Του Γρηγόρη Ρουμπάνη
Κάποτε ήταν η "κατάρα Μητσοτάκη», η οποία, σύμφωνα με την πολιτική μεταφυσική ευθυνόταν για κάθε μεγάλο κακό που συνέβαινε στην πατρίδα μας. Από το 1965 μέχρι τις μέρες μας. Για την ακρίβεια μέχρι τις μέρες του μνημονίου.
Αυτή η προσέγγιση όμως αποδείχθηκε λάθος.
Ακόμα και γι' αυτούς που είχαν περισσότερη σχέση με την αναζήτηση της επίδρασης των μυστηριωδών δυνάμεων των πυραμίδων στις πολιτικές εξελίξεις, παρά με την πλατωνική φιλοσοφία και την αριστοτέλεια λογική, βασισμένες και οι δυο στον θεμελιακό πυθαγόρειο κανόνα περί μαθηματικής εξέλιξης της ζωής.
Όπως καμιά εξίσωση δεν έχει μόνο έναν συντελεστή, αλλά τουλάχιστον δύο και συχνά πάνω από τρεις, έτσι και στη συμφορά της πατρίδας εμπλέκονται περισσότεροι του ενός κακού. Ο Μητσοτάκης, και κατ' επέκταση η οικογένεια Μητσοτάκη, δεν θα είχε καμιά επίδραση στα πολιτικά πράγματα, αν δεν συναντιόταν με την οικογένεια Παπανδρέου. Όχι μόνο το 1965, ή το 1989. Αλλά και το 2010, η οποία ήταν η μόνη από τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες που στήριξαν, τότε, την επιλογή των μνημονίων. Όπου εθνική περιπέτεια, κι αυτή μέσα.
Στην πορεία όμως δεν αρκούσαν. Για να βγει η εξίσωση, χρειάζονταν μερικοί ακόμα παράγοντες. Και, μετά την παρένθεση Καρατζαφέρη και Παπαδήμου, βρέθηκαν αυτοί στα πρόσωπα του Αντώνη Σαμαρά και του Φώτη Κουβέλη, με σταθερό συντελεστή αυτόν του Βαγγέλη Βενιζέλου. Ο Καθένας στο ρόλο του, για να βγει το ποθούμενο (καταστροφικό) αποτέλεσμα. Όλοι δεμένοι μεταξύ τους από το παρελθόν. Πότε ο ένας στο ρόλο του διώκτη, και πότε του διωκόμενου. Σε ένα παιχνίδι σικέ. Παιχνίδι με προκαθορισμένο το αποτέλεσμα για τους δυο μεγάλους, καθώς ουδείς βλάφτηκε ανεπανόρθωτα, αντιθέτως ανέβασε την τιμή των μετοχών του στο πολιτικό χρηματιστήριο. Την πλήρωσαν οι μικροί. Όπως ακριβώς συμβαίνει στο ελληνικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα με τις μικρές ομάδες. Πληρώνουν το μάρμαρο οι εξαρτώμενοι.
Ο Φώτης Κουβέλης ήταν το πρώτο θύμα. Σε ρόλο «Αιγάλεω» (κατά τη γνωστή ρήση «μόνο ο Ολυμπιακός και το Αιγάλεω να κερδάνε»), απόλαυσε την ευτυχία της συγκυριαρχίας του στα πολιτικά πράγματα, μέχρι που ξέμεινε από δυνάμεις και βγήκε εκτός συναγωνισμού (και χρησιμότητας).
Σε λίγο θα μείνει και ο Βενιζέλος. Του οποίου η κάθε του κίνηση δείχνει μια και μόνη φροντίδα: Να καλυφθεί από τις συνέπειες μιας προηγούμενης κίνησής του στο γήπεδο. Μιας κίνησης «Αρδίζογλου». Φανταχτερής στην εκκίνησή της, αλλά επιζήμιας στην κατάληξη για την ομάδα του, και κυρίως για την κερκίδα, η οποία κατ' αρχήν μένει άφωνη και στη συνέχεια ξεσπά σε αποδοκιμασίες.
Καταστροφικότερος όλων όμως είναι ο Σαμαράς. Του οποίου η φιλοδοξία να γίνει και να παραμένει πρωθυπουργός ξεπερνά ακόμα και αυτή τη ματαιοδοξία του Βενιζέλου, να είναι ο ρυθμιστικός παράγων στις κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες. Ο Βενιζέλος καταστρέφει εαυτόν και το κόμμα του. Ο Σαμαράς καταστρέφει εαυτόν και τη χώρα του. Θεωρεί ότι τοποθετώντας αντιπρόεδρο τον Βενιζέλο, θα του καταφέρει το τελικό χτύπημα. Το χτύπημα όμως είναι για τον ίδιο και την Ελλάδα, όπως προκύπτει από την εξέλιξη της ιστορίας των ομολόγων, ή της λίστα Λαγκάρντ. Πιστεύει, ότι βάζοντας στην κυβέρνηση τον υιό Μητσοτάκη, θα του φορτώσει τις αμαρτίες του εξοστρακισμού, από τις θέσεις τους, δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων στο δημόσιο. Σπέρνει όμως φωτιά και θειάφι στην κοινωνία, η οποία θα ζητήσει λογαριασμό από αυτόν. Και όχι από τον γόνο της οικογενείας. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους «μαϊντανούς», με τους οποίους στόλισε το παρόν κυβερνητικό σχήμα, για να το προσφέρει ως σωτήριο ενώπιον των πολιτών. Δηλητήριο σκέτο είναι. Και στο ρόλο του σεφ ο πρωθυπουργός.
Τα όσα ακολούθησαν τον ανασχηματισμό δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα πρώτα επεισόδια της επόμενης πράξης μιας τραγωδίας, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Κι όπως κάθε τραγωδία, έτσι κι αυτή δεν μπορεί να έχει μαθηματική κατάληξη. Και όχι ποδοσφαιρικού αγώνα σικέ.
ΠΗΓΗ: opinion24.gr