9 Ιουν 2020

Η αμερικανική «οικολογία του φόβου»


Γιώργος Στάμκος

Μια νέα αστική «οικολογία του φόβου» απειλεί μετατρέψει τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, όχι σε παγκόσμιες μητροπόλεις αλλά σε ανεξέλεγκτους «ζωολογικούς κήπους» και σε πεδία μάχης ακήρυχτων εμφυλίων πολέμων.


Καθώς η ελίτ της δύναμης, του πλούτου και της διανόησης μεταναστεύει σταδιακά στις «ηλεκτρονικές πόλεις» του διαδικτύου ή μετατρέπεται σε υπερκινητικούς νομάδες, και η μεσαία τάξη αγωνίζεται να κατοχυρώσει “ασφαλείς” περιοχές στα προάστια ή στο πανάκριβο κέντρο των πόλεων, εκατοντάδες εκατομμύρια κάτοικοι των μεγαλουπόλεων βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαθλίωσης επιβιώνοντας κυριολεκτικά με τα απόβλητα της ανάπτυξης ή τις με ελάχιστες κοινωνικές παροχές. Αποκλεισμένοι για λόγους οικονομικούς, ρατσιστικούς και (προσφάτως λόγω της πανδημίας Covid-19) και υγειονομικούς, από τους καρπούς της παγκοσμιοποιημένης ανάπτυξης, που διανέμεται άνισα στους κόλπους μιας εξαιρετικά διχασμένης κοινωνίας, όπως είναι η σημερινή Αμερική του Τραμπ. Είναι μια εύφλεκτη δεξαμενή οργής και αρκεί μια σπίθα, όπως η στυγνή και άδικη δολοφονία από λευκό αστυνομικό του αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ, ώστε να ξεσπάσει σε φωτιά, θυμίζοντας τα βαθιά εσωτερικά προβλήματα της Αμερικής, η οποία ασκεί την ηγεμονία στο πλανήτη μας και θέλει να αυτοπροβάλλεται ως χώρα-πρότυπο για τις υπόλοιπες.

Το νέο αόρατο «Τείχος του Αίσχους»

Οι πόλεις μας γενικώς αλλάζουν μορφή και μεταμορφώνονται σε μεταπόλεις, σε γαλαξίες μεμονωμένων οικιστικών ζωνών, με ευδιάκριτα όρια και χωρίς επαφή μεταξύ τους. Νέα ορατά και αόρατα τείχη κτίζονται παντού, ειδικά στην διχασμένη και ταξικά διαχωρισμένη Αμερική. Το παραδοσιακό κέντρο παύει να κατοικείται και μετατρέπεται σε έδρα εμπορικών επιχειρήσεων, γραφείων και χώρων διασκέδασης, ενώ οι λίγες γειτονιές-οάσεις που κατοικούνται, τείνουν να είναι πανάκριβες, ώστε να φιλοξενούν μόνο από πλούσιους ή τουρίστες μέσω airbnb. Τεράστιες μικρομεσαίες ή λαϊκές συνοικίες υποβαθμίζονται, μετατρέπονται σε γκέτο μεταναστών, φτωχών, εξαρτημένων, άρρωστων, άνεργων και άστεγων –«Αν οι Ναζί γνώριζαν τη σύγχρονη πολεοδομία, θα είχαν μετατρέψει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε συγκροτήματα άθλιων τσιμεντένιων κτιρίων με φτηνό ενοίκιο», υποστηρίζουν οι επικριτές της σύγχρονης πολεοδομίας του φόβου. Οι μικρομεσαίοι και όσοι επιβιώνουν χάρη στις κοινωνικές παροχές και στο παραμελημένο δημόσιο σύστημα υγείας, κατοικούν γύρω από το κέντρο και σε μια ζώνη μερικών χιλιομέτρων από τα εμπορικά κέντρα και κοντά σε σούπερ-μάρκετ. 
Οι προνομιούχοι μετακινούνται στις περιφραγμένες «νησίδες» των προαστίων, όπου ζουν με σχετική ασφάλεια χάρη στους ψηλούς περιβόλους, στην ιδιωτική αστυνομία, στις κάμερες και στα άλλα υψηλής τεχνολογίας συστήματα παρακολούθησης.

