του Ανδρέα Παναγόπουλου
Bασικά ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα υποχωρούν μπροστά σε ένα δικαίωμα που έχει αναχθεί σε υπέρτατο: το δικαίωμα στην ασφάλεια.
Η ιστορία είναι πραγματική και πολύ πρόσφατη: «Όταν ένας άνδρας από τη Χανγκτζόου, της Κίνας, επέστρεψε σπίτι του από ένα επιχειρηματικό ταξίδι, η τοπική αστυνομία ήρθε σε επαφή μαζί του. Είχαν εντοπίσει το αυτοκίνητό του από τον αριθμό κυκλοφορίας στη γειτονική Γουεντζόου, όπου έχουν καταγραφεί σωρεία κρουσμάτων του νέου ιού παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε απόσταση από το επίκεντρο της επιδημίας. «Μείνετε σπίτι για δύο εβδομάδες», του ζήτησαν. Ύστερα από περίπου 12 ημέρες, βαρέθηκε και βγήκε έξω νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε. Αυτή τη φορά, δεν ήταν μόνο η αστυνομία που επικοινώνησε μαζί του, ήταν και το αφεντικό του. Εντοπίστηκε κοντά στο Γουέστ Λέικ της Χανγκτζόου από κάμερα με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου και οι αρχές ενημέρωσαν την εταιρία του ως προειδοποίηση».
«Σοκαρίστηκα κάπως από την ικανότητα και την αποτελεσματικότητα του δικτύου μαζικής παρακολούθησης. Βασικά μπορούν να παρακολουθήσουν τις κινήσεις μας με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης και μεγάλων δεδομένων οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιοδήποτε μέρος», δήλωσε ο άνδρας, που ζήτησε να μην κατονομαστεί, καθώς φοβάται ότι θα έχει κυρώσεις.
Οι Κινέζοι εδώ και καιρό γνωρίζουν, ότι τους παρακολουθεί το πιο προηγμένο σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης στον κόσμο. Η έκτακτη κατάσταση με τον κορωνοϊό έφερε στο προσκήνιο κάποια από την τεχνολογία αυτή, δίνοντας στις αρχές την ευκαιρία να δικαιολογήσουν τις σαρωτικές μεθόδους του κοινωνικού ελέγχου υψηλής τεχνολογίας.
Οι εταιρίες τεχνητής νοημοσύνης και καμερών ασφαλείας υποστηρίζουν, ότι τα συστήματά τους μπορούν να σκανάρουν τους δρόμους, αναζητώντας ανθρώπους που έχουν ακόμα και λίγο πυρετό, να αναγνωρίσουν τα πρόσωπά τους ακόμα κι αν φορούν μάσκες και να τους αναφέρουν στις αρχές.
Εάν ένας ασθενής με κορωνοϊό μπει σε ένα τρένο, το σύστημα με την κωδική ονομασία «Πραγματικό Όνομα» του σιδηροδρόμου, μπορεί να δώσει μια λίστα των ανθρώπων που κάθονται κοντά του. Εφαρμογές σε κινητά τηλέφωνα μπορούν να πουν στους χρήστες, εάν έχουν βρεθεί σε πτήση ή σε ένα τρένο με κάποιον γνωστό φορέα του κορωνοϊού, και χάρτες τούς δείχνουν τις τοποθεσίες των κτιρίων, όπου ζουν ασθενείς του ιού. Αν και έχουν υπάρξει κάποια ανώνυμα παράπονα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προς το παρόν οι Κινέζοι πολίτες φαίνεται να αποδέχονται την επιπλέον εισβολή, ή ακόμα και να την "αγκαλιάζουν", καθώς αποτελεί έναν τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης.
Πιστεύει κανείς, ότι όλες αυτές οι τεχνολογίες, αυτά τα συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης θα πάψουν να λειτουργούν μετά το τέλος, αργά ή γρήγορα, της επιδημίας του κορωνοϊού; Όχι βέβαια!
Κυρίες και Κύριοι, καλώς ήλθατε στην Κοινωνία της Διακινδύνευσης!
Στην εποχή, δηλαδή, όπου βασικά ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα υποχωρούν, μπροστά σε ένα δικαίωμα που έχει αναχθεί σε υπέρτατο: το δικαίωμα στην ασφάλεια.
Από την Κίνα μέχρι τα σύνορα Μεξικό-ΗΠΑ και από τη Λαμπεντούζα μέχρι τη Μόρια: Πόλεις ολόκληρες με εκατομμύρια κατοίκους «νεκρώνουν», άνθρωποι εξαναγκάζονται και κλειστούν στα σπίτια τους επ’ αόριστο και οι πόρτες «σφραγίζονται» με οξυγονοκόλληση για τον κίνδυνο εξάπλωσης ενός ιού. Κτήρια και εκτάσεις επιτάσσονται, κλειστά κέντρα/στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργούνται, φράγματα μπαίνουν σε θάλασσες και πελάγη, τεράστιας έκτασης τείχη χτίζονται μεταξύ χωρών, για να αντιμετωπισθούν πρόσφυγες και μετανάστες.
