25 Απρ 2020

Τι να τα κάνουν τα ρομπότ, όταν έχουν εμάς;


Ben Franklin Liberty Quote and Ben Franklin On Liberty & Security | Quotes And Scriptures – DAILY QUOTE IMAGE

(Σε ελεύθερη μετάφραση: “Οποιαδήποτε κοινωνία παραχωρήσει στοιχειώδεις ελευθερίες για προσωρινή ασφάλεια, δεν αξίζει να έχει τίποτε από τα δυο και τελικά θα χάσει και τα δυο”)

Με τις θεωρίες συνωμοσίας να κάνουν πάρτι αυτές τις μέρες, θαρρεί κανείς πως το ανθρώπινο είδος έσκασε σε τοίχο ή πάτησε νάρκη. Οπότε, ας γυρίσουμε...


εκεί που αρχίσαμε, στα νοσοκομεία. Κάτι σαν …ανακεφαλαίωση, πριν ανοίξουν πάλι τα σχολεία.

To 1974 στο NHS υπήρχαν 400.000 κλίνες, το 1980 350.000, το 1988 299.500 και τώρα είναι 141.000.

Φυσικά, στο διάστημα αυτό ο βρετανικός πληθυσμός αυξήθηκε.

Τα θετικά είναι η σχετική αύξηση των κρεβατιών ΜΕΘ (που πάλι είναι λίγες) και οι λιγότερες μέρες που απαιτούνται, να νοσηλευτεί κάποιος.

Για την αποτελεσματικότητά τους ανά τα χρόνια, η συζήτηση είναι σαφώς πολυπλοκότερη.

Η δε πληρότητα των κρεβατιών υπερβαίνει το 90% τα τελευταία χρόνια (80% η εντατική), σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του NHS, δηλαδή τα νοσοκομεία είναι σχεδόν γεμάτα· τα μεσάνυχτα παρακαλώ. Δηλαδή, στη διάρκεια της μέρας, υπάρχουν περισσότερα προβλήματα. Για την Αγγλία μπορεί να το επεκτείνει περαιτέρω σαφέστατα ο Ηλίας.

Πάντως, στις ΗΠΑ, όσοι έχουμε πάει στα νοσοκομεία, έχουμε δει ουκ ολίγες φορές ασθενείς στους διαδρόμους (Τι, νομίζατε, ότι είναι… ελληνικό φαινόμενο;).

Νομίζω, κιόλας, ότι τον Μάιο θα ανακοινωθεί η πληρότητα του Μαρτίου, έτσι ώστε να γίνουν κάποιες πρόχειρες συγκρίσεις, για τις αρχικές επιπτώσεις του κορονοϊού στα βρετανικά νοσοκομεία.

Το είπαμε στην αρχή της επιδημίας, αυτό ήταν το “flatten the curve”, να μην πέσουμε όλοι μαζί στα ελάχιστα κρεβάτια.

Επίσης, κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, πόσοι άνθρωποι με χρόνια νοσήματα έχουν χάσει τις ζωές τους ή χρόνια από τις ζωές τους αυτές τις μέρες, που επικρατεί κομφούζιο.

Άκουσα καρδιολόγο χθες να λέει, ότι έχει πάνω από 10 μέρες να τον πάρουν ασθενείς του τηλέφωνο και αναρωτιέται, αν θεραπεύτηκαν.

Δηλαδή, κάποιος κόπανος πρέπει να αναρωτηθεί, γιατί εφαρμόστηκαν όλα αυτά τα μέτρα ταυτόχρονα σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, ανεξαιρέτως αν μια χώρα είχε 1, 10 ή 1000 κρούσματα.

Ξέρω, ότι πολλοί στις ΗΠΑ λένε, ότι ο Trump άργησε, αλλά νομίζω πως ξεχνάμε, ότι στο παρελθόν οι ΗΠΑ ούτε που ενδιαφέρονταν αν θα πεθάνουν καμιά 100αριά χιλιάδες από χολέρα.

Δεν κλειστήκαμε στα σπίτια, ούτε όταν 4 αεροπλάνα έκοβαν βόλτες, λίγο πριν τα 2 σφηνωθούν στους Δίδυμους Πύργους, το 1 στο Πεντάγωνο και το άλλο καταρριφθεί προτού σφηνωθεί, μάλλον, στον Λευκό Οίκο.

