16 Μαΐ 2013

Η δουλεία το μέτρο της ανταγωνιστικότητας


Του Γιώργου Παπασωτηρίου
Ακούς για τη γαλλο-γερμανική συμφωνία σχετικά με τα προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας των νέων και λες κάτι γίνεται, κάτι έχουν αντιληφθεί οι βόρειοι από τη «φωτιά» που είναι έτοιμη να λαμπαδιάσει στο νότο. 
Γιατί μόνο τα μισά να διατεθούν από τα 60 δις ευρώ που κέρδισαν οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά από την...
 
 κρίση, θα δοθεί μια ανάσα στις κοινωνίες που δοκιμάζονται. 

Αλλά πόσο αληθινή είναι αυτή η είδηση, όταν το Der Spiegel δημοσιεύει, πως το Βερολίνο ζητά νέες μεταρρυθμίσεις από Ελλάδα και Ισπανία στην αγορά εργασίας; Πόσο πιο πολύ, δηλαδή, πρέπει να μειωθεί ο βασικός μισθός; Φαίνεται, ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει όντως ανεργία, αφού οι νέοι θα εργάζονται με μηνιαίο μισθό 150 ή 200 ευρώ! Αλήθεια σε ποιους απευθύνονται και ποιους εμπαίζουν; Κι όλα αυτά στο όνομα της ανταγωνιστικότητας! 

Φαίνεται, ότι η επιστροφή στη δουλεία θα είναι το τέλειο μοντέλο του σύγχρονου επιχειρηματικού ανταγωνισμού. Μόνο που σ’ αυτό το πλαίσιο οι εργαζόμενοι είναι βυθισμένοι στην κόλαση της ανάγκης για επιβίωση. Όμως η εργασία εκτός από τη διάσταση του μόχθου έχει και τη διάσταση της δημιουργίας, έλεγε η μεγάλη πολιτική φιλόσφος Χάνα Άρεντ, της οποίας ο βίος προβάλλεται αυτόν τον καιρό στους κινηματογράφους. 
Στους κινηματογράφους προβάλλεται και «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» του Φράνσις Φιτζέραλντ. Πρόκειται για την απεικόνηση της αμερικανικής κοινωνίας του γρήγορου πλουτισμού της δεκαετίας του 1920, που κατέληξε στο κραχ του 1929 και η οποία παραπέμπει στις κοινωνίες της σημερινής κρίσης. Στις μέρες μας, ολόκληρη η Ελλάδα έχει την τύχη του «υπέροχου Γκάτσμπι». 
Και οι Έλληνες «Γκάτσμπι» έμειναν να λένε με παράπονο και κεκτημένη αλαζονεία στους πάλαι ποτέ ευεργετηθέντες: «έπρεπε να με βλέπεις και να σκύβεις το κεφάλι»! Μόνο που οι προηγούμενοι «καθρέφτες» δεν κατοπτρίζουν πλέον. Και οι πρώην Έλληνες «Γκάτσμπι», οι νεόπλουτοι της μεγάλης φούσκας των δανείων και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων τρελαίνονται. 

Αλλά αντί να υπάρξει μία αυτοκριτική, μία συγκεκριμένη ερμηνεία της κατάστασης που θα οδηγούσε σε μία νέα εκκίνηση, ακούμε την ίδια ξύλινη, κοινότοπη και ναρκισσιστική γλώσσα, τον ίδιο ασαφή, αφηρημένο και ελλειπτικό λόγο, τα ίδια στερεότυπα που παραπέμπουν σε προπαγάνδα και όχι σ’ έναν εξηγητικό, απελευθερωτικό, χειραφετητικό λόγο. 

Τελικά, «Όταν οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους, οι άνθρωποι χάνουν την ελευθερία τους» έλεγε ο παλαιός σοφός. 
Κι εμείς οι Έλληνες φαίνεται πως έχουμε χάσει μαζί με τη σημασία των λέξεων και τον τρόπο να διαλεγόμαστε και να επικοινωνούμε. Κυρίως να δρούμε και να αντιδρούμε. Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε έτοιμοι να αλληλοσκοτωθούμε, θεωρώντας ο καθένας μας ότι έχει το δίκιο με το μέρος του.


ΠΗΓΗ: gpapaso