Η συντηρητική, ξενόφοβη και νεοελιτίστικη Community

Σε ολόκληρη την Αμερική και την Ευρώπη η μεσαία και η ανώτερη τάξη έχει εγκαταλείψει προ πολλού το κέντρο κι έχει μετακινηθεί σε δορυφορικές πόλεις-ξενοδοχεία, στις λεγόμενες «Περιφερειακές Πόλεις», στις οποίες και μετακινήθηκαν σταδιακά (ελκυόμενα από το χρήμα) τα εμπορικά κέντρα ποιότητας, τα ψυχαγωγικά πάρκα και οι «hi-tech» επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Στην ουσία όμως πρόκειται για κλειστούς θυλάκους πλούτου, που πολιορκούνται από τη φτώχεια, το χάος και την απόγνωση. Υποτίθεται “νόμιμοι” Αμερικανοί, απέναντι σε μια θάλασσα παρανομίας και εγκληματικότητας.

Στις παρυφές ορισμένων αμερικανικών πόλεων έχουν δημιουργηθεί ολόκληρες ιδιωτικές πόλεις «υψίστης ασφαλείας», για να εισέλθει κανείς στις οποίες, θα πρέπει να έχει ειδική άδεια, πρόσκληση ή «διαπιστευτήριο» από κάποιον ευυπόληπτο κάτοικό τους, κοντολογίς δεν υπάρχει θέση για απρόσκλητους επισκέπτες. Αυτές οι πόλεις, όπως π.χ. η Celebration City που κατασκεύασε στη Φλόριντα η Disney, έχουν μετατραπεί σε περίτεχνους μηχανισμούς παραγωγής «Ροταριανών», δηλαδή πολιτικοποιημένων μελών της κοινότητας, καθώς και ζηλωτικών θρησκευτικών και προσκοπικών ομάδων. Αποχαιρετώντας την «κοινωνία των πολιτών», την οποία ποτέ δεν γνώρισε πραγματικά, η Αμερική του 21ου αιώνα αρχίζει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τον όρο Κοινότητα (Community), ο οποίος έχει προσλάβει συντηρητικές, «πατριωτικές», ξενόφοβες και νεοελιτιστικές διαστάσεις.

Το σωφρονιστικό «Γκουλάγκ» της Αμερικής

Η αμερικανική οικολογία του φόβου, εκτός από τα πολυάριθμα γκέτο των μειονοτήτων, των φτωχών και των αποκλεισμένων, τις «ζώνες ανάσχεσης αστέγων» κ.α. έχει δημιουργήσει και μια περίτεχνη αρχιτεκτονική αποκλεισμού, προκειμένου να κρατήσει σε απόσταση ασφαλείας τα εκατομμύρια των ανεπιθύμητων, των «επικίνδυνων», των αποτυχημένων και των απόβλητων του αμερικανικού «παραδείσου». Για τα εκατομμύρια μάλιστα των ποινικά κολασμένων έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία σωφρονισμού, ένα «αμερικανικό Γκουλάγκ», προορισμένο για δύο εκατομμύρια Αμερικανούς. Κάθε χρόνος που περνάει ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών, που τελεί υπό κράτηση, σπάει ακόμη ένα αρνητικό ρεκόρ.

Το 1971, επί προεδρίας Νίξον, το σύνολο των κρατουμένων στις φυλακές των ΗΠΑ έφτανε στις 325.000. Το 1980, κατά τη λήξη της θητείας του Κάρτερ, έφθασε στις 468.000. Το 1988, με το τέλος της θητείας του Ρέιγκαν και του «αντιναρκωτικού πολέμου» του, ο αριθμός των κρατουμένων στις ΗΠΑ ξεπέρασε το 1.000.000. Το 1992, στο τέλος της προεδρίας του πρεσβύτερου Μπους, ο αριθμός των εγκλείστων εκτινάχθηκε στα 1.300.000. Το 1997, επί Κλίντον, οι κρατούμενοι είχαν φθάσει στο 1.700.000. Και τον Ιούνιο του 2001, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το σύνολο των κρατουμένων στις φυλακές της χώρας ήταν 1.965.495, μια αύξηση κατά 1,6% σε σχέση με το 2000. Ο αριθμός αυτός είναι ίσος με τον πληθυσμό της πολιτείας της Νεβάδα! Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως ένας αριθμός περίπου 30 εκατομμυρίων Αμερικανών πολιτών, δηλαδή σχεδόν το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, είναι υπόδικο, διαθέτει ποινικό μητρώο, ή είναι με αναστολή ή αποφυλακισμένο με περιοριστικούς όρους, με άλλα λόγια δεν είναι ελεύθερο.