Ούτε καν όταν παίχτηκε το σενάριο βιολογικού πολέμου. Ποιος θυμάται την παράνοια με τους μολυσμένους φακέλους;

Ούτε καν τότε, δηλαδή, δεν επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας, που ακούγαμε αεροπλάνο και δεν ξέραμε αν έρχεται κατά πάνω μας.

Είναι, επίσης, πραγματικά απίστευτο, πόσο γρήγορα πειθάρχησαν όλα τα ΜΜΕ στις εντολές για κλείσιμο των καταστημάτων, όταν έκλεινε ένα (ένα, όμως) εστιατόριο λόγω απεργίας και ούρλιαζαν 24/7 για τη ζημιά στην οικονομία.

Μιλάμε για δημοσιογράφους που πέθαιναν άνθρωποι από αυτόματα και ζητούσαν ψυχραιμία (εκεί φτάσαμε ρε, να φοβόμαστε περισσότερο ένα μικρόβιο από ένα πολυβόλο, κατάντια).

Βέβαια, οι ψηφοφόροι, όταν πάνε στις εκλογές να ασκήσουν το …δημοκρατικό τους δικαίωμα, δεν έχουν στο κεφάλι τους την Υγεία ή την …Δημοκρατία. Ούτε να αποδώσουν δικαιοσύνη, για όσα συνέβησαν αυτές τις μέρες ή όσα συμβούν τις επόμενες.

Τρία είναι τα κύρια θέματα στην ατζέντα των εκλογικών αναμετρήσεων. Και τρία θα είναι, όσο δεν αλλάζουμε μυαλά.

Φόροι, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας (κάπως έτσι προέκυψε η ρήση, πως «αν η λύση για τον κόσμο είναι περισσότερα λεφτά και περισσότερες δουλειές, τότε το πρόβλημα πρέπει να είναι πολύ ηλίθιο»).

Δεν νομίζω, ότι έχει υπάρξει έστω ένας πρόεδρος ή πρωθυπουργός, που να εκλέχθηκε με προεκλογικό σύνθημα «περισσότερα νοσοκομεία». Ever.

Εδώ χειροκροτάτε. Στα μπαλκόνια.

Και δεν βγάζετε άχνα για τις “injections of disinfectant” (ενέσεις με απολυμαντικά) και την έκθεση σε υπεριώδεις λάμπες του Trump, γιατί ο κάθε λαός έχει τον ηγέτη που του αξίζει.

Υπάρχουν μεν φωνές κατά του καπιταλισμού (πολλές μάλιστα), αλλά δεν ξέρω, κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για ανατροπές και άλλα τέτοια ωραία, ακόμα και τώρα που οι άνεργοι ξεπέρασαν τα 26 εκατομμύρια, αφού προστέθηκαν άλλα 4 εκατομμύρια την τελευταία βδομάδα.

Αυτό είναι και το τραγικό. Όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, βλέπουμε τον Martin Luther King, τον Mark Twain, τον Benjamin Franklin, τον Keanu Reeves (κιχ έτσι) ή τον Κολοκοτρώνη, αλλά ποτέ δεν βλέπουμε τον Trump και τον Μητσοτάκη.

Μπορεί το σύστημα με τους εκλέκτορες να σημαίνει, ότι δύσκολα θα εκλεχθεί στις ΗΠΑ κάποιος αντιδραστικός υποψήφιος, όμως αυτό δεν σημαίνει κιόλας, ότι θα θέλαμε στον Λευκό Οίκο και τον …Λένιν.


Απρόβλεπτα συναισθήματα ο φόβος και η απελπισία, βέβαια, αλλά μάλλον μπορούν και να χειραγωγηθούν όπως έχει αποδείξει η Ιστορία. Άπειρες φορές.

Προσωπικά, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι εκμεταλλεύονται (ξανά) μια κατάσταση, για να περάσουν στα μουλωχτά άλλες.

Λες και πχ θέλουν να μας συνηθίσουν στην ιδέα, ότι ο θάνατος θα καραδοκεί σε κάθε γωνιά.

