27 Ιουν 2020

Πολιτική ανυπακοή μεταξύ ηθικής και νόμου


Κώστας Δουζίνας

Όταν ξέσπασαν οι μεγάλες Black Lives Matter διαδηλώσεις στην Αμερική και την Βρετανία, ο Τραμπ αποκάλεσε τους διαμαρτυρόμενους «τρομοκράτες», «τραμπούκους», «εγκληματίες». Στη Βρετανία, η Υπουργός Εσωτερικών καταδίκασε τις...


χιλιάδες διαμαρτυρόμενους, που κατέβασαν το άγαλμα του αρχιδουλοκτήτη Κόλστον από την κεντρική πλατεία του Μπρίστολ, «όχλο» και «χούλιγκανς» και απαίτησε από την αστυνομία, να επιβάλλει το «κράτος δικαίου» και να τιμωρήσει τους εξεγερμένους αυστηρά.

Τα έχουμε δει κι εμείς. Η κυβέρνηση και οι "φιλελεύθεροι" σχολιαστές στα ΜΜΕ κατήγγειλαν την «ανομία» του όχλου και απαίτησαν βαριές τιμωρίες για την εξεγερμένη νεολαία τον Δεκέμβρη του 2008, τους Αγανακτισμένους το 2011 και  όσους αντιστέκονται στον αυταρχισμό της εξουσίας. Τώρα με τον νόμο για τις διαδηλώσεις που ετοιμάζει η κυβέρνηση και που έχει πολλές ομοιότητες με την χουντική νομοθεσία, όπως εξήγησε η ΕφΣυν, η απαίτηση της μυθικής "σιωπηλής πλειοψηφίας" να αδειάσουν οι δρόμοι από διαμαρτυρόμενους, γίνεται πράξη.

Ο Τραμπ έχει αναγγείλει, ότι θα είναι ο υποψήφιος του  "νόμου και της τάξης". Η Ελληνική δεξιά βρίσκονταν πάντα σ’ αυτή την πλευρά. Αλλά εκτός από περιόδους ανωμαλίας αυτή είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται ότι μπορεί να επιβάλλει το όνειρο της: την απαγόρευση της διαμαρτυρίας, των πορειών, των αντιστάσεων.  


Θέση 4. Η πολιτική ανυπακοή είναι μιά "επικίνδυνη ελευθερία". Η ανυπακοή αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη και συλλογικό πολιτικό συμβάν. Κρατάει ζωντανή την δημοκρατία και σε εγρήγορση το δίκαιο.  Ο ανυπάκουος πολίτης είναι πραγματικά αυτόνομος: φέρνει τον νόμο στο δικαστήριο της ηθικής, που αποφασίζει την σχέση τους.

Κοινωνικό συμβόλαιο και δημοκρατία

Αυτό που οι δεξιοί ονομάζουν «ανομία του όχλου», εξετάζεται από την  πολιτική και νομική θεωρία με τον όρο «πολιτική ανυπακοή» (civil disobedience). Από την Αντιγόνη και τους αγωνιστές για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα μέχρι τους ειρηνιστές, τις σουφραζέτες, τους αντιρρησίες συνείδησης και τους αγωνιστές κατά του ρατσισμού, η ανυπακοή όχι μόνο δεν σημαίνει παρανομία, αλλά είναι η εξωτερίκευση της ηθικής συνείδησης και της πολιτικής πίστης στις αρχές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Η ανυπακοή αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη και μαζί ένα συλλογικό πολιτικό συμβάν. Έχει αλλάξει καθεστώτα, συντάγματα και νόμους σε όλη την παγκόσμια ιστορία.

Στις ΗΠΑ, το μαζικό κίνημα ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και στον πόλεμο του Βιετνάμ στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οδήγησε σε δημόσιο διάλογο δικαστών και πολιτικών φιλοσόφων. Το κίνημα ξέσπασε με μια απλή πράξη ανυπακοής,  όταν, το 1955, η αφροαμερικανίδα Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ έναν λευκό άντρα, όπως όριζε ο νόμος. Η Χάνα Άρεντ, ο Τζων Ρωλς, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν και το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής συμφώνησαν, ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις η ανυπακοή όχι μόνο επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται – και τα δικαστήρια πρέπει να προστατεύουν τους διαμαρτυρόμενους.

