Γιάννης Νικολόπουλος
Αν η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είχε κάνει όργια στις τηλεοπτικές άδειες και δεν είχε χαρακτηριστικά δείγματα....
«δημοσιογράφων»-πολιτικών στις γραμμές της, θα εδικαιούτο διά να ομιλεί.
«Δεν δικαιούσθε διά να ομιλείτε». Με τη γενική επιστράτευση πασόκων της ελαφρώς καλυτέρας σε σχέση με όσους έχει μαζέψει ο Μητσοτάκης, επί τα χείρω υποστάθμης, που έχει κηρύξει το χρυσό αγόρι της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, ενόψει και του μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε «κάτι άλλο», η φράση είναι, φαντάζομαι, γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της Κουμουνδούρου. Και η πατρότητα της.
Στο θέμα των ΜΜΕ, των κονδυλίων που μοίρασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας «με εντολή Μωυσή», της εν Ελλάδι ασκουμένης δημοσιογραφίας και ενημερώσεως, συγγνώμη, δηλαδή, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται διά να ομιλεί και να σκηνοθετεί, με χαρακτηριστικό, αρπακολλατζήδικο τρόπο, πολιτικά διαφημιστικά σποτ, τάχα και δήθεν για να πλήξει την κυβέρνηση ή τα φιλικά της ΜΜΕ– αλήθεια, το σποτ πόσο κόστισε και ποιος το πλήρωσε; Και αλήθεια και ΜΜΕ, τα οποία, με χέρια και με πόδια, «στηρίζουν ΣΥΡΙΖΑ», δεν έγλειψαν κοκκαλάκι από τα λεφτά που σκόρπισε ο Μητσοτάκης, διά χειρός Πέτσα; Εκτός από τον γνωστό, η ελληνική μετάφραση του τουρκογενούς επιθέτου του, «κηπουρό» μιας συγκεκριμένης σχολής «δημοσιογραφίας», που υποβαστάζει τον Τσίπρα, λες και είναι ο Μαζεστίξ στα κόμικς του Αστερίξ.
Καταρχάς, το σποτ είναι «μισό» και αναληθές - τα κονδύλια Πέτσα για την εκστρατεία του «Μένουμε Σπίτι», «Μένουμε Ασφαλείς» και εντέλει «Μένουμε Μαξίμου» ή και «Μένουμε και Πληρώνουμε σαν Μαλάκες (όλοι οι υπόλοιποι)», δεν δόθηκαν απευθείας σε δημοσιογράφους εργαζομένους στα ΜΜΕ.
Δόθηκαν σε επιχειρηματίες (και δημοσιογράφους…) των ΜΜΕ. Ή, τουλάχιστον, σε όσους εμφανίζονται ως τέτοιοι.
Τους ίδιους, πάνω-κάτω, επιχειρηματίες με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να έχει εκλεκτικές σχέσεις και να χτίσει στέρεες γέφυρες, όσο ήταν στην κυβέρνηση. Ειδικά με εκείνους, στους οποίους έδωσε (ή, έδωσε στο περίπου) με τον γνωστό τρόπο, τηλεοπτικές άδειες. Γιατί στο σποτ δεν πρωταγωνιστεί η καρικατούρα ενός επιχειρηματία και ιδιοκτήτη ΜΜΕ; Από εκείνους που κατά ομολογία τους, είχαν βοηθήσει και την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-προθύμων «ποικιλοτρόπως»;
Εν συνεχεία, το σποτ δεν χτυπά γενικά τους δημοσιογράφους (ή, «δημοσιογράφους») – χτυπά συγκεκριμένες δημοσιογράφους.
