Νικόλας Κολυτάς
Ζητάνε συναίνεση, αυτοί που δε συναινούν. Αυτή είναι η παράνοια των ημερών.
Βασικά αυτή είναι η παράνοια του καπιταλισμού, κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη κρίση. Οι πολιτικοί του εκπρόσωποι ζητούν ομοψυχία και ενότητα, οι επικοινωνιακοί του βραχίονες επενδύουν...
στην ατομική ευθύνη και τη συνεργασία και οι κατασταλτικοί τους μηχανισμοί ξεδιπλώνουν τις αρετές τους στους δρόμους. Κάπως έτσι η συναίνεση από αναγκαία συνθήκη μετατρέπεται σε σκόπιμη απάτη…
Δεν αμφιβάλλει κανείς, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν παγκόσμιο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Ότι μέσα σε συνθήκες πανδημίας πρέπει να υπάρχει η ανάλογη πρόληψη και προστασία. Αμφισβητείται, όμως, η ταύτιση της προστασίας απέναντι στον ιό, με την προστασία ενός βρώμικου συστήματος που παράγει πολλαπλούς ιούς. Ιούς που όσο μένουμε σε πολιτική καραντίνα, πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα. Γιατί το χώρο που στερούμαστε εμείς κάτω από τις παρούσες συνθήκες, τον απολαμβάνει η βία της ανάγκης και της πολιτικής οριοθέτησης των νέων συνθηκών. Και όταν άλλοι οριοθετούν αντί για εσένα, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Όσο διάφοροι πολιτικοί, celebrities, επιχειρηματίες και πάσης φύσεως δημοσιοσχετίστες προτρέπουν από θέση ισχύος, να συναινούμε, τόσο η κυβέρνηση αρνείται να συναινέσει στο παραμικρό.
Είναι σαφές, ότι ζητούν ταξική ανακωχή, για να έχουν τη μονομέρεια της ταξικής επίθεσης. Μια ματιά στα προσφυγικά camps αρκεί για να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε την κατάσταση. Η φρασεολογία του Τσιόδρα χθες ήταν αφοπλιστική: «σήμερα ανακοινώνουμε 27 νέα κρούσματα στην χώρα μας και επιπλέον 23 στη δομή φιλοξενίας προσφύγων στη Ριτσώνα». Οι πρόσφυγες αποτελούν κάτι ξεχωριστό. Δεν αθροίζονται στα συνολικά κρούσματα. Υπάρχει μια ξεχωριστή συνθήκη γι’ αυτούς. Η συνθήκη του εγκλωβισμού, της εγκατάλειψης και της παντελούς αδιαφορίας από τις κρατικές αρχές. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν αφεθεί κυριολεκτικά στη μοίρα τους χωρίς καμία πρόληψη. Ο αγιοποιημένος από τα ΜΜΕ Τσιόδρας το επιβεβαίωσε απλώς λεκτικά. Πολιτικά αυτό ήταν διαπιστωμένο εδώ και καιρό. Αλήθεια, σε αυτό το έγκλημα μπορεί να υπάρξει συναίνεση;
Την ίδια στιγμή που κυβερνητικά στελέχη μιλούν για μάχη, που πρέπει να δώσουμε «όλοι μαζί», η κυβέρνηση μέσω της ΔΕΗ στέλνει τα ΜΑΤ άγρια χαράματα προκειμένου να κόψει το ρεύμα στη ΒΙΟΜΕ. Ίσως να ήθελε να το κάνει και πριν την πανδημία, όμως τώρα τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Το οξύμωρο είναι, ότι πρόκειται για μια βιομηχανική μονάδα που παράγει καθαριστικά εν μέσω πανδημίας και που παράλληλα τηρεί όλα τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων. Όπως όμως καταγγέλλουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μάλλον, η βαθύτερη αιτία της επίθεσης στη ΒΙΟΜΕ είναι, ότι παράγουν σαπούνια για να τα στείλουνε στη Μόρια και στις φυλακές ή για να τα διαθέσουν σε λαϊκές οικογένειες, που μέσα σε συνθήκες πανδημίας συνεχίζουν να παράγουν τα κέρδη των λίγων. Προκύπτει λοιπόν ξανά το ερώτημα, αν και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να υπάρξει συναίνεση.
