Του Ηλία Ιωακείμογλου
Είμαστε σε μια ιστορικά σπάνια συγκυρία κατά την οποία οι "πάνω" βυθίζουν τους "κάτω" στην εξαθλίωση, την φτώχεια και την ανθρωπιστική κρίση, και επιπλέον δεν πείθουν για την ικανότητά τους να κυβερνήσουν ως ηγεμόνες, δηλαδή ως εκφραστές του γενικού συμφέροντος.
Η κυβέρνηση, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επιδίδονται, ήδη από το φθινόπωρο του 2012, σε μια προσπάθεια αλλαγής του ψυχολογικού κλίματος στις αγορές, ισχυριζόμενοι ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημεία ανάκαμψης - τόσο έντονα μάλιστα ώστε η Ελλάδα να χαρακτηρίζεται ως success story της εσωτερικής υποτίμησης.
Μπορούμε να διακρίνουμε, άραγε, τα σημεία της επιτυχίας στα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας;
Μια συνοπτική περιγραφή της μακροοικονομικής κατάστασης φαίνεται στο διάγραμμα. Η γενική εικόνα αναδεικνύει την επιδείνωση της οικονομίας, στην οποία έχει οδηγήσει η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, αλλά δείχνει επίσης και την επιτυχία αυτής της πολιτικής όσον αφορά τη θεαματική αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων.
Πιο συγκεκριμένα, όλα τα μεγέθη από τα οποία εξαρτάται η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής των εργαζόμενων τάξεων, δηλαδή οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, η αγοραστική δύναμη των μισθών, ο αριθμός των απασχολουμένων, το ΑΕΠ, η παραγωγικότητα της εργασίας και οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, βρίσκονται σε πτωτική πορεία και η μείωσή τους έναντι του 2009 είναι δραματική.
Αντιθέτως, εντυπωσιακή είναι πλέον η επιτυχία της ασκούμενης οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής να αυξήσει κατακόρυφα τον λόγο κερδών/μισθών (όπως αυτός εξειδικεύεται στο διάγραμμα, είτε ως διαθέσιμο εισόδημα των εταιρειών προς αμοιβές εργασίας είτε ως μικτά κέρδη προ φόρων προς αμοιβές εργασίας). Μάλιστα, αυτή η άνοδος του λόγου κερδών/αμοιβής εργασίας υπερβαίνει κατά πολύ την αντίστοιχη άνοδο που παρατηρείται και στην Ισπανία, την Κύπρο και την Ιρλανδία, είτε επειδή στην Ελλάδα η διαδικασία της κινεζοποίησης εκκίνησε νωρίτερα, είτε επειδή αποδίδει ταχύτερα αποτελέσματα.
Για όσους, λοιπόν, ανήκουν στις κοινωνικές τάξεις που ζουν χάρη στην εργασία τους, η ελληνική οικονομία δεν είναι καθόλου success story, ενώ για όσους ζουν από τα κέρδη του κεφαλαίου τους, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Θα ήταν μάλλον απίθανο, να μην θεωρούν ως επιτυχημένη μια πολιτική που αποδιαρθρώνει ή εξουδετερώνει όλους τους θεσμούς προστασίας της εργασίας, μειώνει κατακόρυφα τις αποδοχές των εργαζομένων και τις όποιες υποχρεώσεις της επιχείρησης έναντι της κοινωνίας (πλην της φιλανθρωπίας των εταιρειών που αναπτύσσεται ως το ευτελές και προσβλητικό υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους). Αυτό εξηγεί πιθανότατα και το κλίμα αισιοδοξίας που καταγράφεται στους δείκτες οικονομικού κλίματος των τελευταίων μηνών, αλλά και την γενικότερη ευφορία της αστικής τάξης και τον αντικατοπτρισμό του success story.
