Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
«Να σωθεί η χώρα. Αλλά για μένα έχουν χαθεί όλα. Εμένα μου παίρνουν τη ζωή».
Λόγια ενός «διαθέσιμου», ενός μελλοντικού (εντός οχτώ μηνών) απολυμένου, ενός μελλοθάνατου, που του υπεξαίρεσαν το βίο και το βιός. Γιατί η ανεργία είναι ένας συμβολικός θάνατος, ένας ζωντανός θάνατος, πιο...
βασανιστικός, πιο άγριος, πιο μαρτυρικός.
Με κοιτάζει έντονα, με μάτια που γυαλίζουν περίεργα και με ξαναρωτά: «Ποιος θα μου δώσει πίσω το πρόσωπό μου, τα όνειρα των παιδιών μου; Πως θα φάνε πέντε στόματα στο σπίτι;».
Κι ύστερα η αδικία θα δώσει τη χαριστική βολή:
Δεκαεφτά ολιγάρχες στην Ελλάδα χρωστούν 10,6 δις ευρώ και φροντίζουν να τους παράσχουν νέα προνόμια, νέες φοροαπαλλαγές, νέες δυνατότητες για μαζικές απολύσεις, ενώ την ίδια στιγμή κατάσχουν το σπίτι του άνεργου μεταλλεργάτη για χρέος 1.670 ευρώ!
Μία άγρια, βουβή βία πυρπολεί τον αέρα και καίει τα σωθικά. Ένας σιωπηρός, υπόγειος θυμός «ακούγεται» παντού, σαν τη βουή που προμηνύει τον επερχόμενο σεισμό. Γιατί έχει συσσωρευθεί πολύ ενέργεια, από την βία της μέγκενης που σφίγγει ολοένα και περισσότερο το λαιμό του λαού, γιατί έχει συγκεντρωθεί πολύ ενέργεια, από την αξόδευτη οργή για την αδικία που υφίστανται οι εργαζόμενοι.
Και η αδικία συνίσταται στο γεγονός, ότι εκείνοι που ρήμαξαν τα κοινοτικά κονδύλια και υφάρπαξαν άπειρα τραπεζικά «θαλασσοδάνεια» με την εγγύηση του διαπλεκόμενου πολιτικού συστήματος και του Δημοσίου, αντί να υποστούν τον έλεγχο και την φορολογική τιμωρία, μένουν στο απυρόβλητο. Που είναι, άραγε, αυτοί που πλιατσικολόγησαν τα οικονομικά πακέτα; Που είναι η δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου;
Ο μέγας εμπαιγμός είναι, όταν μας μιλούν για τις θυσίες της ελληνικής κοινωνίας γενικά, ενώ το «μάρμαρο» το πληρώνουν πάντα οι ίδιοι, πάντα οι «κάτω». Όχι, λοιπόν. Δεν θυσιάζονται όλοι. Δεν θυσιάζουν, ούτε θυσιάζονται αυτοί που έχουν, αλλά αυτοί που δεν έχουν. Τα συνήθη θύματα.
Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, που ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός τους θεωρεί άχρηστους και περιττούς.
Το μεγάλο τους επιχείρημα είναι, ότι «το λέει ο νόμος». Οι νόμοι, όμως, συμπυκνώνουν τον υφιστάμενο συσχετισμό οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, γι’ αυτό ποτέ δεν θα τιμωρούνται οι ισχυροί αλλά μόνο οι αδύναμοι. Οι «ισχυροί» ψηφίζουν τους νόμους, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τη δικαιοσύνη, καθώς υπηρετούν την αδικία.
Γι’ αυτό η βία απέναντι στον «Καμίνη» (καταδικαστέα έτσι κι αλλιώς), δεν θα είναι τίποτα, μπροστά σε ό,τι πρόκειται να συμβεί. Γιατί η ανεργία και η εξαθλίωση, γιατί η αφαίρεση του προσώπου και ο συμβολικός θάνατος είναι ασύλληπτες μορφές βίας και μόνο ανάλογες μορφές βίας μπορούν να τις εξισορροπίσουν.
Μια τέτοια βία, έλεγε η Χάνα Άρεντ, είναι επιτρεπτή, γιατί εξισορροπεί την κοινωνική αδικία και αποκαθιστά την κοινωνική δικαιοσύνη.
Αρκεί, όμως, να την αποκαθιστά και να μην είναι τυφλή ή προβοκατόρικη…