Σε αντίθεση με τη ΒΙΟΜΕ όμως άλλες επιχειρήσεις απολαμβάνουν άλλης μεταχείρισης. Οι καναλάρχες για παράδειγμα απαλλάσσονται με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου από την υποχρέωση της ετήσιας καταβολής των 3,5 εκατομμυρίων ευρώ έκαστος για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών. Αν υπολογίσουμε, ότι μιλάμε για έξι συνολικά κανάλια που δεσμεύονται από την παρούσα υποχρέωση, τότε το έλλειμμα από τα κρατικά ταμεία αγγίζει το δυσθεώρητο ποσό των 21 εκατομμυρίων ευρώ. Αντιλαμβάνεται κανείς, το πόσες ΜΕΘ θα μπορούσαν να παραχθούν μόνο από το παραπάνω ποσό. Όμως οι καναλάρχες αυτή τη στιγμή χρήζουν οικονομικής ασυλίας, γιατί αποτελούν τον καθημερινό ντελάλη των κυβερνητικών επιλογών, δεν παράγουν σαπούνια για «ανεπιθύμητους πρόσφυγες». Εκεί μάλλον έγκειται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα ΜΑΤ στη ΒΙΟΜΕ από τη μία και στις οικονομικές διευκολύνσεις των τηλεοπτικών σταθμών από την άλλη. Σε αυτή την υποκρισία μπορεί άραγε να υπάρξει συναίνεση;
Και όσο σπέρνεται φόβος, για να θεριστεί συναίνεση, οι κυβερνητικές πολιτικές συνεχίζουν, να μη συναινούν σε κανένα αίτημα των από κάτω. Οι γιατροί συνεχίζουν να δουλεύουν χωρίς γάντια, μάσκες και συνολικό εξοπλισμό, και ο αριθμός των ΜΕΘ κρίνεται απελπιστικά ανεπαρκής. Οι καθαρίστριες των νοσκοκομείων και οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ φαίνεται πως φτάνουν στα όριά τους. Οι εργάτες σε εργοστάσια, που δε δουλεύουν για τη Μόρια αλλά για την τσέπη του αφεντικού τους, συνεχίζουν να παράγουν πολλαπλάσια υπεραξία. Και μέσα σε όλα αυτά αναδιαρθρώνεται ξανά με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου το εργασιακό καθεστώς, καθώς προβλέπεται μείωση ακόμα και 50% στις επίσημες ώρες εργασίας των εργαζομένων μιας επιχείρησης μαζί με 50% μείωση του μισθού. Αυτό μάλιστα ανεξάρτητα από την κερδοφορία που έχει η κάθε επιχείρηση. Παρά, λοιπόν, τις τηλεοπτικές διαβεβαιώσεις του Βρούτση περί εργασιακής σταθερότητας προκύπτει ξανά το ερώτημα, αν μπορεί να υπάρξει συναίνεση στις θεσπισμένες αυτές αλλαγές.
Η εμπέδωση ενός νέου καθεστώτος πειθάρχησης και καταστολής εμφανίζεται σε ποικίλους τομείς, όσο ο εγκλεισμός ταυτίζεται με την πολιτική αδράνεια. Παρότι λοιπόν στον Έβρο και στα νησιά έχουν καταγγελθεί αυτοδικίες που περιλαμβάνουν από βίαιες απωθήσεις και βασανιστήρια μέχρι θανάτους προσφύγων, το κράτος λειτούργησε αντίστροφα. Συγκεκριμένα, μέσω μιας δυναμικής επιχείρησης της αντιτρομοκρατικής συνέλαβε 23χρονο Ιρανό πρόσφυγα, επειδή δήλωνε αναρχικός και ζητούσε διαδικτυακά τον εξοπλισμό του κινήματος αλληλεγγύης μπροστά σε αυτή την τερατώδη κατάσταση. Διώκεται εύκολα λοιπόν ο λόγος ή η πρόθεση και όχι η πράξη. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός, ότι μιλάμε για κάποιον Ιρανό, για κάποιον που εξαιρείται της κανονικότητας βάσει των δηλώσεων Τσιόδρα ή τις προτροπές του Τζήμερου. Ίσως όμως αυτό να αποτελεί και μια πρόβα για περεταίρω περιορισμό της σκέψης και καταστολή του φρονήματος. Και σε αυτό μας ζητάνε συναίνεση.
Μείνετε σπίτι, λοιπόν, είναι το κυβερνητικό σλόγκαν. Πίσω από τις λέξεις όμως κρύβεται μια άλλη προτροπή. Κρύβεται το «μείνετε βουβοί». Μόνο που κάποια πράγματα δεν κρύβονται. Όπως και κάποιοι άνθρωποι δεν κρύβονται. Οι άστεγοι, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι Ρομά. Όλοι εκείνοι που μέσα στη φρίκη ενός συστήματος, που διαλέγει ποιος είναι άξιος ζωής και ποιος όχι, δηλώνουν άθελά τους παρόντες.
Κάθε φορά, λοιπόν, που γίνεται επίκληση στην ατομική ευθύνη, δεν ζητάνε συναίνεση, ζητάνε συνενοχή. Συνενοχή σε ένα διαρκές έγκλημα. Και κανένα σαπούνι δεν μπορεί να ξεπλύνει αυτή τη ντροπή.
ΠΗΓΗ: rproject.gr