Υπολογίζεται, πως πάνω το 50% των εγκλείστων σχετίζεται με αδικήματα της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Αξιοσημείωτο επίσης είναι, πως στη φυλακή βρίσκεται το 13,4% του πληθυσμού των μαύρων ανδρών ηλικίας από 25-29 ετών, ενώ για τους ισπανόφωνους το ποσοστό αγγίζει το 4,1% και για τους λευκούς μόλις το 1,8% –ένα νέο «αμερικανικό απαρτχάιντ». Χωρίς υπερβολή το σημερινό «Γκουλάγκ» της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να συγκριθεί κάλλιστα σε αριθμούς με το Σοβιετικό Γκουλάγκ επί Στάλιν!

Το τέλος της ιδιωτικής ζωής;

Εκτός από την πολεοδομία του φόβου, με τη βοήθεια της οποίας κρατούνται μακριά οι ανεπιθύμητοι, η αμερικανική ελίτ, η οποία διαχειρίζεται και μια χώρα που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες μια σειρά από αντισυμβατικά μέσα με στόχο τον έλεγχο των μαζών. Είναι άλλωστε εκπαιδευμένη πάνω σ’ αυτό ήδη από τη δεκαετία του 1950 με την έντεχνη καλλιέργεια του «κομουνιστικού φόβου» στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε κι εξελίχθηκε στην εκστρατεία κατά των ναρκωτικών της δεκαετίας του 1980, η οποία έδωσε αφορμή για μια σειρά επεμβάσεις κυρίως στο χώρο της Λατινικής Αμερικής. Και σήμερα ο προπαγανδιστικός μηχανισμός των ΗΠΑ χρησιμοποιείται τόσο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, όσο και να διαφημίσει τη χώρα ως «υπόδειγμα» δημοκρατίας και «φάρο» της ελευθερίας, άσχετα αν το 1/3 του πληθυσμού της είναι αποκλεισμένο κοινωνικά ή υπό κράτηση.

Με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας οι ΗΠΑ μεταμορφώθηκαν σταδιακά σε αστυνομικό κράτος, σε «φρούριο» υπό πολιορκία. Στα πλαίσια μάλιστα του Πατριωτικού Νόμου, που θεσπίστηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, μπορούν να συμβούν στις ΗΠΑ πράγματα που προηγουμένως φάνταζαν αδιανόητα, όπως συλλήψεις με συνοπτικές διαδικασίες, υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και e-mails, ανάγνωση δεδομένων προσωπικών υπολογιστών, παρακολούθηση του «ιδεολογικού προφίλ» του υπόπτου π.χ. τι είδους βιβλία διαβάζει κ.α. Αυτό που κάνει εντύπωση, είναι, πως οι Αμερικανοί πολίτες δέχονται χωρίς αντιδράσεις τον περιορισμό των ελευθεριών τους με πρόσχημα τη δήθεν αύξηση της ασφάλειας τους. Για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτό έχει οδηγήσει και στο τέλος της ιδιωτικής ζωής.

Ο πόλεμος της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας κατά της τρομοκρατίας έβαλε τα θεμέλια για νέες υψηλής τεχνολογίας μεθόδους, με τις οποίες η ασφάλεια θα εντοπίζει τους ενδεχόμενους τρομοκράτες, προτού πραγματοποιήσουν τις επιθέσεις τους, κάτι αντίστοιχο με το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας Minority Report, που βασίστηκε σε ομώνυμο διήγημα που έγραψε το 1956 ο δυστοπικός Φίλιπ Κ. Ντικ. Ο γνωστός Αμερικανός σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο οποίος σκηνοθέτησε και αυτή την ταινία, λέει χαρακτηριστικά: «Αυτή τη στιγμή αναπτύσσουν ένα ειδικό Software, το οποίο θα προβλέπει την ανθρώπινη συμπεριφορά και θα μπορεί να εντοπίσει τους τρομοκράτες στο αεροδρόμιο. Αυτό που ψάχνουν, είναι για ανωμαλίες στη συμπεριφορά. Έχοντας καταγράψει το πως συμπεριφέρονται κατά μέσον όρο οι άνθρωποι, όταν απλά περπατούν στο δρόμο, θα μπορούν στη συνέχεια, κάνοντας συγκρίσεις, να εντοπίζουν αυτούς που η συμπεριφορά τους είναι διαφορετική». Το συμπέρασμα βγαίνει αμείλικτο: η διαφορετικότητα, η ιδιαιτερότητα και η αποκλίνουσα συμπεριφορά θεωρείται πλέον επικίνδυνη, μια απειλή για το εύθραυστο οικοδόμημα της αυτοκρατορικής «δημοκρατίας» των ΗΠΑ.