Πώς καταλαβαίνει η κλασική φιλελεύθερη φιλοσοφία την ανυπακοή; Συνθέτοντας διαφορετικές απόψεις, θα λέγαμε ότι για τους φιλελεύθερους, η πολιτική εξουσία νομιμοποιείται, όταν προωθεί την ατομική αυτονομία. Ο Ρουσώ, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει, ότι εμείς ο λαός, ως γενική βούληση, είμαστε τόσο οι νομοθέτες όσο και τα υποκείμενα του νόμου, κύριοι μαζί και υπήκοοι.

Η σύνθεση των δύο απόψεων στη συνταγματική θεωρία υποστηρίζει, ότι οι πολίτες έχουν δώσει τη σιωπηρή συναίνεσή τους στο Σύνταγμα και την κυβέρνηση μ’ ένα πραγματικό ή εικονικό κοινωνικό συμβόλαιο κι έχουν υποσχεθεί υπακοή, με αντάλλαγμα νόμους που προάγουν το κοινό καλό και τη δικαιοσύνη. Δημοκρατία και ηθική, νομιμότητα και νομιμοποίηση αποτελούν αχώριστα ζεύγη για τους νεοκαντιανούς φιλελεύθερους. Όταν η μία από τις δύο χάνεται, η άλλη ατροφεί. Όταν υποχωρούν και οι δύο, το χρέος υπακοής εξαντλείται.

Ο λόγος είναι απλός. Επειδή δεν επιλέγουμε πού γεννιόμαστε και ζούμε, η διαφωνία, η αντίρρηση, ακόμη και η ανυπακοή αποτελούν εγγενές συστατικό των συνταγματικών διευθετήσεων, που προϋποθέτουν τη συναίνεση. Η ανεπιφύλακτη αποδοχή του Συντάγματος και η υπόσχεσή μας να υπακούμε στην κυβέρνηση, δεν σημαίνει, ότι αποδεχόμαστε άνευ όρων όλες τις πολιτικές της. Μια καταστροφική ή άδικη πολιτική δεν νομιμοποιείται αυτόματα επειδή έχει γίνει νόμος.

Αντίθετα, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο νομιμότητα και νομιμοποίηση αρχίζουν να αποκλίνουν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίζουν την προσπάθειά τους να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν το νόμο στη βουλή, οι πολίτες και τα κινήματα συνεχίζουν τον αγώνα τους με όλους τους δυνατούς τρόπους. Το ίδιο συμβαίνει με πολιτικές και νόμους που παραβιάζουν ή ανατρέπουν κεντρικές προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης. Όταν   τραυματίζεται η πολιτική ηθική ή η δημοκρατία, το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής μπαίνει στο προσκήνιο.

Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι βέβαια ιδεολογική κατασκευή. Ήταν δύσκολο να το πιστέψει κανείς ως ιστορικό ή πολιτικό γεγονός τον 18ο αιώνα και είναι αδύνατο να αποδεχτούμε σήμερα την ιδέα, ότι έχουμε συνάψει ρητή ή άρρητη συμφωνία με τους κυβερνώντες. Το συμβόλαιο χρησιμοποιείται κυρίως ως στρατηγική νομιμοποίησης της εξουσίας  στηρίζοντας την απαίτηση υπακοής σε φανταστικές συμφωνίες.

Αλλά αν το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ιδεολογία, αυτό δεν το κάνει ψευδή συνείδηση, όπως υποστήριζε ένας απλοϊκός μαρξισμός. Η ιδεολογία είναι σύνολο συμβολικών κατασκευών, ιδεών και υλικών πρακτικών που συνιστούν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την «πραγματικότητα». Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη μυθοπλασία, εάν οι νόμοι και οι πολιτικές του κράτους συγκρούονται με βασικές συνταγματικές αρχές, που αποτελούν την ύψιστη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας (την ουσία του συμβολαίου), η υποχρέωση της υπακοής αναιρείται και η διαφωνία παίρνει τη θέση της συναίνεσης, ακριβώς για να υπερασπίσει το σύνταγμα.

Υπάρχει ένα πρόσθετο επιχείρημα: όταν ο νόμος περιέρχεται μονίμως σε ανυποληψία, όταν οι ισχυροί παρανομούν συνεχώς ατιμωρητί, τότε η απαίτηση απόλυτης υπακοής γίνεται αντιφατική και υποκριτική. Η πραγματικότητα δημιουργεί τη δική της κανονιστικότητα. Ο ανυπόληπτος νόμος γίνεται άχρηστος και ανενεργός.