Στο όνομα του δικαιώματος στην ασφάλεια μπορεί ένα κράτος ή μία υπερκρατική δομή να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να εφαρμόσει μέτρα, τα οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια θα φάνταζαν αδιανόητα.
Η ισορροπία στη σχέση της ελευθερίας του ατόμου (και της κοινωνίας) με την ασφάλεια απασχολεί την φιλοσοφική, πολιτική και νομική σκέψη από την εποχή της γένεσης του σύγχρονου Κράτους μέχρι και τη σημερινή εποχή της λεγόμενης μετανεωτερικότητας και συμπυκνωνόταν σε ένα ερώτημα: μέχρι ποιό σημείο τα δικαιώματα των πολιτών μπορούν να περιοριστούν ή να ανασταλούν στο όνομα της ασφάλειας;
Ο Νικολό Μακιαβέλι και ο Τζιοβάνι Μπότερο έδωσαν την απόλυτη απάντηση, που καθόρισε και το πνεύμα και τον ρόλο του Κράτους από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα: η κυβερνώσα πολιτική τάξη δικαιούται και υποχρεούται, κάθε φορά που η ασφάλεια του Κράτους βρίσκεται σε κίνδυνο, να παραβιάζει τους νομικούς, ηθικούς, πολιτικούς και οικονομικούς κανόνες που διέπουν την κοινωνική συμβίωση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν ή να προλάβουν τον κίνδυνο αυτόν.
Η Κοινωνία της Διακινδύνευσης και το «Ποινικό Κράτος» που διαδέχεται σταδιακά το «Κοινωνικό Κράτος», έχουν τη ρίζα τους τις γερμανικές θεωρίες του «Κράτους Ισχύος» (“Machtstaatsgedanke”) του 19ου αιώνα και σύγχρονο σημείο πρώιμης επιβολής τους, στη μετανεωτερική εποχή, την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους.
Το τρομοκρατικό χτύπημα από μία νιχιλιστική ισλαμιστική οργάνωση, την Αλκάϊντα (και αργότερα τον ISIS) προκαλεί την εμφάνιση, στη Δύση, μίας «έννομης τάξης» δίχως κανέναν ηθικό φραγμό ή δημοκρατικό πρόσχημα. Επικαλούμενα την τρομοκρατική απειλή, πρώτα οι ΗΠΑ και η Ρωσία και μετά πολλά ευρωπαϊκά κράτη, θεσμοθετούν πρωτόγνωρα μέτρα σε βάρος μεταναστών ή και πολιτών των χωρών τους με καταγωγή από αραβικές ή αφρικανικές χώρες, τα οποία περιλαμβάνουν απαγωγές, μεταφορές σε άγνωστα σημεία του πλανήτη, φυλακίσεις χωρίς δίκες, βασανιστήρια και «εξουδετερώσεις» κατά το δοκούν (πιο πρόσφατη αυτή του Ιρανού στρατηγού Σουλεϊμανί).
Παρά το ότι το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι το αντίθετο των προσδοκιών με τρομερά χτυπήματα τρομοκρατών σε Παρίσι, Βρυξέλλες, Βερολίνο και αλλού, αλλά και ενός ανελέητου μακελειού σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, τα δυτικά (και όχι μόνο) κράτη επιμένουν σε αυτές. Κι αυτό διότι οι κίνδυνοι για την ασφάλεια αυξάνονται γεωμετρικά με τη δημιουργία τεράστιων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την «ασφαλή» Δύση. Η «Αραβική Ανοιξη» επιδεινώνει την κατάσταση πυροδοτώντας εμφύλιες συγκρούσεις σε μία σειρά από χώρες και αφήνοντας περιθώρια επέκτασης στον ISIS και στους τζιχαντιστές όπου γης.
Η εγκαθίδρυση του «Ποινικού Κράτους» βρίσκει όμως έναν ακόμη «σύμμαχο», την οικονομική, χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση που κάνει την εμφάνισή της το 2008 στις ΗΠΑ και από το 2010 στον υπόλοιπο κόσμο. Κρίση που δίνει τη «χαριστική βολή» στο «Κοινωνικό Κράτος», που είναι ήδη βαρύτατα τραυματισμένο από την παγκοσμιοποίηση. Για πολλές χώρες ο κίνδυνος δεν προέρχεται πλέον μόνο από τους ταλιμπάν και από άραβες τρομοκράτες αλλά και από μετανάστες πρώτης ή και δεύτερης γενιάς, όπως στη Γαλλία, από «αγανακτισμένους» διαδηλωτές, από Ρομά, από άστεγους, από καταληψίες, από αντιεξουσιαστές, από κάθε λογής περιθωριακούς ή τοξικοεξαρτημένους.