Η ανασφαλής ελίτ και το φοβισμένο «κοπάδι»

Αποτελεί κοινό μυστικό, πως η εξουσία, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες, οφείλει να κρατά τους πολίτες αρκετά φοβισμένους, γιατί αν δεν φοβούνται και δεν τρέμουν για όλων των ειδών τα κακά που μπορούν να πέσουν πάνω στα κεφάλια τους (κακά που προέρχονται από έξω ή από μέσα ή ακόμη κι από το διάστημα) τότε ίσως αρχίσουν να Σκέφτονται. Αυτό θεωρείται από την ελίτ εξαιρετικά επικίνδυνο, διότι θεωρεί, πως το «ζαλισμένο κοπάδι» δεν έχει την ικανότητα να Σκέφτεται. Γι’ αυτό και πρέπει να φοβάται εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς. Ο φόβος είναι άγνοια και η άγνοια ευτυχία. Το «ζαλισμένο κοπάδι» επιτρέπεται να είναι ευτυχισμένο, όχι όμως ελεύθερο.

Στη σημερινή Αμερική η διακυβέρνηση Τραμπ και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας τροφοδοτούν το φόβο στους πολίτες, εκμεταλλευόμενοι τη λανθάνουσα φυλετική ένταση, που υφέρπει στα γκέτο των μειονοτήτων των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Στην Ευρώπη αντίστοιχοι φόβοι τροφοδοτούνται από την παρουσία των πολυάριθμων μεταναστών. «Κρατήστε τους κλειδωμένους μέσα, για να μπορούμε να βγαίνουμε έξω!», ήταν το σύνθημα της σουηδικής κεντροδεξιάς το 1991. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται απλά για τον φόβο του Άλλου ή ακόμη για το φόβο του θανάτου. 
Πρόκειται για το «φόβο της απώλειας» των προνομίων, καθώς μια προνομιούχα αλλά ανασφαλής ελίτ, προσπαθεί να ελέγξει μια όλο και πιο δυσαρεστημένη μεσαία τάξη και μια τεράστια μάζα εξαθλιωμένων, των οποίων η απόγνωση τους σπρώχνει συχνά στην παρανομία και στην εγκληματικότητα.

Η αξιολύπητη Αμερική

Για τους λιγοστούς σκεπτόμενους πολίτες, που ασχολούνται σήμερα με την ουσία της Πολιτικής, είναι γνωστό πως δεν υφίσταται πλέον μόνο ο «οριζόντιος» πολιτικός διαχωρισμός π.χ. Αριστερά-Δεξιά, αλλά και ο «κάθετος»: ελίτ-μάζες. Μέσα στην αυτοϊκανοποίηση, στη μαλθακότητα και στη δογματική εμμονή της πάνω στην «αιώνια» και «υπεράνω όλων» αποστολή της, η ελίτ της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας έχει απομακρυνθεί από την κοινωνία κι έχει χάσει την επαφή της με την πραγματικότητα. Και αυτό γιατί έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στην ισχύ της και υποτιμά τις μάζες ως ανίκανες να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Όμως αυτό δεν μπορεί να αποτρέψει τις εναντίον της εξέγερση των δυσαρεστημένων λαϊκών στρωμάτων, όπως συμβαίνει και τώρα, με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.

Όπως γράφει ο Fintan O'Toole: "Για πάνω από δύο αιώνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προκαλέσει ένα πολύ ευρύ φάσμα συναισθημάτων στον υπόλοιπο κόσμο: αγάπη και μίσος, φόβο και ελπίδα, ζηλοφθονία και περιφρόνηση, δέος και θυμό. Αλλά υπήρχε ένα συναίσθημα που ποτέ δεν κατευθυνόταν προς τις ΗΠΑ μέχρι τώρα: η λύπηση. Ωστόσο, τα κακά πράγματα συμβαίνουν και στις περισσότερες πλούσιες δημοκρατίες. Είναι δύσκολο πλέον να μην λυπάσαι τους Αμερικανούς. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ψήφισαν τον Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Ωστόσο, είναι εγκλωβισμένοι με έναν κακοήθη ναρκισσιστή (σ.σ. Πρόεδρο) ο οποίος, αντί να προστατεύει τον λαό του από την Covid-19, ενίσχυσε τη θνησιμότητά του. Η χώρα που ο Τραμπ υποσχέθηκε να κάνει και πάλι μεγάλη, δεν ήταν ποτέ στην ιστορία της τόσο αξιολύπητη...”

*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος

Πηγή: tvxs.gr