Καθώς κοντεύουμε να κλείσουμε τρία χρόνια βύθισης στην κρίση, και ενώ διανύουμε ήδη την δεύτερη μνημονιακή εποχή, με την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι, παρ’ όλα τα πάθη και τον πόνο, είμαστε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι πολιτικά.
Μετά το παρατεταμένο σοκ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο...
πρώτος χωρισμός σε φιλομνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, που προσέλαβε εμφυλιακούς χαρακτήρες, έχει λίγο-πολύ ξεθυμάνει.
Σήμερα, μέσα από τα σωρευόμενα ερείπια του παλαιού συστήματος διακρίνονται ήδη άλλοι διαχωρισμοί και άλλες συγκρούσεις, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.
Στο κοινωνικό πεδίο επανεμφανίζονται οι ταξικοί διαχωρισμοί με πρωτοφανή σφοδρότητα, σχεδόν ξεχασμένη κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του ευδαιμονισμού και ενός ιδιότυπα «βολεματικού» κοινωνικού συμβολαίου. Η κρίση ανέστειλε βιαίως τους όποιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, τους πελατειακούς έστω, εξοντώνοντας τους αδύναμους και βάζοντας τους μικρομεσαίους σε κατάσταση διαρκούς απειλής.
Η τέτοιας έντασης και βάθους υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου κινητοποιεί αναλόγως σφοδρά τους απειλούμενους: το αμέριμνο πλήθος καταναλωτών/πελατών αναγκάζεται να θυμηθεί την ιδιότητα του πολίτη, να γίνει λαός. Ή να μεταπέσει σε όχλο, έρμαιο της μνησικακίας.
Αυτές οι διαδοχικές μεταπτώσεις μάς φέρνουν ενώπιον νέων διακρίσεων και διαχωρισμών στο πολιτικό πεδίο.
Εδώ βλέπουμε, από τις απαρχές ήδη της κρίσης, να φουντώνει η διάκριση σε λαϊκιστές και αντιλαϊκιστές. Πολύ αδρά, οι αντιλαϊκιστές, συνήθως υποστηρικτές ή ανεχόμενοι τα μνημόνια, χαρακτηρίζουν υποτιμητικά λαϊκιστές τους συνήθως πολέμιους των μνημονίων. Υπό τους όρους αυτούς συναθροίζονται γενικευτικά και απλουστευτικά δεξιοί, αριστεροί, ακροαριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, κομμουνιστές, νεοναζί, εθνικιστές, ακόμη και μετριοπαθείς. Είναι η νέα διαχωριστική γραμμή, μια μαγική, αποτροπαϊκή κορδέλα διαρκώς μετατοπιζόμενη και διαστελλόμενη για να τους χωρίζει όλους σε όλα.
Βεβαίως η συζήτηση περί λαϊκισμού δεν είναι τόσο νέα όσο η εμπειρία ύφεσης και πτώχευσης, όσο η εμπειρία μνημονιακής λιτότητας. Είναι πολύ παλαιότερη. Με μια μεγάλη διαφορά: στο παρελθόν, το φαινόμενο του εγχώριου λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κυρίως στην πασοκική πρακτική στη δεκαετία ’80, απασχόλησε αριστερούς διανοουμένους και επιστήμονες, μεταξύ άλλων τους Αγγελο Ελεφάντη (Στον αστερισμό του λαϊκισμού, 1991), Αντώνη Λιάκο (1989), Λυριτζή και Σπουρδαλάκη (1990). Σήμερα, αντιθέτως, παλαιοδεξιοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, πρώην και νυν πασόκοι, κατηγορούν για λαϊκισμό τους αριστερούς κυρίως, και μια μερίδα της λαϊκής δεξιάς.
Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: οι κυβερνώντες αδιαλλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θεμελιωτές της λαϊκιστικής διακυβέρνησης και τροφοδότες του πελατειακού κράτους, βγάζουν τους εαυτούς τους έξω από το ιστορικό συνεχές, και κατηγορούν τους αντιπολιτευόμενους επί λαϊκισμώ.
Αλλά ποιον ακριβώς λαϊκισμό; Τον ακροδεξιό, αντιδραστικό, εθνορατσιστικό, εσωστρεφή, μισαλλόδοξο λαϊκισμό του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής; Ή τον αριστερό λαϊκισμό που ρητορεύει για την απώλεια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας; O Ετιέν Μπαλιμπάρ ορίζει ακόμη και έναν “θετικό λαϊκισμό”, και ο κάθε άλλο παρά λαϊκιστής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ βρίσκει σε αυτόν τον “θετικό λαϊκισμό” μια χρήσιμη λειτουργία υπό τις παρούσες συνθήκερς αποπολιτικοποίησης.
Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας, ομοούσιος, στατικός και ουσιοκρατικός· ως έκφραση του πολιτικού είναι δυναμικός και διαρκώς ανασημασιοδοτούμενος. Στη σημερινή συγκυρία ερειπίων επιπλέον, μια πολιτική αφήγηση που βασίζεται σε στατικές εννοιολογήσεις κινδυνεύει να αποβεί περισσότερο αντιδραστική από τον καταγγελόμενο εχθρό: εν προκειμένω, η αντιλαϊκιστική ρητορική αλληθωρίζει έναντι της ποικιλόμορφης ζέουσας πραγματικότητας, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα του λαϊκισμού και τον λαό.
Κι εδώ φτάνουμε στον κρίσιμο πυρήνα της συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα λαός, λαϊκή κυριαρχία, νομιμοποίηση πηγάζουσα από τη λαϊκή βούληση;
Η κρίση κατέδειξε τις αδυναμίες και τον φενακισμό της μεταδημοκρατίας, όσες εκάλυπτοντο ή ελάνθαναν κάτω από την ευμάρεια των δανεικών· κατέδειξε δραματικά τις ανισότητες, τα δημοκρατικά ελλείμματα στην αντιπροσώπευση, ακόμη και την απειλητική υποκατάσταση της ισοπολιτείας από την κυριαρχία ανεξέλεγκτων ελίτ, κατ’ ευφημισμόν αρίστων.
Τη στιγμή της ρήξης, οι ελίτ αναδιπλώθηκαν, αλλά όχι για ανανέωσή τους με νέες δυνάμεις και νέες ιδέες, αλλά για να επιβάλουν μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση έναντι μιας πολιτικής κυβέρνησης, δηλαδή, για να επιβάλουν ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα εξουσίας, που λογοδοτεί περιορισμένα ή και καθόλου, και να αποκλείσουν ένα ανοιχτό, διαρκώς ανανεούμενο και ανακλητό σύστημα εξουσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την εγχώρια αργκό, το ανοιχτό ονομάζεται λαϊκιστικό, ανατολικό, βαλκάνιο, κοντολογίς κακό· το κλειστό και ελεγχόμενο από αυτοοριζόμενους «άριστους», ονομάζεται αντιλαϊκιστικό, εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κ.ο.κ.
Ας κινηθούμε προς τα εμπρός, πέραν των διαχωρισμών. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός.
Το πρόβλημα είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο και η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.
ΠΗΓΗ: vlemma.wordpress