Γυναίκες. Ξανθιές. Όχι και τόσο έξυπνες, όπως φαίνεται στο σενάριο της (αντι)πολιτικής διαφήμισης. Γυναίκες με στενή, συγγενική σχέση μέσα στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Και το δημαρχείο της Αθήνας. Θέλετε να το κάνουμε φωτογραφία; Καταλαβαινόμαστε. Από αυτή τη σκοπιά, αναρωτιέται κανείς, μέσα σε όλα, αν το σποτ είναι και σεξιστικό. Τι έχει να πει επ’ αυτού, το πάλαι ποτέ λαλίστατο τμήμα ισότητας του ΣΥΡΙΖΑ; Και οι εκεί βουλευτίνες και πολιτεύτριες του; Γιατί επελέγη ως πρωταγωνίστρια του σποτ, γυναίκα ηθοποιός, να παριστάνει την καρικατούρα γνωστής τηλεπαρουσιάστριας με εξίσου γνωστές επιδόσεις στην παρουσίαση των κυβερνητικών θέσεων; Και μόνο αυτών; Γιατί δεν επελέγη καρικατούρα ανδρός δημοσιογράφου με αντίστοιχες υψηλές επιδόσεις παλαιόθεν, στην ανάγνωση των νεοδημοκρατικών θέσεων και την προβολή των δεξιών απόψεων και αντιλήψεων στην Ελλάδα;
Η ΕΣΗΕΑ ανέβηκε στα κεραμίδια για τον «διασυρμό του δημοσιογραφικού κόσμου» από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ταμείο/σωματείο/συντεχνία δεν θίγεται από τα συστηματικά fake news, δεν θυμώνει για τις συνθήκες-γαλέρας στα ΜΜΕ, δεν διαμαρτύρεται για τον εξευτελισμό του λειτουργήματος, δεν ξιφουλκεί εναντίον του περιεχομένου-υπονόμου σε σάιτ, εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια, δεν εξεγείρεται για το ξέπλυμα βρώμικου και όχι κρατικού χρήματος, στο οποίο επιδίδονται ιδιοκτήτες ΜΜΕ με εφημερίδες, σάιτ και τηλεοπτικούς σταθμούς, δεν έγραψε μια λέξη καταγγελίας για τα ανύπαρκτα σάιτ μαστροπών και νταβατζήδων που πήραν δημόσιο χρήμα, για να διαφημίσουν πρωθυπουργικά ψέματα και κυβερνητικές αθλιότητες και οι ιδιοκτήτες τους, αυτοδιαφημίζονται ως «δημοσιογράφοι», δεν έκρινε σκόπιμο να διαγράψει μέλη της, που αποδέχτηκαν προληπτικές, κυβερνητικές λογοκρισίες και ανέλεγκτες μεθοδεύσεις είτε πριν είτε στη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού, που δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ούτε η ΕΣΗΕΑ δικαιούται διά να ομιλεί περί του θέματος – η σήψη δεν μπορεί να ελέγχει και να καταγγέλλει τη γάγγραινα.
Ορισμένοι σεσημασμένοι την προηγούμενη δεκαετία, για τη σκληρή, εργοδοτική στάση τους, «δημοσιογράφοι», εθίγησαν και αυτοί από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δημοσιεύουν οι ίδιοι, στα σόσιαλ μίντια τους. Ούτε αυτοί δικαιούνται διά να ομιλούν. Συνδικαλιστές της εργατικής αριστοκρατίας και «δημοσιογράφοι» ή αρχισυντάκτες των ρετιρέ, που σε γενικές συνελεύσεις της ΕΣΗΕΑ, το 2014, κραύγαζαν το αμίμητο «Το σωματείο δεν θα κάνει πια απεργίες και συλλογικές συμβάσεις. Το σωματείο θα πρέπει να φέρει λεφτά στο συμβούλιο!», δεν έχουν δικαίωμα στην ευθιξία και την επαγγελματική και προσωπική υπόληψη - ποια λεφτά; Από πού; Από ποιες πηγές; Την ΕΕ; Τους εργοδότες; Διάφορες «άδηλες» προελεύσεις; Χ. Α. τα αρχικά ονόματος/επιθέτου του εν λόγω δεξιού και εργοδοτικού «συνδικαλιστή», με… ευδόκιμη θητεία και στα πειθαρχικά συμβούλια της Ένωσης.
Αντίστοιχα, «δημοσιογράφοι» που συνεργούσαν στις απολύσεις, τις μαύρες λίστες, τις περικοπές και τις ατομικές συμβάσεις, όντας εργοδοτικότεροι των εργοδοτικών και των αφεντικών τους, στα «μαγαζιά» της μνημονιακής δεκαετίας που πέρασε, αλλά δεν τελείωσε, δεν δικαιούνται διά να ομιλούν για το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ – ειδικά όσοι και όσες είχαν και εκλεκτικές ή συγγενικές σχέσεις με αμαρτωλά ταμεία ή γραφεία Τύπου, πχ σε διάφορα υπουργεία Υγείας, Παιδείας, ΚΕΕΛΠΝΟ, ΔΕΚΟ κτλ.