Και όλη αυτή η βαβούρα και η διαρκής τρομοκρατία δεν επιτρέπει σε καμία λογική φωνή να ακουστεί, ενώ ελάχιστοι βλέπουν, ότι δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για τις φαρμακοβιομηχανίες, για εκτεταμένες κλινικές δοκιμές φαρμάκων (κατά τ’ άλλα σοκαρίστηκαν οι Γάλλοι πριν κάμποσες μέρες, όταν υπουργός πρότεινε να δοκιμάσουμε φάρμακα για τον κορονοϊό στους Αφρικανούς), ενώ φυσικά κάποιοι θα βγάλουν δισεκατομμύρια (μην είναι και τρισεκατομμύρια) δολάρια απ’ όλο αυτό.
Ήδη κάποιοι κανονισμοί, που αφορούσαν τη χρήση ή δοκιμή φαρμάκων, παραβλέπονται αυτές τις μέρες λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Γιατί όπως οι οπλοβιομηχανίες χρειάζονται τους πολέμους για να πουλήσουν όπλα, έτσι και οι φαρμακευτικές χρειάζονται …αρρώστιες, για να πουλήσουν φάρμακα.

Μην ξεχνάμε, ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, που αποφασίζει αν θα κηρύξει ή όχι πανδημία, κατά 80% στηρίζεται οικονομικά από τις δωρεές των φαρμακοβιομηχανιών και των πολυεθνικών.

Και επειδή μας διαβάζουν και πολλοί χαζοί, που θα νομίζουν ότι ο ιός είναι εργαστηριακός και των Μασόνων ή ότι τα εμβόλια (που αύξησαν το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής) περιέχουν μικρές μηχανές, που θα καταλάβουν τον ανύπαρκτο εγκέφαλό μας, να διευκρινίσουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι δεν λέμε τίποτα λιγότερο ή τίποτα περισσότερο, απ’ αυτό που ξεστόμισε ο παραιτηθείς CEO φαρμακοβιομηχανίας πριν χρόνια: «αν η δουλειά μας ήταν η θεραπεία των ασθενειών, τότε η δουλειά μας θα ήταν να οδηγήσουμε τους εαυτούς μας στην ανεργία».

Δεν είναι όλα μαύρο άσπρο στη ζωή, αλλά πολλές αποχρώσεις του …γκρι. Ή ανάλογα το χρώμα του χρήματος.

Ας μην ξεχνάμε, ότι η επιστήμη οδήγησε κάποτε στην ευγονική (που έκανε τα πρώτα βήματά της στις ΗΠΑ πριν μεταπηδήσει στη Γερμανία δεκαετίες αργότερα) ως βιώσιμη λύση για τις ασθένειες των φτωχών ανθρώπων και το «υψηλό» κόστος της περίθαλψής τους.

Ο λόγος που συμβαίνουν όλα αυτά, είναι επειδή δεχόμαστε ένα κοινωνικό πλαίσιο που βάζει τα κέρδη πάνω απ’ τους ανθρώπους, που μετέτρεψε όλες τις ανθρώπινες ανάγκες σε επαγγέλματα/οικονομικές δραστηριότητες.

Το πρόβλημα της καραντίνας, άλλωστε, είναι κυρίως ο βιοπορισμός των ανθρώπων, που πρέπει να ξαναβγούν να δουλέψουν, για να μην πεθάνουν από την πείνα· τουλάχιστον αυτό πιστεύουμε εμείς, ότι δουλεύουμε για να ζούμε.

Εκατομμύρια άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν υποχρεώσεις 3-4 μηνών έχοντας στη τσέπη τους 1.200 δολάρια, που δεν φτάνουν ούτε για το φαγητό τους.


(Σε ελεύθερη μετάφραση: Δεν επιχειρούν να ανοίξουν την οικονομία για να τη σώσουν. Το ξέρουν, ότι δεν μπορούν να τη σώσουν. Θέλουν να ανοίξουν την οικονομία για να σώσουν τον καπιταλισμό, γιατί, αν η κυβέρνηση υποχρεωθεί να διαμοιράσει υλικούς πόρους, ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση μας, τότε ξέρουν, ότι κανένας μας δεν θα ήθελε μετά να γυρίσει πίσω, σ’ αυτό που είχαμε)

Όχι, το πρόβλημα δεν είναι, ότι δουλεύουμε επειδή το φαγητό, τα φάρμακα, η στέγη τα πάντα τιμολογούνται (με γνώμονα πάντα το ιδιωτικό κέρδος) ή που στερούμαστε ελευθερίες.

Το πρόβλημά μας είναι, ότι δεν μας αφήνουν να πάμε να δουλέψουμε και σε καμία περίπτωση δεν μιλάω υπέρ της καραντίνας, άλλωστε κατ’ εμέ η καραντίνα είναι άχρηστη. Εντελώς.