Το πρώτο επιχείρημα ενάντια στην απόλυτη υποχρέωση υπακοής είναι κανονιστικό, το δεύτερο εμπειρικό. Οι νόμοι δεν δικαιούνται αυτόματη ή ανεπιφύλακτη πίστη. Τα δημοκρατικά καθεστώτα μοιάζουν κάπως μ’ ένα ζευγάρι: η  κυβέρνηση πρέπει να κερδίζει διαρκώς την αποδοχή των πολιτών, όπως κι ένας εραστής που αν θεωρήσει την αγάπη του συντρόφου του δεδομένη, γρήγορα θα έχει εκπλήξεις. Όταν ο έρωτας περνάει από την καθημερινή ανανέωση στη ρουτίνα, η σχέση πεθαίνει. Αν επιβιώσει, μοιάζει μ’ εκείνα τα καθεστώτα που μετά το θάνατο του γέροντα ηγέτη τους, φοβούμενα την αντίδραση του κόσμου, εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι ζει, ένα είδος νεκροζώντανου ή ζόμπι. Κάπως έτσι κατάντησε η σχέση μεταξύ κυβέρνησης και λαού. Το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού συστήματος είναι εμφανές και δραματικό.

Στα κανονιστικά επιχειρήματα που επιβάλλουν την ανυπακοή κάτω από ορισμένες συνθήκες, πρέπει να προσθέσουμε την εμπειρική ανυποληψία του νόμου. Επί πολλά χρόνια, το ελληνικό νομικό σύστημα κι αυτοί που κυβερνούν απέφυγαν να διώξουν ποινικά τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή, τη διαπλοκή και τα εγκλήματα που συνδέονται με την κατάχρηση εξουσίας και πλούτου. Η υπόθεση Siemens και Novartis είναι η κορυφή ενός παγόβουνου ανυποληψίας του πολιτικού συστήματος. Το «κράτος δικαίου» στην Ελλάδα, που τόσο πολύ διαφημίζει η δεξιά, έχει συνδεθεί στενά με το «κράτος των ισχυρών»: επιφανών πολιτικών, πλούσιων βιομηχάνων, τραπεζιτών και των ανθρώπων τους στα ΜΜΕ. Η αναξιοπιστία μεγάλου μέρους του δικαστικού σώματος έχει χειροτερέψει την κατάσταση.

Όσοι παραβιάζουν τους νόμους περί δημόσιας τάξης καταλαμβάνοντας ένα υπουργείο ή αποκλείοντας μια δημόσια υπηρεσία για να διαμαρτυρηθούν για την αντισυνταγματικότητα κάποιων μέτρων, ενεργούν στο όνομα του συντάγματος. Αυτή είναι η έμμεση ανυπακοή. Κάποιος που παραβιάζει ένα νόμο, που με την σειρά του παραβιάζει βασικές συνταγματικές εγγυήσεις επιτελεί άμεση ανυπακοή – αυτή είναι η περίπτωση όσων δεν πληρώνουν κατάφωρα άδικους φόρους.

Αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούν εγκληματικές πράξεις αλλά εκφράσεις μιας βαθύτερης ηθικής με πολιτικές διαστάσεις. Όσοι δεν υπακούουν, δεν πρέπει να τιμωρηθούν, είτε γιατί ο νόμος δεν είναι έγκυρος, είτε γιατί η πράξη τους δεν είναι παραβατική. Εκτός από την "πολιτική" υπάρχει και η δημοκρατική ανυπακοή, που δεν απαιτεί συμμόρφωση με το δίκαιο αλλά την ριζική αλλαγή του.

Ηθική και νόμος

Σ’ αυτό το κανονιστικό περιβάλλον μπορούμε να εξετάσουμε την ηθική πλευρά της ανυπακοής. Για τον απλό πολίτη, ανυπακοή είναι η ηθική απόφαση, να παραβιάσει το νόμο. Αποτελεί την ισχυρότερη απόδειξη, ότι η ηθική των πολιτών δεν έχει ατροφήσει, όπως αυτή πολλών πολιτικών. Η απόφαση παίρνεται, όταν κάποιος φτάνει στο σημείο να πει στον εαυτό του «φτάνει, αρκετά, δεν πάει άλλο» και νιώθει έτοιμος να αντιμετωπίσει την τιμωρία, που μπορεί να επιφέρει η συμπεριφορά του.