«Δημοσιογράφοι» που χειροκρότησαν και επιδοκίμασαν το μακελειό των απολύσεων «για να πάρουμε ένα πεντακοσάρικο (σ.σ. ευρώ) παραπάνω» (από τα αφεντικά; Ή και όχι μόνο;) δεν δικαιούνται διά να ομιλούν για το σποτ της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Δημοσιογράφοι» που έπαιρναν ειδήσεις στο μαξιλάρι τους, για να εκλεγούν μετά, ευρωβουλευτές και ευρωβουλευτίνες της ΝΔ, και «δημοσιογράφοι» που παραδέχονταν ότι είχαν πάρει εντολές από τις τράπεζες, για να μην αναλύσουν πως το ελληνικό χρέος το 2010 και εντεύθεν, δεν ήταν βιώσιμο, δεν δικαιούνται διά να ομιλούν για το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτοί έγραφαν και γράφουν, δημοσίευαν και δημοσιεύουν «καθ’ υπαγόρευσιν», όπως παραδεχόταν ήδη από τη δεκαετία του 1920, και ο ιδρυτής της «Καθημερινής», Γεώργιος Βλάχος. Το ίδιο και «δημοσιογράφοι» απολογητές της Χρυσής Αυγής, της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΣΕΒ, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και των ιδιωτικοποιήσεων – ξεπουλήματος από τη ΔΕΗ έως την ΕΥΔΑΠ. Ούτε αυτοί έχουν δικαίωμα να επικρίνουν το σποτ της Κουμουνδούρου.
Για το σποτ, όμως του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως τέτοιοι «δημοσιογράφοι» αντέδρασαν. Για να μη θυμηθούμε, όσους έχουν κάνει τα χρήματα της κρατικής διαφήμισης κατά τα προηγούμενα χρόνια, σπίτια στη Νότια Γαλλία ή τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία. Όψιμα ορισμένοι θυμήθηκαν και τους ρεπόρτερ, που δουλεύουν με το κομμάτι, ή τα «μπλοκάκια» ή τους απολυμένους των προηγούμενων ετών – όψιμα και καιροσκοπικά και μικροπολιτικάντικα. Οι ίδιοι ούτε γνωρίζουν, ούτε έχουν καταγγείλει είτε το καθεστώς με το κομμάτι, είτε την τηλεργασία, είτε τα «μπλοκάκια», είτε τις απολύσεις. Ελάχιστοι έχουν στηλιτεύσει, για να επισημάνουμε την επικαιρότητα, και την αθλιότητα των τραπεζών να διεκδικούν τα δεδουλευμένα και τις αποζημιώσεις των εργαζομένων στη χρεοκοπημένη «Ελευθεροτυπία» (έργο… ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων κομμάτων του μνημονιακού τόξου και αυτό, με τις τροποποιήσεις του Πτωχευτικού Κώδικα ως εφαρμοστική διάταξη στο τρίτο μνημόνιο, το 2015). Κατά τα άλλα, τους φταίει η πολιτική και όχι σατιρική, όπως γελοιωδέστατα την υπερασπίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, διαφήμιση. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν γράφει σενάρια για το «Δελφινάριο» - προγραμματίζει, ασκεί, διαβουλεύεται και σκέπτεται και δρα πολιτικά. Εκτός και αν έχουν ζηλέψει τη «δόξα» του Μάρκου του Σεφερλή.
Ταυτόχρονα, εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ, οι της Κουμουνδούρου οφείλουν να ξεκαθαρίσουν, αν ανάμεσα στους δημοσιογράφους που «τα παίρνουν» είναι και στελέχη ή φίλα προσκείμενοι στο κόμμα τους. Βουλευτές, ευρωβουλευτές, αυριανοί συντονιστές και διευθυντές στον όμιλο ΜΜΕ που θέλει, λέει, να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία… Στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν έχουν μάθει (μέσα σε όλα τα άλλα) να παίζουν το παιχνίδι με τις περιστρεφόμενες πόρτες, ανάμεσα στην πολιτική και τη δημοσιογραφία, σωστά και… αμερικάνικα – όπως για παράδειγμα το έχει κάνει ο Τζωρτζ Στεφανόπουλος.
Αυτοί τη στιγμή έχουν βουλευτές και ευρωβουλευτές που ταυτόχρονα ασκούν δημοσιογραφικό έργο (ή, «δημοσιογραφικό» και επιχειρηματικό «έργο») είτε εντός είτε εκτός συνόρων ή και χωρίς σύνορα, γενικά. Και από αυτή τη σκοπιά, δεν δικαιούνται διά να ομιλούν – η γάγγραινα δεν μπορεί να ελέγχει ή να καταγγέλλει τη σήψη.