Δηλαδή, κάθε φορά που θα εκδηλώνεται ένας ιός, θα κλεινόμαστε σπίτια μας;

Και αν το εμβόλιο κάνει 10 χρόνια;

Και για ποιο λόγο δεν μπορεί να πάει κάποιος στο πάρκο ή στην παραλία, εφόσον κρατήσει αποστάσεις;

Και τι γίνεται, όταν κλείνονται 6 άνθρωποι σε 50 τετραγωνικά με τον έναν να είναι φορέας μετά από λίγες μέρες, επειδή έπρεπε να πάει στο σούπερ μάρκετ;

Φυσικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν απαντάται. Βασικά, μια είναι πάντα η απάντηση: «αν δεν το κάνουμε, θα πεθάνουμε», λες και αυτό δεν θα συμβεί ούτως ή άλλως.

Και τώρα θα μας στείλουν -κάποιους- για δουλειά, για να υπενθυμίζουμε στους υπόλοιπους, ότι πρέπει να δουλέψουμε γιατί αλλιώς θα …πεθάνουμε. Λες και αυτό δεν θα συμβεί, ούτως ή άλλως.

Αντί το αίτημα μας να είναι «τροφή, νερό, στέγη, ηλεκτρισμός κτλ δωρεάν για όλους, για πάντα», ώστε να μην μας αγχώνει ένας γαμω-ιός, εμείς συνεχίζουμε το δόγμα «δώστε μας λεφτά και πάρτε μας και την ψυχή».

Βαρέθηκα, να λέμε για τον καπιταλισμό και να πλησιάζουμε με μαθηματική βεβαιότητα στο σενάριο, όπου η μόνη διαθέσιμη επιλογή θα είναι να τον ρίξουμε. Βέβαια, όταν αναγκαστούμε να το κάνουμε, θα έχουμε παραλάβει και ένα κόσμο να τον πιείς στο ποτήρι.

Τελικά όλη η ζωή μας περιστρέφεται πλέον γύρω από το οικονομικό ρίσκο.

Και στο τέλος ο χαμένος τα παίρνει όλα, ο βλάκας τα παίρνει όλα παραμάζωμα.

Και αν τελικά ο κορονοϊός επανέλθει δριμύτερος το φθινόπωρο ή δεν σταματήσει το καλοκαίρι (αν και οι πρώτες έρευνες δείχνουν ότι ο ζεστός ήλιος τον αδρανοποιεί σε δευτερόλεπτα), δεν θέλει και πολύ μυαλό να καταλάβει κανείς τι έχει να συμβεί.

Η μόνη διαφορά είναι, ότι θα τον έχουμε συνηθίσει, αφού πραγματικά μας κουράσανε αυτές οι μέρες και μάλλον αυτό ήταν το κόλπο:

Να δεχόμαστε τα πάντα, αδιαμαρτύρητα.

Μετά μου λένε κάποιοι, ότι έρχονται τα ρομπότ. Να τα κάνουν τι, όταν έχουν εμάς;

Με εκτίμηση,

Άρης

Υ.Γ.1 Ο John Cho, ηθοποιός, σε συνέντευξή του είπε μερικά πράγματα, με τα οποία ταυτίζομαι. Είπε, για παράδειγμα, ότι οι γονείς του (Νοτιοκορεάτες) του έλεγαν συνέχεια, όταν δεχόταν προσβολές για το χρώμα του κτλ ότι, αν δουλέψεις σκληρά και συμπεριφέρεσαι σαν τους άλλους, μια μέρα θα γίνεις Αμερικάνος ή δεν θα σε ξεχωρίζουν πλέον. Δηλαδή, η πεποίθηση ήταν, ότι, όταν θα γίνουν αρκετά «Αμερικάνοι», όλα αυτά θα σταματήσουν. Και τώρα με τον κορονοϊό οι Asian Americans δέχονται ξανά ρατσισμό. «Μου υπενθυμίζει για άλλη μια φορά, ότι η ένταξη/παρουσία μας στην κοινωνία είναι υπό όρους».

