Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Ο Γαλάζιος Πλανήτης βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και μεταβολή, αλλά ο άξονας περιστροφής του, που καθορίζει τον γεωγραφικό Βορρά και Νότο, μένει πρακτικά αμετάβλητος. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με...
τον μαγνητικό Βορρά, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε από το 1831, μετατοπίζεται διαρκώς, αναγκάζοντας τους επιστήμονες να αναθεωρούν ανά πενταετία το παγκόσμιο μαγνητικό μοντέλο (WMD) βάσει του οποίου ρυθμίζονται οι διεθνείς ναυτικές και αεροπορικές μεταφορές.
Την περασμένη χρονιά έγινε γνωστό, ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες αναγκάστηκαν να επισπεύσουν κατά ένα χρόνο την τακτική αναθεώρηση του WMD εξαιτίας μιας απροσδόκητης ανωμαλίας, για την οποία οι ειδικοί δεν διαθέτουν ακόμη ικανοποιητική εξήγηση: Ο μαγνητικός Βορράς, ο οποίος για την ώρα εντοπίζεται στη νήσο Ελσμερ του Καναδά, στον Αρκτικό Κύκλο, μετατοπίζεται προς δυσμάς με ταχύτητα μεγαλύτερη του προβλεπομένου και, αν συνεχίσει με τους σημερινούς ρυθμούς, σε κάποια χρόνια θα βρίσκεται στη Σιβηρία. Η είδηση προκάλεσε αρκετό θόρυβο στα διεθνή μίντια. Κάποιες ιστοσελίδες με ροπή σε προφητείες Αποκάλυψης μίλησαν για τον κίνδυνο εξασθένησης του μαγνητικού πεδίου της Γης, κάτι που θα μπορούσε να μας εκθέσει σε επιβλαβείς ακτινοβολίες που έρχονται από το Διάστημα, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην υγεία των ζώντων οργανισμών. Στην πραγματικότητα, οι διακυμάνσεις του γήινου μαγνητισμού αποτελούν έναν συναρπαστικό επιστημονικό γρίφο, αλλά δεν αναμένεται να θέσουν επιτακτικούς κινδύνους για πολλές πολλές γενιές.
Οπως κάθε μαγνητικό πεδίο, έτσι κι εκείνο της Γης δημιουργείται από ηλεκτρικά ρεύματα. Πρόκειται για τα ρεύματα μεταφοράς που δημιουργούνται στον πλούσιο σε μέταλλα (σίδηρο και νικέλιο) εξωτερικό πυρήνα της Γης, ο οποίος βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση και περιβάλλει τον στερεό και υπέρθερμο εσωτερικό πυρήνα. Η αλληλεπίδραση του εξωτερικού πυρήνα με τον εσωτερικό είναι εξαιρετικά περίπλοκη, πράγμα που εξηγεί τις διακυμάνσεις του γήινου μαγνητικού πεδίου. Από το 1831 μέχρι σήμερα, ο μαγνητικός Βορράς υπολογίζεται ότι έχει μετατοπιστεί περίπου κατά 2.200 χιλιόμετρα. Ενώ μέχρι τη δεκαετία του 1990 η μετατόπιση είχε ρυθμό της τάξης των 14 χιλιομέτρων τον χρόνο, την τελευταία δεκαετία έφτασε τα 55 χιλιόμετρα τον χρόνο κατά μέσον όρο.
Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε, τι συμβαίνει στους μακρινούς γαλαξίες, εκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας, παρά να ερευνήσουμε τα φαινόμενα που εξελίσσονται μερικές εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από τα πόδια μας. Ο λόγος είναι απλός: Είναι πιο εύκολο να κοιτάμε τ’ αστέρια με διαστημικά τηλεσκόπια, παρά να κάνουμε το «Ταξίδι στο κέντρο της Γης» που ονειρεύτηκε ο Ιούλιος Βερν ή, έστω, να τρυπήσουμε το εσωτερικό της σε βάθος χιλιάδων χιλιομέτρων, περνώντας από διάπυρα τμήματα, με θερμοκρασία συγκρίσιμη με εκείνη του Ηλίου. Τη δεκαετία του 1960, οι Αμερικανοί είχαν προσπαθήσει να ανοίξουν μια πολύ βαθιά τρύπα, κάτω από τον βυθό του Ειρηνικού Ωκεανού, αλλά σταμάτησαν στα 3.600 μέτρα από την επιφάνεια του πλανήτη, απογοητευμένοι από τις τεχνικές δυσκολίες του εγχειρήματος. Τις δύο επόμενες δεκαετίες, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να φτάσουν τα 12.300 μέτρα ανοίγοντας τη βαθύτερη τρύπα στον κόσμο, στη χερσόνησο Κόλα. Αλλά και τα δύο εγχειρήματα έμειναν πάρα πολύ μακριά όχι μόνον από τον εξωτερικό πυρήνα, αλλά και από τον μανδύα, το στρώμα που τον περιβάλλει.