Ο αποδέλοιπος δημοσιογραφικός και ιδιοκτησιακός κόσμος στα ΜΜΕ, που κατά ομολογία Πέτσα «τα έχει πάρει» από το κράτος και την κυβέρνηση, για να προπαγανδίσει τα διάφορα «Μένουμε», χωρίς πραγματική συμβολή στην καταπολέμηση της πανδημίας, όπως φαίνεται από τις τοπικές αναζωπυρώσεις της, ξεσπάθωσε αντισυριζέικα, αντιτσιπρικά και ορισμένοι τα έβαλαν και με τον Σκουρλέτη, μιας και η σωστή πολεμική εν Ελλάδι γίνεται εναντίον προσώπων και όχι εναντίον καταστάσεων ή γεγονότων! Ούτε αυτοί δικαιούνται διά να ομιλούν – τα καρκινώματα της ελευθεροτυπίας και της ελευθερογνωμίας του στιλ «ό,τι πει το αφεντικό» ή «εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν», δεν μπορούν να ελέγχουν και να καταγγέλλουν τη σήψη ή τη γάγγραινα.
Το σποτ είναι πανάθλιο για όλους τους προφανείς λόγους – ο κυριότερος: είναι ένα πανάθλιο σποτ για μία πανάθλια κατάσταση και συνθήκη, ανάμεσα στην εν Ελλάδι κεντρική, πολιτική σκηνή και την εν Ελλάδι, ασκούμενη δημοσιογραφία και ενημερωτική επιχειρηματικότητα. Το ταγκό της διαφθοράς, της σαπίλας, των fake news «με άνωθεν εντολές», στην κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, ήθελε και θέλει δύο – είτε με κυβέρνηση ΝΔ, είτε με κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Εν κατακλείδι, οι τελευταίοι που μπορούν να μιλούν για τα ΜΜΕ και τον Τύπο στην Ελλάδα, είναι οι του ΣΥΡΙΖΑ – ήταν συναυτουργοί και συνεργοί στο διαρκές έγκλημα, από τη στιγμή που έγιναν και κυβερνώντες διαχειριστές μνημονίου, δεν μπορούν να υποδύονται σήμερα, τους τιμητές. Οι γάτες, τα γατάκια και τα ποντίκια Ιμαλαΐων ακόμη νιαουρίζουν ή βρυχώνται. Και οι «κηπουροί» τους.
Να δούμε, τι θα λένε ορισμένοι, εξ αυτών, είτε στον ΣΥΡΙΖΑ είτε στη ΝΔ, που σήμερα είτε διαμαρτύρονται είτε κατασκευάζουν τέτοια σποτ, αν κατ’ εντολή Βερολίνου, Βρυξελλών και Ουάσιγκτον ή ΣΕΒ, βρεθούν όλοι μαζί και αντάμα, δεξιοί και «αριστεροί», σε έναν μεγάλο, κυβερνητικό συνασπισμό μετά τις πρόωρες εκλογές της απλής δυσαναλογικής, που θα προκηρύξει ο Μητσοτάκης, έντρομος μπροστά στην παράταση της πανδημίας και την οικονομική καταστροφή, που έρχεται με γοργά βήματα. Τότε που θα δρουν και θα κυβερνούν, αγκαλιασμένοι και μονοιασμένοι, νεοδημοκράτες και συριζαίοι, και οι φιλικοί προς αυτούς, «δημοσιογράφοι» της ενσωμάτωσης και της καμαρίλας του Μεγάρου Μαξίμου.
Έως εκείνη τη στιγμή, περιμένουμε υπομονετικά, την ανακοίνωση του ακριβούς ποσού που κάθε ΜΜΕ πήρε, από την κυβέρνηση και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Στέλιο Πέτσα (και, την εσωτερική «διανομή» του, αν αυτή είναι γνωστή). Την ανακοίνωση και τη στιγμή, κατά την οποία ο «αυτοφωράκιας» του Μωυσή από τα Lidl, δεν θα τρώει μόνο ροχάλες, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά και σφαλιάρες στον φρεσκοκουρεμένο σβέρκο του – και από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και από τους «καρχαρίες» ιδιοκτήτες τους, που έχουν ήδη λυσσάξει για την ανισοκατανομή (ήθελαν όλη την πίτα, δική τους). Και πρώτη από όλες τις συμπολιτευόμενες εφημερίδες, η «Καθημερινή» ξαναχτύπησε στο κύριο άρθρο της, και αυτήν την Κυριακή, κάνοντας λόγο για φουρτούνες στα ρηχά, δηλαδή στην… πισίνα των 20.000.000 ευρώ. Τα όργανα για το κεφάλι του Πέτσα και κατ΄επέκταση του Μητσοτάκη, συνεχίζουν…
ΠΗΓΗ: rproject.gr