Υ.Γ.2 Από άλλο ένα βιβλίο που ακούστηκε αυτές τις μέρες. “Βρισκόμουν στην κορυφή του λόφου της Ακρόπολης, ανάμεσα σε εκατοντάδες τουρίστες που περιδιάβαιναν τα θαυμάσια ερείπια της κλασσικής Ελλάδας. Έστρεψα το βλέμμα από τον Παρθενώνα και κοίταξα από ψηλά τη σύγχρονη Αθήνα που απλωνόταν μπροστά μου. Η θέα, που καλυπτόταν από μια αποκρουστική στιβάδα καυτού καλοκαιρινού νέφους, μου θύμισε φυσικά και το Los Angeles, όπως το βλέπει κανείς από την κορυφή του Lookout Mountain στους λόφους του Χόλυγουντ. Μια αγενής υπενθύμιση, ότι βρίσκομαι στον 20ό αιώνα και πως η πόλη εκεί κάτω (η Αθήνα), με τους βρώμικους, θορυβώδεις, δρόμους της και την οικονομική της εξάρτηση από τους πλούσιους τουρίστες, είχε πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία με την Τιχουάνα του Μεξικού και τον Τρίτο Κόσμο, παρά με την παρελθούσα μορφή της, ως μητρόπολη του κάποτε υψηλότερου πολιτισμού στον κόσμο. Κάπως λυπημένος από τη διαπίστωση αυτή κατέβηκα στην Πλάκα, μια περιοχή στις πλαγιές του λόφου γεμάτη με ταβέρνες, ταπεινά εστιατόρια και παραπήγματα που πουλούσαν σουβενίρ, και ήπια μισό λίτρο ρετσίνα, ένα ελληνικό κρασί που είναι καλύτερο να το πίνει κανείς, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Η Πλάκα ήταν γεμάτη τουρίστες, μικροεμπόριο, μουσική και θόρυβο. Μπορεί να έφταιγε η ρετσίνα, αλλά οι ύστεροι Έλληνες μου έμοιαζαν χαρούμενοι άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή και ζούσαν το παρόν τους με μεράκι, αποτυπώνοντας σκέψεις μιας χαμένης Χρυσής Εποχής στους τουρίστες από μέρη μακρινά, σαν του λόγου μου. Μετά όμως προχώρησα προς το ξενοδοχείο μου μέσα από τον θόρυβο της κίνησης και τον κακόγουστο, τριτοκοσμικό μοντερνισμό της πόλης και, όταν γύρισα να κοιτάξω προς τα πίσω, η θέα που αντίκρυσα γέννησε το σπέρμα αυτού του διηγήματος στο μυαλό μου. Πάνω στην Ακρόπολη ο Παρθενώνας με το ζόρι ξεπρόβαλλε μέσα στο νέφος, σαν φάντασμα μιας χαμένης δόξας που υπερίπτατο πάνω απ’ το ρυπαρό παρόν, πάνω απ’ την κακόγουστη Αθήνα, πάνω από την Πλάκα, όπου οι απόγονοι ενός πολιτισμού που είχε χτίσει τέτοια τελειότητα, ένας τριτοκοσμικός λαός πια, προσπαθούσαν να απομυζήσουν κάποια ζωή απ’ τα ερείπια που τους άφησαν οι ευγενείς τους πρόγονοι, το μεγαλείο των οποίων είχε σβήσει από τη χώρα τους, πολύ καιρό πριν”. Norman Spinrad, Other Americas, 1988.

(Φίλε Άρη, δίνε πόνο. Άρη, έχει περάσει σχεδόν ενάμισης μήνας από το lockdown και δεν έχω διαβάσει έναν επιφανή Έλληνα να λέει δημόσια, πως το να κλείνεις τους ανθρώπους στα σπίτια του -χωρίς να γίνεται επίθεση από εξωγήινους- είναι αντισυνταγματικό. Και πιθανότατα, θα αποδειχτεί και αναποτελεσματικό, αν ο βασιλιάς Ήλιος δεν μας χαρίσει έναν πολύ ζεστό Μάιο. Βέβαια, οι Έλληνες το αποδέχτηκαν χωρίς καμία αντίδραση, ενώ κάποιοι ζητούν, να συνεχίσουμε να είμαστε κλεισμένοι μέσα. Μάλλον, μέχρι να βρεθεί το εμβόλιο το 2022. Άρη, στην Ελλάδα δεν έχει νόημα να εκφράζεις λογικά και δημοκρατικά επιχειρήματα, ούτε αμφιβολίες. Εδώ υπάρχει η μια και μοναδική άποψη. Βέβαια, τα παραμύθια τελειώνουν μαζί με το lockdown. Έχω πάρει ποπ κορν και περιμένω χαμογελώντας. Ο Μητσοτάκης σκίστηκε να γίνει πρωθυπουργός και δεν θα ξέρει από πού του ήρθε. Και μετά η ελπίδα της χώρας είναι ο … Τσίπρας. Τρελό γέλιο. Να είσαι καλά. Άρη. Την αγάπη μου.)


ΠΗΓΗ: pitsirikos.net