Πρόκειται για αντικατοπτρισμό επειδή η αύξηση των κερδών, στην παρούσα ιστορική στιγμή, αφορά την ικανοποίηση του ιδιοτελούς συμφέροντος μιας κοινωνικής τάξης, χωρίς να κατορθώνει να μεταλλαχθεί σε γενικό συμφέρον.
Στις παρούσες συνθήκες, το ιδιοτελές συμφέρον της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση της βαθιάς κρίσης της ελληνικής οικονομίας. Αφαιρεί εισόδημα από εκείνες ακριβώς τις τάξεις που δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους και μειώνει έτσι ακόμη περισσότερο την εσωτερική ζήτηση. Μειώνει, βέβαια, η πολιτική αυτή και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και περιμένει ότι θα αυξήσει τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, επειδή η μείωση του κόστους εργασίας οδηγεί, υποτίθεται σε μείωση των τιμών των εξαγωγών.
Αυτό όμως δεν έχει συμβεί, παρά τη μείωση κατά 20% του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι των ανταγωνιστριών χωρών. Διότι, οι επιχειρήσεις προτιμούν να διατηρήσουν τις τιμές τους στα ίδια επίπεδα, για να μετατρέψουν τη μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας σε κέρδη, αντί να τη μετατρέψουν σε ανταγωνιστικότητα τιμής, δηλαδή σε υψηλότερο όγκο εξαγωγών.
Αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα κακών επιχειρηματικών χειρισμών, είναι το φυσικό επακόλουθο της υιοθέτησης, από τις επιχειρήσεις, τη λογική της αύξησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους στα χρόνια του "χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού".
Έτσι, το ιδιοτελές συμφέρον της αστικής τάξης να καρπώνεται ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος, και μάλιστα με κάθε πρόσφορο τρόπο, μετατρέπεται σε τροχοπέδη για την υλοποίηση των υποσχέσεων της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Η ίδια η επιδίωξη και η επίτευξη του μέγιστου κέρδους, που δημιουργεί στους κεφαλαιούχους την ευφορία του success story, είναι αυτή η ίδια, που απομακρύνει το ενδεχόμενο να μετατραπεί η ταξική ευφορία σε πράγματι επιτυχημένη πολιτική.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, σε αυτήν την ιστορία είναι το πολιτικό της κομμάτι:
Όπως εξηγούσε ο Μαρξ, για να είναι δυνατή η ηγεμονία της αστικής τάξης επί του συνόλου της κοινωνίας, πρέπει, προηγουμένως, να διασφαλίζονται οι συνθήκες, μέσα στις οποίες θα μπορούν να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις.
Στην Ελλάδα, όμως, αυτός ο βασικός όρος στην παρούσα ιστορική στιγμή δεν πληρούται: είναι αυτό ακριβώς που δείχνει η ανάλυση των μακροοικονομικών στοιχείων.
Είμαστε σε μια ιστορικά σπάνια συγκυρία κατά την οποία οι "πάνω" βυθίζουν τους "κάτω" στην εξαθλίωση, την φτώχεια και την ανθρωπιστική κρίση, και επιπλέον δεν πείθουν για την ικανότητά τους να κυβερνήσουν ως ηγεμόνες, δηλαδή ως εκφραστές του γενικού συμφέροντος, ως οργανωτές της παραγωγής και μιας κοινωνικά αποδεκτής διανομής του προϊόντος - για αυτό εξάλλου και χτίζουν ένα νέο εμφυλιοπολεμικό κράτος.
Ως αποτέλεσμα, έχουν δημιουργηθεί οι αντικειμενικές συνθήκες, ώστε οι "κάτω" να αυτονομηθούν έναντι της αστικής εξουσίας και να συγκεντρωθούν σε έναν πολιτικό σχηματισμό που δεν ανήκει στους "πάνω" και ο οποίος μορφοποιεί, έστω αργά αλλά σταθερά, το ηγεμονικό σχέδιο των εργαζόμενων τάξεων.
ΠΗΓΗ: rednotebook.gr