Νικόλ Λειβαδάρη
H υπογραφή και η εφαρμογή του Μνημονίου, η λάθος «ανάγνωση» των προσδοκιών της μεσαίας τάξης, η υποτίμηση του αφηγήματος της ΝΔ, η εκλογική τακτική αλλά και η έλλειψη οράματος για το μέλλον καταγράφονται ως οι βασικές αιτίες της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το κείμενο απολογισμού που συζητήθηκε σήμερα στην Πολιτική Γραμματεία.
Το κείμενο, το οποίο θα κατατεθεί στην Κεντρική Επιτροπή το Σαββατοκύριακο, αριθμεί περισσότερες από 80 σελίδες και διαμορφώθηκε από τους Γιάννη Δραγασάκη, Θοδωρή Δρίτσα και Αριστείδη Μπαλτά.
Το Μνημόνιο
Ως κυρίαρχη αιτία της ήττας, ο απολογισμός υποδεικνύει το γεγονός, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε να εμφανίζεται ως «μια ακόμη μνημονιακή κυβέρνηση»:
«Το πλαίσιο», αναφέρεται χαρακτηριστικά, «όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάσιν, από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει μνημόνιο. Μπορεί να ήταν εμφανές σε όλους, ότι αυτή είχε εξαναγκαστεί να το υπογράψει, χωρίς να συμφωνεί και χωρίς να το «υιοθετεί», μπορεί αυτό να είχε όντως ηπιότερες κοινωνικές επιπτώσεις από τα προηγούμενα, μπορεί η νέα κυβέρνηση όντως να προσπάθησε με νύχια και με δόντια να απαλύνει παλιά και νέα βάρη, μπορεί να σεβάστηκε απόλυτα τους δημοκρατικούς κανόνες και να προστάτευσε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να καλλιέργησε άλλες συμπεριφορές και άλλο δημόσιο ήθος ή να προσέδωσε άλλο ύφος στους τρόπους διακυβέρνησης, αλλά μολαταύτα υπέγραψε μνημόνιο.
Ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από μνημόνια. Παραμένοντας βέβαια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη.» «Η υπογραφή αυτή σφράγισε τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμα «μνημονιακή κυβέρνηση». Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, «όμοια με τις άλλες».»
Μεσαία τάξη
Ιδιαίτερη είναι και η επισήμανση για την αδυναμία απόκρουσης του βασικού αφηγήματος της ΝΔ και ανταπόκρισης στις προσδοκίες της μεσαίας τάξης. «Το κεντρικό «αφήγημα» της ΝΔ», σημειώνεται, «περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική».
«Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η σχετική ολιγωρία που επιδείξαμε ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα «μεσαία τάξη», ποια υπήρξε διαχρονικά και ποια είναι σήμερα η θέση της στον κοινωνικό σχηματισμό, σε τι κατηγορίες διαιρείται αυτή, ποιές είναι οι ιδεολογικές ορίζουσες και ποιές οι προσδοκίες κάθε κατηγορίας και πώς μπορεί να συμπτυχθεί συγκεκριμένα το κοινωνικό μέτωπο που επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ».
Οι παροχές
Εδώ, έχει ενδιαφέρον και η αρνητική αποτίμηση των προεκλογικών παροχών: «Οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν, από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων. Θεσμική, βέβαια, και κοινωνικά επιβεβλημένη, αλλά εξαγορά μολαταύτα. Δηλαδή, κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμη και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν. Και όπως έχουμε μάθει από πολύ παλιά, αλλά και όπως διαπιστώσαμε από τις εμπειρίες της διακυβέρνησης, τούτη είναι προσβολή που ο ελληνικός λαός τιμωρεί».
Ασφάλεια - Πρέσπες
«Επιπρόσθετα», αναφέρεται στον απολογισμό,«υποτιμήσαμε την απήχηση που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της ΝΔ περί «τάξης και ασφάλειας», όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων».
Η εκλογική τακτική
Σε επίπεδο τακτικής χαρακτηρίζεται λάθος η τελική επιλογή για ταυτόχρονη διεξαγωγή των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, καθώς και η υποτίμηση του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου: «Οφείλουμε κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων», σημειώνεται και προστίθεται:
«Είχαμε συλλογικά υποτιμήσει τη συγκρότηση από «τα κάτω», εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση, γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στη κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί, ενώ οι δημοσκοπήσεις, που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του, είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία».
Στις ευρωεκλογές το κείμενο θεωρεί λάθος, ότι «σηκώσαμε το γάντι στην πρόκληση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως οιωνεί δημοψήφισμα». Η αυτοκριτική επεκτείνεται και στην απουσία οράματος για το μέλλον. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Έλειπε η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος. Δηλαδή, ότι μπορούσε να περιλαμβάνει τόσο η αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση, ώστε η χώρα να θωρακιστεί απέναντι σε ενδεχόμενες νέες κρίσεις, όσο και ο εξίσου αναγκαίος μετασχηματισμός του κράτους, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εν πολλοίς δεν είχε ακόμη θίξει. Μαζί με την ανάγκη να αναπτυχθούν ολόπλευρα τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας».
Όχι στρατηγική ήττα
Η ήττα, πάντως, δεν θεωρείται στρατηγική, καθώς επισημαίνεται: «Μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαίνεται να αναγνωρίζει, να εκτιμά και να στηρίζει τη συνολική θετική προσφορά μας. Μια τέτοια στάση καθιστά πασιφανές, ότι το ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητο: η ήττα του δεν είναι κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα. Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί».
Ευθύνες Βαρουφάκη – πρώτο εξάμηνο 2015
Ιδιαίτερη και εκτεταμένη είναι η αναφορά του κειμένου και στο πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, στις ευθύνες του Γιάνη Βαρουφάκη: «Οφείλουμε», τονίζεται, «να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Λάθη βεβαίως συλλογικά, αλλά ως προς τα οποία, και σε ότι αφορά την πρώτη περίοδο της αρχικής διαπραγμάτευσης, δεν δικαιούμαστε, να μην αποδώσουμε ιδιάζουσα ευθύνη στον τότε Υπουργό Οικονομικών.Υπό το φως μιας ειδικού τύπου δικής του υπερεπένδυσης στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, φάνηκε τότε σαν να υποτιμούσαμε όλοι μαζί την ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα, να ανοίγαμε μέτωπα εκεί που δεν χρειάζονταν, να υπερτιμούσαμε την ισχύ σχετικά αφηρημένων ιδεών ή γενικών θεωρητικών σχημάτων έναντι επεξεργασμένων επιχειρημάτων επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, υποτιμώντας έτσι την ανάγκη για λεπτομερή τεχνική δουλειά, να μη συνδέουμε απτά τη στρατηγική μας για έναν αμοιβαίως γόνιμο συμβιβασμό με τα τακτικά βήματα της διαπραγμάτευσης και, τελικά, να υποβαθμίζουμε το καθαυτό πολιτικό έργο σε διαπάλη (και κάποτε καυγά) μεταξύ αφηρημένων ιδεών».