Για το «Κράτος Ισχύος» ή το «Ποινικό Κράτος» οι φτωχοποιημένοι πολίτες μπορεί να αποτελέσουν τώρα ή στο μέλλον κίνδυνο και αντιμετωπίζονται ως τέτοιος προληπτικά ή κατασταλτικά. Και η υπόλοιπη κοινωνία, κυρίως η μεσαία τάξη, είναι έτοιμη να αποδεχτεί το αφήγημα του «Νόμου και της Τάξης». Εχοντας χάσει την προοπτική της οικονομικής ανόδου, μεγάλου μέρους του μισθού ή της σύνταξής τους οι πολίτες επιλέγουν, τουλάχιστον, την ασφάλεια ή έστω το αφήγημα γι’ αυτήν.
Υπερκρατικές δομές όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ ή και ο ΠΟΥ επιβάλλουν κάθε είδους μνημόνια πέρα από κάθε εθνικό δίκαιο ή Σύνταγμα και οι κυβερνήσεις τα επιβάλλουν, με τη σειρά τους, στους πολίτες. Στο όνομα της «έκτακτης ανάγκης», των «έκτακτων συνθηκών», του «έκτακτου κινδύνου».
Εκείνο που κάποτε ήταν η εξαίρεση ή δικλείδα ασφαλείας, και το περιλαμβάναν τα δημοκρατικά Συντάγματα ως πρόβλεψη για ένα «Συνταγματικό Δίκαιο της ανάγκης», τώρα γίνεται ο κανόνας και μάλιστα χωρίς να ορίζει χρονικό διάστημα αντιμετώπισης εκτάκτων κινδύνων και χωρίς βέβαια κανένα δημοκρατικό πρόσχημα. Η δε Δικαιοσύνη επισφραγίζει τα όποια έκτακτα μέτρα και δικαιώνει, στη συνέχεια, τη μόνιμη εφαρμογή τους.
Ξανά: Καλώς ήλθατε στην Κοινωνία της Διακινδύνευσης! Σε μία εφιαλτική κοινωνία που θα παραμείνει έτσι και όταν και αν εξουδετερωθεί ο ISIS, οι ταλιμπάν ή ο κορωνοϊός.
Με τις θεωρητικές βάσεις του Νικολό Μακιαβέλι και του Τζιοβάνι Μπότερο αλλά και τα εργαλεία της σύγχρονης τεχνολογίας που ήδη εφαρμόζονται σε απίστευτα μεγάλη κλίμακα έχοντας μετατρέψει τις πόλεις και τα σπίτια μας σε ένα γιγάντιο «Πανοπτικόν*», τη φυλακή που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785 και επιτρέπει τη συνεχή επίβλεψη όλων των «κρατουμένων»-πολιτών.
Μία νέα οικονομική κρίση, τα νέα αναπόφευκτα κύματα των μεταναστών και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, θα ενδυναμώσει την παρουσία του. Και απάντηση σε αυτόν τον εφιάλτη δεν διαφαίνεται ακόμη.
Αλλά κι αν ακόμη διαφανεί, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιμετωπισθεί ως ένας ακόμη κίνδυνος.
* Το Πανοπτικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί «[…] χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις εγκαταστάσεις στις οποίες ένας αριθμός ανθρώπων θα τεθεί υπό επιτήρηση σε έναν χώρο όχι πολύ μεγάλο για να καλυφθεί από κτήρια. Όσο διαφορετικός ή αντίθετος και να είναι ο σκοπός: είτε για να τιμωρηθούν οι αδιόρθωτοι, να φυλαχθούν οι άφρονες, να αναμορφωθούν οι φαύλοι, να επιβεβαιωθούν οι ύποπτοι, να εργαστούν οι άεργοι, να διατηρηθούν οι αβοήθητοι, να περιθαλπούν οι άρρωστοι, είτε για να διδαχθούν οι πρόθυμοι σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας, ή να εκπαιδευτεί η ανερχομένη γενιά στο δρόμο της εκπαίδευσης: με μια λέξη, είτε να εφαρμοστεί στους αιώνιους φυλακισμένους στο δωμάτιο του θανάτου είτε στους προφυλακισμένους που περιμένουν τη δίκη είτε σε αναμορφωτήρια είτε σε κάτεργα είτε σε βιοτεχνίες είτε σε τρελοκομεία, είτε σε νοσοκομεία είτε σε σχολεία».
Πηγή: newpost.gr