Τα βασαλτικά πετρώματα
Για καλή μας τύχη, μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμες πληροφορίες για το μαγνητικό παρελθόν του πλανήτη μας από βασαλτικά πετρώματα στον βυθό των ωκεανών και άλλα ηφαιστειακής προέλευσης πετρώματα. Η λάβα περιέχει μαγνητικά υλικά τα οποία, όταν παγώνουν, παγώνουν με πόλωση προς τη διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή, λειτουργούν δηλαδή σαν προϊστορικές πυξίδες. Οι πληροφορίες που αποκομίσαμε αποκάλυψαν κάτι το εντυπωσιακό: εκτός από τις συνήθεις, μικρής κλίμακας διακυμάνσεις, συμβαίνει μία φορά σε 300.000 χρόνια, κατά μέσον όρο, ο μαγνητικός Βορράς και ο μαγνητικός Νότος να αντιστραφούν. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο αύριο, οι πυξίδες θα έδειχναν όχι τον Βορρά, αλλά τον Νότο.
Εδώ εντοπίζεται η ανησυχία που προκάλεσε σε ορισμένους η πρόσφατη παρατήρηση: Η επιτάχυνση της μετατόπισης του μαγνητικού Βορρά θα μπορούσε να είναι το προοίμιο της επόμενης αντιστροφής (η τελευταία έγινε πριν από 750.000 χρόνια, επομένως έχουμε αργήσει κατά πολύ, με βάση τις στατιστικές). Στη μεταβατική περίοδο που κρατάει η αντιστροφή, όμως, η ένταση του γήινου μαγνητικού πεδίου πέφτει αισθητά. Οι επιπτώσεις θα ήταν σοβαρές όχι μόνο στις παγκόσμιες μεταφορές (αυτό θα μπορούσαμε με αρκετή προσπάθεια να το αντιμετωπίσουμε), αλλά και στην έμβια ύλη.
Πολλοί ζώντες οργανισμοί, όπως τα αποδημητικά πτηνά, ο σολομός και η θαλάσσια χελώνα, αισθάνονται και χρησιμοποιούν τον γήινο μαγνητισμό για να προσανατολιστούν. Το κυριότερο, το γήινο μαγνητικό πεδίο, που εκτείνεται πολύ μακρύτερα από την ατμόσφαιρα, μέσα στο ανοιχτό Διάστημα, λειτουργεί σαν προστατευτικό φίλτρο φορτισμένων σωματιδίων (ηλιακός άνεμος) και ακτινοβολιών, που θα μπορούσαν να καταστρέψουν το στρώμα του όζοντος και να μας αφήσουν έκθετους στην επιβλαβή υπεριώδη ακτινοβολία.
Φανταστικοί και πραγματικοί κίνδυνοι
Ακόμη και αν βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας αντιστροφής των μαγνητικών πόλων, πράγμα καθόλου σίγουρο, η εν λόγω διαδικασία θα κρατήσει χιλιάδες χρόνια (οι τέσσερις τελευταίες αντιστροφές, για τις οποίες διαθέτουμε δεδομένα, χρειάστηκαν περίπου 7.000 χρόνια η καθεμία). Το διάστημα αυτό, οι γενιές που θα μας ακολουθήσουν, θα έχουν αρκετό χρόνο για να προσαρμοστούν. Το να αγωνιούμε από σήμερα για τη δυνητική αύξηση των κρουσμάτων λευχαιμίας και καρκίνων από την αυξημένη κοσμική ακτινοβολία, όταν συνεχίζουμε να καταστρέφουμε το στρώμα του όζοντος και να θέτουμε σε κίνδυνο ολόκληρη τη βιόσφαιρα με την κλιματική αλλαγή, δεν είναι δα και η πιο ορθολογική στάση.
Ας αφήσουμε, που μια συγκρατημένη εξασθένηση του γήινου μαγνητικού πεδίου θα είχε και πιο ρομαντικές συνέπειες: Οχι μόνον οι λιγοστοί κάτοικοι και επισκέπτες του Αρκτικού Κύκλου, αλλά και όσοι θα έχουν την τύχη να ζουν σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, θα μπορούν να απολαύσουν τις μαγικές νύχτες με το πολικό σέλας.
Πηγή: Καθημερινή