Η απόφαση αυτή μπορεί να είναι άμεση αντίδραση σε μια ακραία αδικία ή το αποτέλεσμα μιας σειράς καθημερινών επιθέσεων και ταπεινώσεων που κάποια στιγμή εξαντλούν την ηθική αντοχή. Είναι σίγουρα μια δύσκολη απόφαση, ταυτόχρονα αναπόφευκτη και τραυματική.

Θα λέγαμε, ότι η πολιτική ανυπακοή είναι μια επικίνδυνη ελευθερία, που εκφράζει την ουσία της αυθεντικής ηθικής απόφασης. Υπό κανονικές συνθήκες, η ηθική και η νομιμότητα αναφέρονται σε δύο αλληλεπικαλυπτόμενα αλλά όχι ταυτόσημα καθήκοντα: μια εξωτερική υποχρέωση να υπακούμε στο νόμο (με τεχνικούς όρους, ένα ετερόνομο καθήκον μιά και τον νομοθετούν άλλοι), και μια εσωτερική ηθική υπευθυνότητα που μας δεσμεύει να ακολουθούμε το καλό, την άποψη μας περί αρετής που εκφράζει για τον καθένα μας το ύψιστο ηθικό χρέος (η ουσία της αυτονομίας).

Στην περίπτωση της ανυπακοής τα δύο καθήκοντα συγκρούονται. Σ’ αυτές τις σπάνιες περιστάσεις, διαλέγοντας να υπηρετήσουμε την ελευθερία και τη δικαιοσύνη ενάντια στην αντισυνταγματική, άνευ αρχών νομιμότητα ή το κακό, γινόμαστε αυτόνομα υποκείμενα. Αυτού του είδους η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει, για κείνους που πιστεύουν, ότι ηθική και νομιμότητα σημαίνουν αποκλειστικά υπακοή σε εξωτερικούς κώδικες.

Η υπακοή στο νόμο είναι υποχρεωτική, όταν ακολουθείται από την κρίση ότι ο νόμος είναι ηθικά ορθός και δημοκρατικά νομιμοποιημένος. Στην ανυπακοή, αυτονομία και υπαρξιακή ελευθερία προσωρινά συμπίπτουν. Ο αυτόνομος πολίτης δεν ακολουθεί απλά το νόμο, κρίνει ταυτόχρονα τη «λογική» του νόμου και τη σχέση του με τη δικαιοσύνη.

Πρέπει να προσθέσουμε, ότι η ηθική της ανυπακοής, όπως κάθε ηθική εξ άλλου, μπορεί να διαφθαρεί και να οδηγήσει σε υποκριτικές ή κυνικές χρήσεις, που προωθούν ατομικά συμφέροντα κάτω από το περιτύλιγμα του κοινού καλού. Ο ηθικός έλεγχος του ανυπάκουου είναι σχετικά εύκολος. Η αποδοχή της δυνατότητας της τιμωρίας και η καθολικότητα του αιτήματος (ή η συσχέτιση ενός γενικού αιτήματος με το καθολικό καλό) κρίνουν την ηθική της ανυπακοής. Για τους πλούσιους και τους κυβερνώντες που καταγγέλλουν την «ανομία του όχλου» η τιμωρία είναι άγνωστη και το «κοινό καλό» αποτελεί συνήθως μάσκα του ιδιωτικού συμφέροντος.

Η λυδία λίθος της ηθικότητας της ανυπακοής ισχύει για κάθε σημαντικό ηθικό δίλημμα. Μπορεί το ηθικό καλό που υπηρετεί ο πολίτης ή ο πολιτικός να καθολικευτεί;  Αυτού του είδους ο ηθικός έλεγχος απαντάει στο υποκριτικό «αυτό που έκανα, ήταν νόμιμο και άρα ορθό».  Τίποτε δεν είναι ηθικά ορθό, αν δεν απαντάει στο απλό αυτό ερώτημα: Είναι σωστό, αυτό που θα κάνω, να το κάνει και οποιοσδήποτε άλλος στην ίδια κατάσταση;

Αν η απάντηση είναι ‘Ναι’ τότε προχωράω ακόμη και αν ο νόμος είναι αντίθετος. Αν είναι ‘Οχι’ τότε δεν το κάνω ακόμη και αν είναι νόμιμο. Οι απλοί άνθρωποι ακολουθούν σχεδόν αυτόματα αυτό το ηθικό κριτήριο. Οι ελίτ το αντικαθιστούν με μια ατέλειωτη ηθικολογία. Για τους ισχυρούς, το ιδιωτικό τους συμφέρον είναι ταυτόσημο με τη δημόσια αρετή.

ΠΗΓΗ: tvxs.gr