν ο πολυχρονεμένος, ότι το σχέδιο Πισσαρίδη «θα αποτελεί κείμενο αναφοράς που θα δεσμεύει όλους μας, κυβέρνηση, αλλά και τους φορείς της αγοράς, εκπροσώπους εργοδοτών και εργαζομένων, σε ένα συγκροτημένο σχέδιο ελληνικής ιδιοκτησίας για το πώς θα μετασχηματίσουμε την ελληνική οικονομία και θα την κάνουμε πιο ανταγωνιστική. Αυτό που θα κάνει πράξη το σύνθημά μας: Η Ελλάδα που παράγει, η Ελλάδα που εξάγει».
Μ’ αρέσουν οι δεσμεύσεις! Και πώς ακριβώς θα το κάνεις αυτό το θαύμα, δημοφιλέστατε; Πώς θα δαμάσεις, παλικάρι μου, το θεριό, την αγορά, που από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου φιλάς με σέβας το αόρατο χέρι της κι αυτή η αχάριστη σου αντιγυρίζει χαστούκι; Πώς ακριβώς θα πείσεις τον Χ ή Ψ επενδυτή να βάλει τα λεφτά του στη βιομηχανία, για παράδειγμα, κι όχι σε ξενοδοχεία, μαρίνες ή τζόγο; Πώς θα πετύχεις να πέσουν κεφάλαια στη αγροτοδιατροφική μεταποίηση κι όχι στα malls και στις αρπαχτές του real estate; Πώς θα πείσεις τους χιλιάδες μικρομεσαίους, να γίνουν τουλάχιστον μεγαλομεσαίοι; Θα κάνεις αναγκαστικές εξαγορές και συγχωνεύσεις; Πώς ακριβώς θα συντεθούν οι συγκρουόμενες και ανταγωνιστικές βουλήσεις χιλιάδων επιχειρηματιών και επενδυτών, που βασικό τους κίνητρο είναι το κέρδος στην ενιαία «βούληση» του «σχεδίου ελληνικής ιδιοκτησίας»;
Με λεφτά, θα μου πεις. Με κρατικές ενισχύσεις, κοινοτικές επιδοτήσεις, φορολογικά κίνητρα. Τα γνωστά. Και τι σε κάνει να πιστεύεις, ότι αν τους μοιράσεις άλλα 300 δισ., όσα ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια με γενναιοδωρία μοίρασες τα τελευταία 40 χρόνια, θα καταλήξουν σε κάτι διαφορετικό από τον παραγωγικό ερειπιώνα που πάνω του καθόμαστε σήμερα; Άσε με να μαντέψω: Θα δημεύσεις περιουσίες. Θα απαλλοτριώσεις ιδιοκτησίες. Θα κατασχέσεις τα κεφάλαιά τους. Θα κρατικοποιήσεις τις επιχειρήσεις τους. Θα επιβάλεις διατιμήσεις, θα ελέγχεις και την προσφορά και τη ζήτηση. Θα εξημερώσεις το θηρίο! Θα κάνεις ότι πρέπει, για να υποταχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας στον κρατικό σχεδιασμό. Ζήτω το ελληνικό ΓΚΟΣΠΛΑΝ!
Αλλά επειδή τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί, το πιθανότερο είναι, ότι το σχέδιο ανάπτυξης θα περιοριστεί στην εξυπηρέτηση των ολίγων φίλων επενδυτών, εγχωρίων και αλλοδαπών, που μπαινοβγαίνουν στο Μαξίμου και στα υπουργεία, νομοθετούν self service και κόβουν κορδέλες εγκαινίων με τα κυβερνητικά στελέχη ως ατραξιόν. Αυτό ούτε νεοφιλελεύθερο κομμουνισμό το λες. Παρεΐστικος καπιταλισμός είναι.
Θεωρίες για την υπεραξία
Η έννοια της δικαιοσύνης είναι παράλογη αν δεν σχετίζεται με ένα καθιερωμένο πρότυπο. Στην πράξη, εάν οι εργοδότες δεν παραδοθούν στις απειλές των συνδικάτων, η διαιτησία ισοδυναμεί με τον καθορισμό των μισθών από τον διορισμένο από την κυβέρνηση διαιτητή. Η προσωρινή αυταρχική απόφαση αντικαθιστά την τιμή αγοράς. Το ζήτημα είναι πάντα το ίδιο: η κυβέρνηση ή η αγορά. Δεν υπάρχει τρίτη λύση.
Ludwig von Mises, «Η υπεροχή της αγοράς» («Σχεδιασμένο χάος», 1966)
Πηγή: efsyn.gr